του Χρήστου Ζαμπούνη
Το μεσημεριανό γεύμα στην Βάρκιζα ήταν προγραμματισμένο για τις 2. Αφηρημένος από το γράψιμο, κοίταξα το ρολόϊ και ήταν ήδη 1.30 μ.μ. Με την «ψυχή στο στόμα», λόγω της αποστάσεως και της κινήσεως, απεφάσισα να μην πάρω ταξί και να μεταβώ με την βέσπα. Παρένθεσις υψίστης σημασίας. Δεν μου αρέσει να οδηγώ, ούτε να τρέχω. Στις 2 ακριβώς ήμουν έμπροσθεν των «Αλκυονίδων». Ουδείς άνθρωπος εις τον ορίζοντα. Διέσχισα την παραλιακή οδό και έψαξα για ζωντανή πληροφορία. Μετά από τρεις αρνητικές απαντήσεις στο ερώτημα για το πού είναι η οδός Ήρας, ευρέθη μία ηλικιωμένη κυρία που με διαφώτισε. Η οικοδέσποινά μου, μίας σχετικής ηλικίας και αυτή, με περίμενε ανήσυχη στην πόρτα. Με ευγενικό τρόπο μού διηγήθη κατά την διάρκεια του γεύματός μας ότι είχε μάθει από μικρή να πηγαίνει τουλάχιστον ένα τέταρτο πριν στα ραντεβού της, ενώ μία θεία της πήγαινε μισή ώρα πριν.
Ευγενικά και εγώ, της ζήτησα το κινητό της για να καλέσω το δικό μου, χωρίς να προβώ σε δικαιολογίες για την 10λεπτη καθυστέρησή μου, διότι χειρότερο του σφάλλειν, το δικαιολογείν. Επιστρέφοντας στην οικία μου έψαξα παντού για την ανεύρεσή του. Εις μάτην. Σκέφθηκα ότι θα το είχα ξεχάσει στα γραφεία της «Φερενίκης» τα οποία, εν τω μεταξύ, είχαν κλείσει. Επειδή κατοικώ στην Κάντζα, δίστασα να κάνω άλλα 50 χιλιόμετρα πηγαινέλα, παρατείνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την απεξάρτησή μου από το smartphone. Οι ώρες που ακολούθησαν ήταν από τις πιο ήρεμες του βίου μου. Αντί να επιδοθώ στους ανελέητους δακτυλισμούς στα social media και την ψυχοφθόρο περιήγηση σε ενημερωτικούς ιστοτόπους, πήρα στα χέρια μου το νέο βιβλίο του Φαίδωνος Ταμβακάκη. Με το «Τελευταίο ποστάλι» με βρήκε ο ύπνος, και το πρωΐ, εύχαρις και απηλλαγμένος από τον ψυχαναγκαστικό ψηφιακό εθισμό, κατευθύνθην στο γραφείο μου, όπου, ειρήσθω εν παρόδω, θρόνιαζε το απωλεσθέν αντικείμενο, με αναρίθμητες αναπάντητες κλήσεις, e-mails, ενημερώσεις στα social media, και ούτω καθ’ εξής.