Ήμουν πέντε χρόνων όταν ταξίδεψα πρώτη φορά μόνος μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα έμπαινα σε αεροπλάνο, ήταν όμως η πρώτη φορά που θα ταξίδευα χωρίς την μητέρα μου.
Στο αεροδρόμιο και όσο περιμέναμε την αναγγελία της πτήσης, δεν σταμάτησα να κλαίω, γαντζωμένος πάνω της. Δάκρυα παντού μέχρι που εμφανίστηκε «εκείνη».
Η αεροσυνοδός που θα με συνόδευε στην πτήση. Γονάτισε προς το μέρος μου και μ’ένα γλυκό χαμόγελο με ρώτησε: – «Εσείς είστε ο επιβάτης μου;»
– «Εγώ είμαι» απάντησα, ρουφώντας τη μύτη μου.
– «Μα γιατί κλαίτε; Ένας μικρός πιλότος σαν εσάς δεν πρέπει να φοβάται».
Προτείνοντάς μου το δεξί της χέρι αναφώνησε : «Ελάτε Κυβερνήτα. Το αεροσκάφος σας, σας περιμένει».
Πολλά χρόνια αργότερα η μητέρα μου μου είπε ότι εκείνη την στιγμή κατάλαβε ότι μεγάλωνε αγόρι. Ούτε αντίο δεν της είπα φεύγοντας με την αεροσυνοδό.
Δεν ξέρω τι με μάγεψε περισσότερο. Η ομορφιά της, το pillbox καπέλο, τα λευκά γάντια ή ότι μ’έκανε να αισθάνομαι ο «κυρίαρχος του κόσμου».
Μεγαλώνοντας στη Ν. Αφρική θυμάμαι τον παππού μου κάθε φορά που έφτανε η πτήση της Ολυμπιακής στο Γιοχάνεσμπουργκ, να στέλνει λουλούδια στο ξενοδοχείο Carlton όπου διέμεναν τα πληρώματα.
Οι αεροσυνοδοί δεν ήταν για εμάς κάποιοι ανώνυμοι υπάλληλοι. Ήταν ο συνδετικός κρίκος με την Μητέρα Πατρίδα και τις θεωρούσαμε αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κοινότητας.
Ακόμα όμως και πίσω στην Ελλάδα, η σχέση που είχαμε με τις αεροσυνοδούς ήταν πολύ διαφορετική από τον υπόλοιπο κόσμο. Όποιος μεγάλωσε στην Ελλάδα του ’70 και του ’80 θυμάται πόσο δύσκολο και πόσο ακριβό ήταν να βρεις ορισμένα «αγαθά» όπως γυαλιά Rayban, αμερικάνικα τζιν, παπούτσια Sebago και κολόνια Kouros.
Όποιος είχε φίλη αεροσυνοδό, είχε ένα «παράθυρο» στον κόσμο.
Οι αεροσυνοδοί δεν περνούσαν από έλεγχο συναλλάγματος και έτσι είχαν τη δυνατότητα να κάνουν τις αγορές μας στη Νέα Υόρκη, όπου τα μαγαζιά στην εβραϊκή συνοικία πίσω από το Sheraton (όπου έμεναν τα πληρώματα της ΟΑ), κάπου στους 45 δρόμους και την 5η Λεωφόρο, έκαναν «χρυσές» δουλειές από τις παραγγελίες των «στερημένων» Ελλήνων.
Ο θαυμασμός όμως προς το επάγγελμα της αεροσυνοδού δεν ήταν αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, αλλά παγκόσμιο.
Είναι το πρώτο επάγγελμα που εξίσωσε τη γυναίκα στον ανδροκρατούμενο κόσμο της αεροπλοΐας και ταυτόχρονα, εντελώς παράδοξα, είναι το επάγγελμα που χειραγωγήθηκε «σεξιστικά» από τις διαφημιστικές και αεροπορικές εταιρείες περισσότερο από όλα τα επαγγέλματα της εποχής.
Αναπτύχθηκε παράλληλα με την αεροπορική βιομηχανία και η πρώτη αεροσυνοδός ήταν η Ellen Church, η οποία ήταν νοσοκόμα. Η E.C. είχε μεγάλη αγάπη για τα αεροπλάνα και ενώ η ίδια ήταν πιλότος, καμία αεροπορική εταιρεία δεν ήθελε να την προσλάβει.
