του sir Taki Theodoracopulos
Υπάρχει ένα στενό δρομάκι στο Chelsea, νότια της King’s Road από την Oakley Street μέχρι την Ormond Gate, που μου θυμίζει το μεταπολεμικό Λονδίνο όταν πρωτοήρθα εδώ με τον πατέρα μου. Ονόματα όπως Margaretta Terrace, St. Loo Avenue, Alpha and Robinson Streets μου φέρνουν στο νου γλυκές αναμνήσεις νεανικής αθωότητας και επιθυμίας. Το Λονδίνο τότε ήταν πολύ δημοφιλές αλλά καθόλου άνετο. Αρκετά αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, το Queen’s Club διοργάνωσε το δεύτερο μεγαλύτερο τουρνουά τένις στη χώρα και είχε ένα -μόνο ένα!- ντους στα ανδρικά αποδυτήρια (με μια βρώμικη λευκή κουρτίνα). Λέγεται συχνά ότι οι μαθητές δεν έχουν κανένα κέρδος από την ωραία αρχιτεκτονική και ήταν σίγουρα σωστό στην περίπτωσή μου, αλλά αυτό που είχε σημασία για μένα ήταν η διάθεση. Η διάθεση μπήκε στη συνείδησή μου πολύ νωρίς και δεν έφυγε ποτέ. Μια σκιά σε ένα περβάζι, το ανακλώμενο φως σε ένα ηλιόλουστο μπαλκόνι, όλα αυτά μου προκαλούν έντονα συναισθήματα και μου ξυπνούν μνήμες απ’ όταν ήμουν μικρός.
Περπατώντας την προηγούμενη Κυριακή, ένιωσα για μια στιγμή ότι βρισκόμουν πίσω στο Λονδίνο και ήμουν 15 χρονών. Ο δρόμος ήταν έρημος και ήσυχος και μου θύμισε την πρώτη φορά που περπάτησα γύρω από το Kensington το 1952. Το Λονδίνο ήταν πολύ «αγγλικό» τότε. Ο πατέρας μου το περιέγραφε σαν την πόλη που είναι γεμάτη με ανθρώπους που λένε «συγγνώμη» ασταμάτητα. Το Παρίσι ήταν κοσμοπολίτικο, η Ρώμη είχε πλούσια ιστορία, αλλά το Λονδίνο ήταν με έναν μοναδικό τρόπο «αγγλικό». Η πόλη είχε μια ιδιαίτερη μυρωδιά από πετρέλαιο, τσάι, ξυλόσομπες και καπνό. Πήγα σινεμά στη Leicester Square κι όλοι κάπνιζαν, κυρίως άφιλτρα τσιγάρα και πίπες. (Αυτές ήταν μέρες). Τώρα το μέρος δεν είναι μόνο περισσότερο υγιές και πολυπολιτισμικό, αλλά κάποιες φορές αισθάνομαι ότι στην King’s Road τα αγγλικά είναι η δεύτερη γλώσσα.
Το πρόβλημα με τη μακροζωία είναι η μνήμη. Όχι απαραίτητα περασμένων ερωτικών σχέσεων, αν και κάποιες φορές πονάνε, αλλά κυρίως τόπων και συνηθειών: οι καλοί τρόποι των ανθρώπων, η επισημότητα που βασίλευε παντού αλλά και η σταθερότητα της τάξης στην κοινωνία. Περισσότερο όμως, η μνήμη υπενθυμίζει σε κάποιον την ενέργεια που είχε κάποτε, την επιθυμία να τα δει όλα, να βιώσει τα πάντα και να τους συναντήσει όλους. Κάθε φορά που βρίσκομαι στην Cromwell Road κοιτάζω τη χωματερή ενός ξενοδοχείου που έμενα κατά τη διάρκεια του πρώτου μου Wimbledon, εκεί που μια λιμουζίνα Rolls-Royce ερχόταν κάθε ημέρα για να πάει τους παίχτες στο W.19. To 1957, αφού ο Lew Hoad επανέλαβε τη νίκη της προηγούμενης χρονιάς, τον πήγα στο Milroy, το κορυφαίο νυχτερινό club του Λονδίνου. Χρησιμοποίησα το όνομα του πατέρα μου για να μπω. Ούτε ένας άνθρωπος δεν τον αναγνώρισε. Το 1962, μετά από έναν αγώνα polo στο Παρίσι, η Raine Dartmouth, θετή μητέρα της Πριγκίπισσας Dianna, έπαθε πλάκα με τον Carlos Miguens, τον Αργεντινό συμπαίκτη μου και τον προσκάλεσε στο Λονδίνο, με όλα τα έξοδα πληρωμένα. «Δεν μπορώ να πάω χωρίς την ομάδα μου» είπε ο Carlos, και μας πήρε και τους τέσσερις στο 40 Hill Street για ένα μεγαλειώδες δείπνο και Σαββατοκύριακο. Και μετά εκεί παιζόταν το ιδιωτικό baccarat του Aspinall όπου ο Λόρδος Derby κέρδισε περίπου 200 χιλιάδες λίρες και οι Aspers έπρεπε να εφεύρουν ένα θάνατο με σκοπό να σταματήσει το παιχνίδι. Ήμουν με διαφορά ο νεότερος παίκτης και βούλιαξα για 20 χιλιάδες, ο Lucan για 12 και ο Bill Sterling, με τη φήμη από τους SAS, υπέφερε. Μην προσπαθήσετε να καταλάβετε τι σημαίνουν αυτά τα ποσά σήμερα γιατί θα γίνετε κομμουνιστές επί τόπου.
