του Χρήστου Ζαμπούνη
Πέρα από την ερμηνευτική του δεινότητα και την ακαταμάχητη γοητεία του, ο Δημήτρης Χορν πέρασε στο συλλογικό υποσυνείδητο για τη κομψότητα της υπάρξεώς του. Όχι του Φαίνεσθαι, αλλά του Είναι. Εάν ζούσε στην Ιταλία θα ήταν εφάμιλλος του Marcello Mastroianni. Στην Γαλλία, του Yves Montand. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, του Michael Caine. Στις Η.Π.Α., του Robert Redford.
«Le style c’ est l’ oubli de tous les styles», έλεγε ο Jules Renard. «Το στυλ είναι να ξεχάσουμε όλα τα στυλ». Στην περίπτωση του Δημήτρη Χορν ξεχνάμε όλα τα υπόλοιπα. Ξαναβλέποντας τον πτωχό υπάλληλο τραπέζης στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Μια ζωή την έχουμε», αλλά και τον επίσης πένητα Ανδρέα στο «Αλλοίμονο στους νέους», είναι αδύνατον να μην διακρίνει κανείς την sprezzatura, την ικανότητα δηλαδή, να δύναται κανείς να επιτύχει κάτι πολύ δύσκολο, αλλά την ίδια στιγμή να το κάνεις να φαίνεται εύκολο. Η αριστοκρατική, για τα δεδομένα της εποχής, καταγωγή του ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για αυτήν την επιμελώς ατημέλητη συμπεριφορά. Την φυσικότητα που αποφεύγει την υπερβολή. Την υποφωτισμένη γοητεία. Την αβίαστη προσπάθεια. Θυμάμαι στα τέλη της δεκαετίας του ’70 τον Δημήτρη Χορν να κάθεται σε διπλανό τραπέζι στου «Αντωνόπουλου», στην Γλυφάδα, παρέα με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Δεν θα ξεχάσω την λάμψη στα μάτια του, αλλά και την ζωντάνια στην έκφρασή του, που έκαναν τον τότε, βλοσυρό κατά τα άλλα, πρωθυπουργό να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Δεν ήταν αυλικός ο Χορν. Το αντίθετο μάλλον.
Σε συνέντευξή του, γνωρίζοντας ότι δεν θα ευχαριστήσει τον εκ Σερρών φίλο του, δεν εδίστασε να δηλώσει: «Την Πολιτική την θεωρώ χειρότερο πράγμα από το να είσαι θεατρίνος». Ούτε κανείς θα τολμούσε να τον θεωρήσει νάρκισσο, ως είθισθαι στον επαγγελματικό του χώρο. Επίσης το αντίθετο. «Όταν βλέπω τον εαυτό μου στην οθόνη, απορώ που υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται και με βλέπουν». Είχε την αίσθηση της derision, του αυτοσαρκασμού, επαναλαμβάνοντας την φράση, «εγώ τον εαυτό μου δεν θα τον χειροκροτούσα».
Από τους κορυφαίους ηθοποιούς του Θεάτρου, διέθετε την σοφία να σταματήσει εγκαίρως, το 1984, κρατώντας ανέπαφο τον μύθο του επί σκηνής. Ήταν βρέφος όταν πρωτοανέβηκε στο σανίδι, παίζοντας στο έργο του θεατρικού συγγραφέως πατέρα του, Παντελή, «Γειτόνισσες». Νονά του ήταν η περίφημη Κυβέλη, που τον κρατούσε στην αγκαλιά της, στην εν λόγω παράσταση. Στα χρόνια που ακολούθησαν, δεν εκμαυλίσθηκε, όπως αρκετοί συνάδελφοί του, από την επιτυχία. Ηρνήθη πλήθος να εξαργυρώσει την φήμη του παίζοντας σε ταινίες αμφιβόλου ποιότητος. Διάλεγε με προσοχή τα σενάρια που του πρότειναν, και ως εκ τούτου συμμετείχε μόνον σε 10 τον αριθμόν κινηματογραφικές παραγωγές. Το «βασίλειό» του ήταν το Θέατρο, εις το οποίο εδέησε να γνωρίσει τον θρίαμβο εάν κρίνουμε από τις ουρές κάθε έργου που ανέβαζε. Φυσικώ τω λόγω, έγινε θιασάρχης, στην αρχή με τον εξέχοντα ηθοποιό Γιώργο Παππά, και στην συνέχεια με τον μοιραίο του έρωτα, την Έλλη Λαμπέτη.
Η καλαισθησία του και το υψηλού επιπέδου χιούμορ του ήταν αδύνατον να αφήσουν αδιάφορο τον γυναικείο πληθυσμό, που τον πολιορκούσε. Ο κλήρος για τον δεύτερο γάμο της ζωής του –ο πρώτος ήταν νεανικός και δεν διήρκεσε πολύ– έλαχε στην Άννα Γουλανδρή, της γνωστής εφοπλιστικής οικογενείας. Οι δύο τους έμελλε να αποτελέσουν ένα από τα πιο ταιριαστά ζευγάρια της αθηναϊκής υψηλής κοινωνίας επί εικοσαετία, έως τον θάνατο της τελευταίας το 1988. Η απώλειά της τον κατέβαλε. Εκλείσθη στον εαυτό του, στο διαμέρισμα της οδού Βασιλέως Γεωργίου Β’. Η τελευταία εικόνα που έχω από αυτόν, όταν δρασκέλισα το κατώφλι της πολυκατοικίας του, για να επισκεφθώ μία φίλη, ήταν ενός κυρτωμένου, διοπτροφόρου γέροντος, που, όταν άνοιξα την θύρα της εισόδου και εισήλθε άπλετο φως, σήκωσε το βλέμμα του, και σαν να ξανάνιωσε για λίγα δευτερόλεπτα.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΥΚΟΦΩΣ