του Χρήστου Ζαμπούνη
Στην πρώτη επικρατούσε απόλυτος τάξις. Στη δεύτερη είχαμε «Χάβρα των Ιουδαίων». Στη μία δεν ακουγόταν «κιχ». Στην άλλη, η επιβεβλημένη σε κάθε νεκρώσιμη τελετή σιγή είχε πάει περίπατο. Ο λόγος για δύο κηδείες που τελέστηκαν τον Σεπτέμβριο, σε διάστημα ολίγων ημερών, και εξέπεμψαν διαφορετικά μηνύματα πολιτισμού στον πλανήτη, λόγω της οικουμενικότητος των δύο τεθνεώτων, του Jean-Paul Belmondo και του Μίκη Θεοδωράκη.
Προτάσσω το όνομα του δημοφιλούς Γάλλου ηθοποιού, διότι η κηδεία του υπήρξε παράδειγμα προς μίμηση, σε αντίθεση με τη «δική μας» του εξίσου δημοφιλούς Μίκη Θεοδωράκη. Τι εννοώ; Στον δρόμο για την τελευταία κατοικία του Belmondo δεν ακούσθηκαν ανοίκεια μηνύματα ούτε υπήρξε επιχείρησις κομματικοποιήσεως. Ουδείς παριστάμενος διενοήθη να καθίσει σταυροπόδι και ουδεμία παρισταμένη απετόλμησε να φορέσει φόρεμα ντεκολτέ με γυμνούς βραχίονες.
Επίσης, όλοι ανεξαιρέτως, από τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας έως τους ανωνύμους θαυμαστάς του, έκρυψαν τα κινητά τους και δεν τα προέταξαν για να απαθανατίσουν τη στιγμή. Η εικόνα συντρόφου ανωτάτου παράγοντος του δημοσίου βίου, ο οποίος εζήλωσε τη δόξα των παπαράτσι στη Μητρόπολη των Αθηνών, προεκάλεσε αλγεινή εντύπωση σε όσους παρηκολούθησαν από τηλοψίας τη νεκρώσιμο ακολουθία.
Τέλος, για όσα εγράφησαν και ειπώθηκαν εις βάρος του κορυφαί – ου μουσικοσυνθέτου, κηλιδώνοντας τη μνήμη του, μόνον μία ρή – σις του Αποστόλου Παύλου αρκεί: «Ο αποθανών δεδικαίωται». Η στιγμή που ο Δημήτρης Μπάσης τραγουδά a cappella έμπροσθεν του τάφου του Μίκη Θεοδωράκη στον Γαλατά Χανίων, έσωσε την τιμή του εγχώριου νεκρού αποχαιρετισμού.