Αυτή τη φορά εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η εβδομάδα μου στο Λονδίνο ξεκίνησε με ένα γεύμα για τους Conrad και Barbara Black, που διοργάνωσαν οι Mark Lloyd και Anthony Bingham, σε μια σπουδαία privée αίθουσα στο Clarke’s. Αποκαλώ τον Conrad «Google» επειδή ξέρει τα πάντα και γράφει εξαιρετικά πολιτικά άρθρα. Η Babs είναι ακόμη σοκαρισμένη μετά απ’ αυτό που συνέβη στον σύζυγό της. Προσπάθησα να της πω ότι οι αδίστακτοι και διψασμένοι για χρήματα Αμερικανοί δικηγόροι δεν είναι κάτι καινούργιο και κυνηγούν τον Conrad εξαιτίας των συντηρητικών του απόψεων και τίποτα περισσότερο. Θα ξεχαστεί γρήγορα αλλά ο Conrad δεν άξιζε τίποτα απ΄ όλα αυτά. Ένα υπέροχο δείπνο με τους Bismarcks ακολούθησε μετά την ιδιωτική ξενάγηση στην έκθεση ζωγραφικής των Jolyon Fenwick και Liza Campbell, όπου οι δημιουργίες της Liza ήταν εξαιρετικά αινιγματικές και οι λιβελλούλες του Jolyon πολύ όμορφες. Πριν πολύ καιρό δάνεισα το διαμέρισμά μου στο Λονδίνο σε μια φίλη μου όσο βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη. Αμέσως μετά την επιστροφή μου, παρατήρησα ότι ο Jolyon φορούσε γραβάτες και ρούχα που μου φαινόντουσαν εξαιρετικά οικεία. Ήταν δικά μου. Συχνά αναρωτιέμαι το πώς τα πήρε, αλλά ξεχνάω να τον ρωτήσω γι’ αυτό. Αυτά ήταν τα κακά νέα, τα καλά ήταν ότι βρέθηκα με καλούς φίλους όπως οι Christopher και Mardi Gilmour.
Αργότερα μέσα στην εβδομάδα τα πράγματα αναθερμάνθηκαν με τηv Dame Joan Collins και τον Will Moore, γιο του Charles, και την κυκλοφορία της τέταρτης σειράς απομνημονευμάτων του Algy Cluff -που προλογίζει ο σπουδαιότερος Έλληνας συγγραφέας μετά τον Όμηρο- και το μακράν καλύτερο δείπνο με τους Harry και Tessa Fane. O Robin Birley κάθισε ανάμεσα στις δύο πιο όμορφες γυναίκες μετά τις Ava Gardner και Betty Grable, τη Serena Bute και τη Sophie Fane, και εγώ ανάμεσα στη μητέρα Tessa και την κόρη Sophie. Ω ναι, η μητέρα των παιδιών μου ήταν εκεί, και με αφορμή την επέτειο των 50 ετών μαζί της είχα αγοράσει ένα όμορφο δαχτυλίδι που μόνο ο Harry Fane μπορούσε να της το προσφέρει. Το αξίζει αφού ανέχτηκε τις βλακείες μου για 50 χρόνια. Μετά πήρα το αεροπλάνο και τώρα βρίσκομαι πίσω στην άθλια Νέα Υόρκη.