Το 1984 προσεκλήθην μαζί με την κοπέλα μου, που ήταν παλαιά συμμαθήτριά της, στους γάμους της πριγκίπισσας Anne Louise de Broglie στη Νορμανδία. Ο ενδυματολογικός κώδιξ προέβλεπε σμόκιν. Όμως σμόκιν δεν διέθετα. Ξεκίνησε τότε μια επιχείρηση ανευρέσεως του επισήμου ενδύματος που πήρε την ονομασία του από το κάπνισμα, αφού αυτό φορούσαν οι gentlemen του 19ου αιώνος όταν πήγαιναν στο smoking room για να καπνίσουν. Στη συνέχεια το ένδυμα απέκτησε τη χρήση που γνωρίζουμε σήμερα και συνδέεται περισσότερο με τις δεξιώσεις και άλλα λαμπερά γκαλά. Ας επανέλθω, όμως, στο αρχικό θέμα. Λόγω του σωματότυπού μου –φαρδείς ώμοι και μακριά χέρια– η επίσκεψή μου στα «ετοιματζίδικα» απέβη άκαρπος. Το ένα σακάκι που δοκίμαζα είχε κοντά μανίκια, στο άλλο έπλεα, το άλλο έκανε τσάκιση στην πλάτη. Η απογοήτευση με είχε κυριεύσει, έως ότου ένας Γάλλος συμφοιτητής μου μου πρότεινε να επισκεφθώ τον ράφτη του.
Η επίσκεψη στο ατελιέ του Monsieur Claude, επί του βουλεβάρ – του Malesherbes, είχε τα ίδια αποτελέσματα με την ανακάλυψη του νόμου του ειδικού βάρους από τον Αρχιμήδη, υπό την έννοια ότι και οι δύο αναφωνήσαμε τη λέξη «εύρηκα». Από εκείνη την εποχή χρονολογείται η συμβιωτική μου σχέση με τον ράφτη. Έμεινα πιστός στον Monsieur Claude μέχρι την επιστροφή μου στην Ελλάδα. Τότε γνώρισα τον Νίκο Κούρλα, τον πιο νέο ίσως από τη γενιά εκείνη των παλαιών ραφτάδων που έντυναν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ελίτ της χώρας, πριν από την έλευση των αλλοδαπών οίκων μόδας και την επικράτηση του έτοιμου ενδύματος. Στο ραφείο του επί της οδού Βουλής ένιωσα το σπάνιο αίσθημα ότι ανήκω σε μια αποκλειστική λέσχη μόνο για μέλη, το καθένα με τη δική του ιδιαίτερη ταυτότητα. Διότι τι άλλο από ταυτότητα είναι το «ραμμένο» ή «ραφτό» ρούχο;
Η μύηση στο «sur mesure» μοιάζει με ιεροτελεστία, όπου ο μύστης σού παίρνει τα μέτρα και, εάν δεν υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στο βάρος, το πατρόν σου παραμένει το ίδιο, ακοίμητος φρουρός, όποτε χρειασθείς καινούργιο κουστούμι. Αλλά και εάν πάρεις ή χάσεις κιλά, ο ράφτης είναι εκεί για να κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις. Υπήρχε μια… αρχαία διαφήμιση που έλεγε «και στην ούγια να γράφει…».
Ακολουθούσε μια γνωστή εταιρεία έτοιμου ενδύματος. Δεν είναι λίγοι οι επιδειξιομανείς που ανοίγουν δήθεν ανέμελα το σακά – κι τους για να φανεί η επιγραφή, π.χ., Brioni ή Armani. Αυτή είναι η διαφορά με τους bespoke, για να χρησιμοποιήσω την αγγλική έκφραση του ραφτού. Οι τελευταίοι δεν έχουν ανάγκη να επιδείξουν την προέλευση του ενδύματός τους. Διαθέτουν την αυτοπεποίθηση της μοναδικότητας του ρούχου που φορούν.
του Χρήστου Ζαμπούνη