«Έλα μπρε…»
[ssba]

του Χρίστου Χ. Λιάπη*

Το 1988, σε ηλικία 9 ετών, έναν χρόνο μετά τον θρίαμβο του Eurobasket του 87, είχα την τύχη να προλάβω ενωμένη τη Γιουγκοσλαβία. Το Σβετοζάρεβο, μια πόλη νότια του Βελιγραδίου αποτέλεσε σταθμό του οδικού μας ταξιδιού για την κεντρική Ευρώπη. Σταθμό και αφορμή να δούμε τους Γιουγκοσλάβους φίλους μας, τον Νίκολα και την Γκόρντανα και τα παιδιά τους. Τον Σάσα, με τον οποίο έπαιζα μπάσκετ στα camping της Πιερίας, τα παράλια της οποίας τιμούσαν οι βόρειοι γείτονές μας, κατά κόρον, τη δεκαετία του ‘80 και την Ίβανα που αποτέλεσε τον πρώτο international παιδικό και ανεκπλήρωτο έρωτά μου. Εκεί, στα γήπεδα του Πλαταμώνα, είδα τον αναταγωνιστικό και μαχητικό ψυχισμό της σέρβικης, μπασκετικής και οχι μόνον, κουλτούρας, ενώ στο Σβετοζάρεβο, που πριν λεγόταν Γιακοντίνα, από τη σέρβικη λέξη για τη φράουλα, όπως και επανονομάστηκε μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, σε ένα κρατικό διαμέρισμα στις εργατικές κατοικίες του Τίτο, είδα τις εκφάνσεις της φιλοξενίας, της δημιουργικότητας, της περηφάνειας αλλά και της αντιφατικότητας και της εκρηκτικότητας ενός λαού με πολυσχιδή αυτάρκεια και πολυσθενή προοπτική που τελικά παραδόθηκε στη δίνη και τις ακρότητες των παθών του εμφυλίου. Αυτόν τον λαό προσωποποιούσε ο νευροευαίσθητα χαρισματικός Ντούσαν Ίβκοβικς. Αυτόν τον λαό συμπύκνωνε ο μεγαλοφυής και μονίμως παραγκωνισμένος, επίσης, νευροευαίσθητος, εφευρέτης Νίκολα Τέσλα, αδερφός της γιαγιάς του «Ντούντα».

«Έλα μπρε Γκόρντανα..» έλεγε τρυφερά στη γυναίκα του ο οικογενειακός μας φίλος Νίκολα. Αυτό θυμάμαι από εκείνον. Αυτό και το βαθιά ανησυχαστικό βλέμμα με το οποίο απάντησε στην τεχνιέντως αισιόδοξη ευχή του πατέρα μου να «ξαναβρεθούμε του χρόνου, γιατί όλα θα πάνε καλά» όταν, το τελευταίο καλοκαίρι πριν τον πόλεμο μας επισκέφτηκαν στην Ελλάδα. Δεν ξαναήρθαν στον Πλαταμώνα. Ούτε εμείς ξαναπήγαμε στο Ζβετοζάρεβο που άλλαξε όνομα και ξαναβαπτίσθηκε «Φράουλα» αφήνοντας πίσω του την ιστορία του σοσιαλιστή Σβέτοζαρ.«Η διάσωση της μνήμης και στο στόμα μια φράουλα», όπως γράφει ο Γιόζεφ Ροτ στις «Φράουλες». Η μνήμη διασώθηκε, όμως εμείς δεν ξαναταξιδέψαμε στη Γιουγκοσλαβία, λόγω του πολέμου που χτύπησε τη χώρα αλλά και λόγω της νόσου του Πάρκινσον που χτύπησε τον πατέρα μου, με τον οποίον βλέπαμε πάντοτε μαζί όλα τα μεγάλα παιχνίδια που κοουτσάρισε ο Ιβκοβιτς. Εκείνοι δεν ξαναήρθαν στην Ελλάδα, λόγω του πολέμου. Γιατί όπως έλεγε και ο Τέσλα «οι τελευταίες 29 ημέρες του μήνα είναι οι δυσκολότερες».

Ο Τέσλα που χαλάρωνε τους φρενήρεις ρυθμούς των επιστημονικών του σκέψεων, οι οποίες αλληλοδιαδέχονταν η μία την άλλη, ανταγωνιζόμενες σε πρωτοτυπία και ανεφικτότητα, με τις μυσταγωγικές στιγμές που περνούσε εκπαιδεύοντας τα περιστέρια του. Αυτό το πάθος το κληροδότησε και στον μικρανιψιό του, τον Ίβκοβιτς. Μαζί με την επιστημονικότητα στην προπονητική και το υψηλό, μπασκετικό, IQ. Αυτό το πάθος που ίσως στοίχισε την υγεία των πνευμόνων του Ντούντα, κατά τον τρόπο που ξέρουν να μας φθείρουν και να μας «σκοτώνουν» εντός κι εκτός εισαγωγικών τα πάθη μας. «Πνεύμονας φίλων των πτηνών» καλείται στην ιατρική αυτή η διάμεση πνευμονοπάθεια των «περιστεράδων». Μπορείς σίγουρα να είσαι πιο εύκολα φίλος των πτηνών παρά των ανθρώπων. Θα σου το ανταποδώσουν με τον τρόπο τους, με το μαγικά υπάκουο πέταγμά τους, με την παράτολμη ελκυστικότητα των ακροβατικών τους και με τη βεβαιότητα της επιστροφής τους, έστω και αν χαλάσουν τα πνευμόνια σου με το χνούδι των στιγμών που θα περάσεις μαζί τους. Αντίθετα, αρκετοί άνθρωποι, δεν χρειάζονται τον παθοφυσιολογικό μηχανισμό της αλλεργικής κυψελίτιδας για να σου προκαλέσουν ασφυξία.