Σ’ένα ραντεβού που είχε με τον Steve Simpson, διευθυντή της Boeing στο Σαν Φρανσίσκο, ο Simpson της πρότεινε την θέση της αεροσυνοδού. Σε μια επιστολή του προς το ΔΣ της Boeing αναφέρει: «Φανταστείτε την ψυχολογία των επιβατών εάν για μόνιμο πλήρωμα προσλάβουμε νεαρές, όμορφες νοσοκόμες. Το αντίκτυπο θα είναι τεράστιο. Επίσης, πόσο πιο ωραίο θα ήταν το σέρβις του φαγητού και γενικότερα η περιποίηση των επιβατών να γίνεται από γυναίκες».
Η πρακτική οι αεροσυνοδοί να είναι νοσοκόμες, γρήγορα υιοθετήθηκε από όλες τις αεροπορικές εταιρείες.
Ανάμεσα στα καθήκοντα των πρώτων αεροσυνοδών ήταν να κουρδίζουν το ρολόι του αεροπλάνου, να γνωρίζουν τα δρομολόγια των τρένων σε περίπτωση αναγκαστικής προσγείωσης και τέλος, να προσέχουν μήπως κάποιος επιβάτης άθελά του, ανοίξει την πόρτα του αεροπλάνου αντί της τουαλέτας.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’30 πάνω από 300 αεροσυνοδοί εργάζονταν σε αεροπορικές εταιρείες.
Τη δεκαετία του 1940, στα καθήκοντά τους, προστέθηκε το σφύξιμο των βιδών των καθισμάτων που είχαν λυθεί από τις δονήσεις του αεροσκάφους, να βοηθάνε το προσωπικό εδάφους να βάλει βενζίνη και να σταματάνε τους επιβάτες να πετάνε σκουπίδια από τα παράθυρα του αεροπλάνου (!).
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αεροσυνοδοί ήταν πιο χρήσιμες σαν νοσοκόμες στο μέτωπο και έτσι άνοιξε ο δρόμος στις εταιρείες να προσλαμβάνουν αεροσυνοδούς χωρίς να είναι απαραίτητα νοσοκόμες.
Τα «χρυσά» όμως χρόνια για τις flying attendants ξεκινούν το 1958, χρονιά που σηματοδότησε η μετάβαση στους κινητήρες Jet.
H Jet Age (εποχή) είχε ξεκινήσει και μαζί της μια καινούργια «κάστα» ανθρώπων, το λεγόμενο “Jet set”.
Οι Jetsetters ήταν ανώτερου κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου. Ταξίδευαν αεροπορικώς κυνηγώντας το καλοκαίρι και ήταν το “premium” πελατολόγιο των αεροπορικών εταιρειών.
Συνήθως ήταν εργένηδες playboys, γόνοι καλών οικογενειών και οι εταιρίες για να τους προσελκύσουν χρησιμοποίησαν το «υπέρτατο όπλο», την αεροσυνοδό.
Εκείνες έπρεπε να είναι νέες, όμορφες, ευγενικές, να μιλούν ξένες γλώσσες και διακριτικά μεν, εμφανώς δε, να «υπόσχονται» πολλά.
Σεξιστικό; Απόλυτα.
Ήταν όμως η πρώτη φορά που δόθηκε μια ευκαιρία στις γυναίκες να φέρονται σαν άνδρες, ακόμα και αν θεωρητικά είναι υποτιμητικό για την γυναίκα.
Ας μη με παρεξηγήσουν οι γυναίκες. Αυτό που εννοώ είναι ότι π.χ. για πρώτη φορά μια νεαρή κοπέλα από το Αλμπουρκέρκη μπορούσε αν ήθελε, να βγει για δείπνο με έναν άνδρα στο Παρίσι και την επομένη με έναν άλλο στη Ρώμη και την μεθεπόμενη, με άλλο στη Βηρυτό χωρίς έλεγχο.
Το να είναι αεροσυνοδός εκείνη την εποχή μια κοπέλα, ήταν ισοδύναμο του top model ή της ηθοποιού. Τέτοια αντιμετώπιση είχαν από το κοινό.
