του Γιώργου Αρχιμανδρίτη
Η μορφή του Μίκη Θεοδωράκη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική πορεία της Νεώτερης Ελλάδας. Η αναζήτηση της βαθύτερης ουσίας της αποτέλεσε την αφετηρία μιας σειράς προσωπικών συζητήσεων πάνω στη ζωή και το έργο ενός ανθρώπου που για να ολοκληρώσει τη φιλοσοφία του έπρεπε ν’ αναρωτηθεί : «Πού ζω; Πώς ζω; Είμαι μόνος μου; Είμαι ένα τέρας μοναξιάς; Ή ζω σε μία πατρίδα η οποία μ’ έκανε αυτόν που είμαι;».
Ο Μίκης Θεοδωράκης πλάστηκε με τις διηγήσεις του πατέρα του, την ιστορία, τις επαναστάσεις και τους πολέμους. Σχηματίστηκε με τα όνειρα. Για να γίνει αυτός που ήταν έπρεπε να φτάσει στα όριά του. Και όριό του συχνά ήταν ο θάνατος. Θα μπορούσε ίσως να είχε ακολουθήσει μονοπάτια λιγότερο δύσβατα. Δε θα ’ταν όμως αυτός. Κι αυτός που είναι, πέρα από πολεμικές και αντιπαραθέσεις, ενσάρκωσε τις ελπίδες ενός ολόκληρου λαού και δεν έπαψε να μας υπενθυμίζει πως κάθε στιγμή και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες μπορούμε να σκεπτόμαστε ελεύθερα, να τραγουδάμε και να ελπίζουμε.
Συνέντευξη στον Χάρη Χαραλαμπόπουλο του BBC την εποχή του μπαλέτου «Αντιγόνη».
« Εγώ είμαι άνθρωπος της αγάπης. Έζησα τη ζωή μου, έζησα το καθήκον μου. Είχα θέσει ορισμένα «πρέπει». Αυτό ίσως για τους πολλούς να ήταν λάθος, αλλά τέτοια ήταν η αγωγή που πήρα απ’τους γονείς μου. Διότι κι οι γονείς μου είχαν τέτοια αγωγή. Πίστευαν ότι ο άνθρωπος έχει καθήκοντα απέναντι στους άλλους και ότι μόνο έτσι η ζωή του γίνεται πιο αληθινή. Αυτό το χρέος ήταν για μένα η ουσία της ζωής μου. Αισθανόμουν χαρά γι’ αυτό το πράγμα. Δεν το ’κανα ενάντια στη θέλησή μου. Κι ο χαρακτήρας μου διαμορφώθηκε σύμφωνα μ’ αυτό. Έμαθα να λυτρώνομαι, όταν κάνω το χρέος μου. Ό,τι έκανα δεν το’κανα για μένα. Είχα περάσει από το «εγώ» στο «εμείς» από πολύ μικρός. Για μένα πρότυπο ήταν ο πατέρας μου που δεκαέξι χρονών πήγε και πολέμησε για την πατρίδα και τραυματίστηκε στο Μπιζάνι, έξω από τα Γιάννενα. Αυτό με διαμόρφωσε και με απομάκρυνε απ’όλους τους άλλους, διότι για μένα το χρέος ήταν απόλυτο. Χωρίς συμβιβασμό. Πολλές φορές έβρισκα μια παρέα που θεωρούσα ότι θα με ακολουθήσει στο δρόμο του Χρέους, αλλά ερχόταν η στιγμή που έμενα πάλι μόνος. Το Χρέος ήτανε λιγότερο σημαντικό γι’ αυτούς απ’ ό,τι για μένα. Και πάλι να βαδίζω μόνος, και πάλι άλλη παρέα ν’ ακολουθεί το βηματισμό μου και πάλι να μένω μόνος. Αυτό γινότανε συνεχώς στη ζωή μου και γίνεται ακόμα. Είμαι μόνος γιατί έχω την ιδιορρυθμία να’μαι απόλυτος στις επιλογές μου και να προσπαθώ να δω αν υπάρχουν άνθρωποι σαν και μένα, να τους βρίσκω και μετά να τους χάνω. »
Συναυλία με το έργο του «Χαιρετισμοί» στην Komische Oper του Ανατολικού Βερολίνου, το 1983.