Ο Ίβκοβιτς αρεσκόταν να λέει: «Δεν σας καταλαβαίνω, μπρε, εσάς τους Έλληνες, πάτε στα μπουζούκια και αφήνετε μισό το μπουκάλι». Στα μπουζούκια που του άρεσαν, για να γιορτάζει τους θριάμβους και για να ξεχνά τις ήττες του. Ο πρόγονός του, Νίκολα Τέσλα, ανάμεσα στις ανεδαφικές, ιδιοφυείς εφευρέσεις που ερχόταν στο κεφάλι του, είχε συλλάβει και μία για έναν κολοσσιαίο δακτύλιο που θα περιβρόγχιζε τον Ισημερινό της Γης, πάνω στον οποίον θα στεκότανε οι άνθρωποι και θα μπορούσανε να ταξιδεύουν, έτσι, σε πολλά μακρινά μέρη, χωρίς να μετακινούνται οι ίδιοι, αλλά εκμεταλλευόμενοι την περιστροφή της Γης. Η ιδέα αυτή δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Το πλησιέστερο που είδα στην εφαρμογή της ήταν ένα σύστημα περιστροφής των μπροστινών τραπεζιών γνωστού νυκτερινού καταστήματος των Αθηνών, χάρη στο οποίο μπορείς να βρεθείς σε διαφορετικό σημείο του μαγαζιού και της πίστας, χωρίς να σηκωθείς από τη θέση σου. Ο «Ντούντα» έφυγε από κοντά μας, όπως πολλοί άλλοι. Αλλά η γη συνεχίζει να γυρίζει. Όπως συνέχισε να γυρίζει και όταν έφυγε ο Τέσλα, οι εφευρέσεις του οποίου προσέφεραν στην ανθρωπότητα πολλά περισσότερα, αν και όχι τόσο εμφανώς ελκυστικά, από τις ξεχωριστές μπασκετικές στιγμές που μας χάρισε ο Ίβκοβιτς. Όπως συνεχίζει να γυρίζει και όταν χάνονται οι αγαπημένοι μας. Οι αγαπημένοι μας, προς τους οποίους, όσο «σοφός» (όπως ήταν το προσωνύμιο του Ιβκοβιτς) και αν είναι ο Μεγάλος Περιστεράς της θεικής σοφίας του σύμπαντος, δεν έχει βρεθεί ακόμη το περιστέρι που θα τους πέμψει το μήνυμα της ραγισμένης νοσταλγίας μας και θα αντιγυρίσει την απόκρισή τους. Έρχεται όμως η αλληγορία της παρηγοριάς να με κάνει να πιστεύω πως αν και δεν μπορώ να ξαναδώ, πλάι στον πατέρα μου, τον Ίβκοβιτς να κοουτσάρει πίσω από το γυαλί, εκείνος έχει αρχίσει ήδη να δίνει οδηγίες στον Ντράζεν, τον Τάρπλει, τον Κόρατς, τον Μαγκί και τον Μαρτίν, ετοιμάζοντας να κατεβάσει στο ουράνιο παρκέ, την ομάδα των πρόωρα χαμένων μεγάλων αθλητών, προς τέρψιν των δικών μας αγαπημένων απωλειών που θα τον παρακολουθούν να φωνάζει, να νευριάζει, να διοικεί, να διδάσκει, να χάνει, να εκρήγνυται και να κερδίζει από τις εξέδρες του επέκεινα.

Πέρασε καιρός από τη δεκαετία του ‘80 και εκείνο το παιδί που πέρασε από το Σβετοζάρεβο, έκανε και έγινε αρκετά από όσα είχε ονειρευτεί τότε και θα μπορούσε να είχε κάνει και να γίνει πολλά περισσότερα. Ως γιατρός και ως Πρόεδρος του ΚΕΘΕΑ, δεν μπορώ να το πω, γιατί οφείλω να είμαι ταγμένος στην πρόληψη και των νόμιμων εξαρτήσεων. Σαν μικρός ταξιδιώτης, όμως της Γιαγκοντίνα και της ζωής, θα ενδώσω και θα πω: «Άντε μπρε Ντούντα, να το πιούμε όλο το μπουκάλι της ζωής, μέχρι την τελευταία του γουλιά, με όλες τις πίκρες και τις χαρές που μας κερνά». Καλό σου ταξίδι και πάντα νίκες!

* Ο Χρίστος Χ. Λιάπης MD, PhD, MSc είναι Ψυχίατρος, Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών και Πρόεδρος του ΚΕΘΕΑ.

[ssba]
Opinions