Οι αεροπορικές εταιρείες το εκμεταλλεύτηκαν βάζοντας αυστηρούς όρους στα συμβόλαια πρόσληψής τους.
Τα κορίτσια που ήθελαν να εργαστούν σαν αεροσυνοδοί έπρεπε να είναι μεταξύ 18-22 ετών και όρος ήταν να είναι ανύπαντρες, απαγορευόταν δε κατά την σταδιοδρομία τους να παντρευτούν και η παραβίαση του όρου ήταν λόγος για απόλυση. Η καριέρα τους τα πρώτα χρόνια δεν ήταν μεγάλη, καθώς οι εταιρείες τις απασχολούσαν μόνο μέχρι τα 32 χρόνια τους.
Η «υποσχετική» συμπεριφορά που ενθαρρυνόταν από τις αεροπορικές εταιρείες τονίστηκε και διαφημιστικά. Την δεκαετία του ’60, δεκαετία της σεξουαλικής επανάστασης, τα ερωτικά «υπονοούμενα» ήταν λίγο παραπάνω από υπονοούμενα.
Τα σλόγκαν “Coffee, tea or me” ή το “Fly me” που λάνσαρε η National αύξησαν τις πωλήσεις της κατά 26%.
Η PANAM, η μεγαλύτερη αεροπορική εταιρεία της εποχής, που κυριολεκτικά άλλαξε την αεροπλοΐα παγκοσμίως, ήταν η πρώτη που έδωσε τόσο μεγάλη σημασία στις αεροσυνοδούς.
Οι τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων εκείνη την εποχή ήταν είδος διατίμησης και ίδιες για όλες τις εταιρείες, οπότε ο ανταγωνισμός επικεντρωνόταν στις «παροχές».
Ο Juan Trippe, ιδρυτής και Πρόεδρος της PANAM, ένας πανέξυπνος και διορατικός άνθρωπος, γρήγορα κατάλαβε ότι οι αεροσυνοδοί της εταιρείας του ήταν ο «άσσος», που θα έκανε την PANAM να ξεχωρίσει. Αναγνώρισε ότι είναι το «δημόσιο πρόσωπο» της εταιρείας του και ήθελε να έχει τις καλύτερες. Ίδρυσε την πρώτη σχολή αεροσυνοδών, όπου οι υποψήφιες διδάσκονταν πως να στέκονται, ομιλούν, χαμογελούν, περπατούν, σερβίρουν, να δίνουν πληροφορίες, πωλούν αρώματα και γραβάτες και να κάνουν τον επιβάτη να αισθάνεται μοναδικός.
Υπήρχε αυστηρό πρωτόκολλο και κανονισμοί σχετικά με την ένδυση και τον καλλωπισμό. Όλες οι αεροσυνοδοί φορούσαν υποχρεωτικά κορσέ κάτω από την στολή και μάλιστα υπήρχε και ελεγκτής στολών, ώστε καμία να μην το «ξεχάσει». Το μήκος των μαλλιών ήταν συγκεκριμένο και τα καλλυντικά επίσης.
Η εταιρεία είχε ειδική συμφωνία με τον Οίκο Elizabeth Arden για τα προϊόντα μαλλιών και με την Revlon για καλλυντικά. Το επίσημο βερνίκι νυχιών ήταν το Persian melon και το επίσημο κραγιόν, το Ruby cherry.
Η PANAM είχε εξασφαλίσει για catering το διασημότερο εστιατόριο του κόσμου, το Maxim’s, οπότε το σέρβις έπρεπε να είναι αντίστοιχο του εστιατορίου. Οι αεροσυνοδοί έκαναν μαθήματα δίπλα στους καλύτερους σεφ, ώστε να μάθουν τα πάντα για την κοπή του ροζ-μπιφ ή για τα τυριά της Αλσατίας και τα κρασιά της Προβηγκίας.
Όση όμως και να είναι η εκπαίδευση μιας αεροσυνοδού, όσο όμορφη κι αν είναι, το πρώτο πράγμα που κάποιος προσέχει πάνω τους, αυτό που τις κάνει να ξεχωρίζουν από άλλα επαγγέλματα, αυτό που εκατομμύρια άνδρες σ’όλο τον κόσμο έχουν κατά καιρούς φαντασιωθεί, είναι η στολή τους.