«Αυτά που κάνει ένας καλλιτέχνης είναι μια δωρεά για τους ανθρώπους και για τη χώρα του. […] Εγώ φιλοδόξησα να συνομιλήσω μ’ ένα λαό υπεύθυνο, μ’ ένα λαό σε μία έξαρση ιστορική. Αλλά αυτή η έξαρση πόσο μπορεί να διαρκέσει; Ένα χρόνο; Δέκα χρόνια; Το ’60 οι συγκυρίες ήταν τέτοιες που υπήρχε ένα γενικό αίτημα για ελευθερία και δημοκρατία, καθώς και μια δίψα για πολιτισμό και τότε εμφανίστηκε ο «Επιτάφιος». Ενώ ο λαός ήταν γενικά σ’ ένα τέλμα, την περίοδο εκείνη έγινε ποτάμι κι άρχισε να τρέχει. Όπου υπάρχει τέλμα, ακούγονται βατράχια. Όπου υπάρχει ποτάμι, υπάρχει το όραμα της θάλασσας. Το ’60 ήταν ένα ποτάμι. Και μέσα σ’ αυτό το ποτάμι έκανα τον Επιτάφιο, έκανα τραγούδια και το Άξιον Εστί. Κι ο λαός ακολούθησε. Αγάπησε την έντεχνη λαϊκή μουσική. Και την λέω έντεχνη λαϊκή, γιατί γράφω απλά για το λαό, ενώ παράλληλα του δίνω αυτό που του στέρησαν όλες οι ηγέτιδες τάξεις, δηλαδή το έντεχνο, το λόγιο, την πνευματική διάσταση. […]
Τηλεοπτικό συνεργείο της Ανατολικής Γερμανίας στο γραφείο του σπιτιού του στο Βραχάτι. Ο Μίκης Θεοδωράκης στο πιάνο. 26 Απριλίου 1983.
Γιατί τι διαφέρει ένα οποιοδήποτε τραγούδι που το ξεχνάμε έπειτα από λίγα χρόνια από ένα τραγούδι που μένει και λέμε ότι είναι διαχρονικό ; Αυτό που μένει οφείλει τη διάρκειά του στο γεγονός ότι έχει κάτι μέσα του που το πνευματοποιεί. Δεν έχει μόνο νότες και λόγια, έχει και πνεύμα και γι’ αυτό ζει ακόμα. Ενώ το άλλο που δεν πηγάζει από μια εσωτερική τόσο καλλιτεχνική όσο και πνευματική ανάγκη, κάποτε σαπίζει. Αυτή είναι η διαφορά. Κι αυτό είναι που κάνει αθάνατη την τέχνη. Και κοντά στην Τέχνη μένουν αθάνατοι κι αυτοί για τους οποίους έγινε αυτή η συγκεκριμένη Τέχνη. Οι Αρχαίοι Έλληνες είναι αθάνατοι γιατί αισθάνεσαι την πνοή τους μες στο κείμενο του Σοφοκλή. Όταν παρακολουθείς μια παράσταση, νοιώθεις την πνοή των Αθηναίων. Έτσι δεν είναι; Χάρη στην Τέχνη που έγινε απ’ αυτούς γι’ αυτούς, νικήσανε μαζί με τα αθάνατα έργα το θάνατο!
Στα παρασκήνια συναυλίας της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών με τον Μάνο Χατζιδάκι και τη Μελίνα Μερκούρη, το 1963.
Προσωπικά από μικρό παιδί έζησα μέσα στα αρχαία κείμενα, στα δημοτικά τραγούδια και τις Βυζαντινές μελωδίες. Και νομίζω ότι και στην συμπεριφορά μου και στα συναισθήματά μου και στη μουσική μου και στα έργα μου και στις προθέσεις μου είμαι Έλληνας. Και το απέδειξα με το τελευταίο μου κύτταρο, με τον πόνο που δέχτηκα, με τις δοκιμασίες, τις επιλογές, με τις ιδέες, με το έργο και με τη μουσική μου. Και είμαι περήφανος γι’ αυτό. »
Στην Επίδαυρο με τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Διονύση και τον Βασίλη Φωτόπουλο, τον Αύγουστο του 1979.
«Με γοητεύει όλο αυτό το παραμύθι της μυθολογίας που δεν είναι απλώς παραμύθι, γιατί εμπεριέχει την αρχή και το τέλος του ανθρώπου. Όλη την ανθρώπινη φιλοσοφία. Όλο αυτό που εγώ ονομάζω χρέος φαίνεται μέσα ακριβώς στη σχέση του ανθρώπου με το θείο. Εκεί που ο άνθρωπος αναμετριέται με τη μοίρα του. Αυτά είναι μεγάλα πράγματα. Αυτό είναι σχολείο για ένα λαό, γιατί τελικά μπαίνει μέσα και το ερώτημα γιατί ζει κανένας. Τι θέλει να βγάλει απ’τη ζωή αυτή. Για να μην κάνει τη ζωή ενός φυτού ή ενός ζώου. Να’ναι λίγο πιο πάνω. [ …]
Το βιβλίο του Γιώργου Αρχιμανδρίτη «Μίκης Θεοδωράκης: Η ζωή μου», Εκδόσεις Πατάκη.
Κατοικώ απέναντι από την Ακρόπολη. Στο σπίτι αυτό έμελλε να ολοκληρώσω τη Μήδεια, την Ηλέκτρα, την Αντιγόνη – αλλά και τη Λυσιστράτη εδώ την έγραψα. Εδώ απέναντι ήπιε το κώνειο ο Σωκράτης, κάπου εδώ ζούσανε ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής. Έβλεπαν όπως κι εγώ τον Υμηττό, που είναι πάντα ο ίδιος. Και αυτό είναι το παράπονο το δικό μου, ως θνητού Μα εγώ θα φύγω και θα υπάρχει ακόμα ο Υμηττός χωρίς να τον βλέπω; Κι όμως ο Υμηττός θα ζήσει και χωρίς εμένα. Χιλιάδες χρόνια. Είναι καταπληκτικό! Κι αν σκεφτείς ότι και μόνο το βλέμμα αυτών των ανθρώπων έβλεπε αυτά που βλέπουμε κι εμείς, τα ίδια τοπία, είναι συναρπαστικό. Είναι σαν να ξαναζούνε εδώ κοντά μας. Και εγώ νιώθω πως έζησα κοντά σ’ αυτές τις τεράστιες ανθρώπινες φιγούρες, σ’ αυτές τις ανθρώπινες φυσιογνωμίες οι οποίες σημάδεψαν τον άνθρωπο και τον έκαναν να γίνει αυτός που είναι. Αυτές οι μεγάλες μορφές τίμησαν τον άνθρωπο. Και φυσικά όσοι ακολούθησαν. Οι μεγάλοι συνθέτες, οι μεγάλοι ποιητές, οι μεγάλοι συγγραφείς, οι μεγάλοι γλύπτες και ζωγράφοι, οι μεγάλοι αρχιτέκτονες, όλοι. Αυτοί έδωσαν μια δικαιολογία γιατί να ζούμε εδώ πέρα πάνω. Γιατί διαφορετικά αν τα πάρεις τα πράγματα και τα δεις με το μικροσκόπιο ο άνθρωπος καταλήγει τελικά να είναι ένα τίποτα. Αρκεί να σκεφτείς ότι το DNA του ανθρώπου μοιάζει με το DNA των ποντικιών.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στο σπίτι του, στην οδό Επιφάνους, με τον Γιώργο Αρχιμανδρίτη.
Αν σκεφτείς ότι όλο αυτό το περίπλοκο σύστημα που έχουμε, καρδιά, πέψη, αναπνοή κι όλα τ’ άλλα, τα έχει και μια μύγα, τα έχει κι ένα κουνουπάκι, είναι φοβερό αυτό το πράγμα. Τίποτα δεν είμαστε. Τίποτα. Και το δέντρο με την ίδια σοφία είναι φτιαγμένο. Άρα λοιπόν κι εσύ ένα κλαδάκι ενός δέντρου είσαι. Έτσι όμως δεν μπορείς να δικαιολογήσεις όλα όσα πρόκειται να περάσεις. Το δέντρο δεν έχει τίποτα να σκεφτεί. Έχει τις ρίζες του, τον αέρα, τον ήλιο. Για σένα όμως αυτά δεν είναι αρκετά. Πρέπει να παλέψεις κάθε μέρα, πρέπει να δικαιολογήσεις την ύπαρξή σου. Γιατί ζεις; Γιατί τα κάνεις όλ’αυτ ; Γιατί παλεύεις; Είσαι μία μύγα, ένα ποντίκι, ή είσαι κάτι άλλο; Ποια είναι η διαφορετικότητά σου; Αυτά μας τα δείχνει ο Σοφοκλής, ο Ικτίνος, ο Μπετόβεν, ο Ντοστογιέφσκυ. Αυτοί μας δίνουν αυτό το μεγαλείο, αυτή την πνευματικότητα. Και αυτό το πράγμα είναι ένα δώρο για όλους τους ανθρώπους. Πρέπει δηλαδή η κάθε κοινωνία αν είναι δυνατόν, να μπορέσει ν’ανατρέφεται με βάση αυτές τις αρχές. »
Η γαλλική έκδοση (Actes Sud) του βιβλίου του Γιώργου Αρχιμανδρίτη.