Οι πρώτες στολές ήταν λιτές, αυστηρές και έμοιαζαν πολύ με στρατιωτική ενδυμασία. Η εξέλιξη τους ήρθε αρκετά αργότερα και ξεκίνησε από τις ιδιωτικές εταιρείες όπως η PANAM και η BRANIFF, η οποία το 1966 ανάθεσε στον κορυφαίο σχεδιαστή μόδας Emilio Pucci να σχεδιάσει την στολή που κανένας μέχρι σήμερα δεν έχει ξεπεράσει.
Ψυχεδελικά σχέδια, φουτουριστικά καπέλα, ακόμα και μια διάφανη φουσκωτή «μπουρμπουλήθρα» σαν κράνος αστροναύτη, έκαναν τον κόσμο σε πολλά αεροδρόμια να χάσει την πτήση του.
Στην Ελλάδα, τις πρώτες στολές της Ολυμπιακής Αεροπορίας τις σχεδίασε η Coco Chanel.
Αργότερα, την δεκαετία του ΄80 στολές για την ΟΑ σχεδίασαν και οι Billy Bo και ο Tseklenis.
Σήμερα, ο τρόπος με τον οποίο ταξιδεύουμε έχει αλλάξει ριζικά. Τα χρυσά χρόνια της αεροπλοΐας είναι μια ρομαντική, μακρινή ανάμνηση για όσους έζησαν εκείνη την εποχή. Όταν η «αίγλη» του ταξιδιού ξεκινούσε με την πτήση προς τον προορισμό και όχι με την άφιξη σ’αυτόν.
Την εποχή που οι κύριοι φορούσαν κοστούμι για να ταξιδέψουν και οι κυρίες δεν πήγαιναν πουθενά χωρίς το νεσεσέρ τους.
Τότε που ανυπομονούσαμε πότε θα σβήσει η επιγραφή no smoking και επιτέλους να ανοίξουμε το στρογγυλό μαύρο κουτί John Player Special που αγοράσαμε στο Duty-free.
Μια εποχή χωρίς wifi και οθόνες στα προσκέφαλα των καθισμάτων, τότε που μετά το φαγητό έπεφτε η μεγάλη λευκή οθόνη στον κεντρικό διάδρομο για να παρακολουθήσουμε μια ξένη ταινία που θα παιζόταν στις ελληνικές αίθουσες έξι μήνες αργότερα.
Από τότε μέχρι σήμερα τα αεροπορικά ταξίδια έγιναν γρηγορότερα, τα εισιτήρια φθηνότερα, οι έλεγχοι ασφαλείας αυστηρότεροι, τα αεροδρόμια αφιλόξενα, το παρκινγκ ακριβότερο και μέσα στο αεροπλάνο δεν μπορείς να πάρεις ούτε την κολόνια σου.
Το μόνο που δεν έχει αλλάξει είναι η γοητεία της αεροσυνοδού, που περιμένει στο gangway με χαμόγελο, τους επιβάτες της. Αυτή η «ξένη» γυναίκα που όμως αισθάνεσαι ότι την γνωρίζεις, που πίσω από την στολή που φοράει για όσο χρόνο θα σε ταξιδέψει, θα είναι η «μαμά» σου, η «σύντροφος», η φίλη σου, αυτή που θα σε σκεπάσει με την μικρή κουβερτούλα όταν σε πάρει ο ύπνος και θα σε ξυπνήσει με coffee or tea;
Θα σε καθησυχάσει αν σε πιάσει κρίση πανικού γιατί φοβάσαι τα αεροπλάνα, θα σου πει πιο metro να πάρεις φτάνοντας στο αεροδρόμιο και που είναι οι καλές αγορές.
Είναι η «άγνωστη» που για κάποιο περίεργο λόγο δεν θα διστάσεις να της μιλήσεις για πρόσωπα και πράγματα που δεν γνωρίζει και εάν ο χρόνος που θα μπει στη ζωή σου, ξεπεράσει αυτόν του ταξιδιού, είναι αυτή που θα θυμάσαι κάθε φορά που θα πετάς.
Για την Μαριλού
από τον Μισέλ Νικολαρέα