H τελετή διήρκεσε οκτώ λεπτά και στοίχισε επτά δολάρια. Η νύφη είχε διαλέξει ένα μοβ φόρεμα, ενώ ο γαμπρός φόρεσε ένα μπλέιζερ με λευκό παντελόνι.
Όταν ο δικαστής της Νεβάδα τούς ερώτησε εάν δέχονται ο ένας τον άλλο για σύζυγο, απήντησαν «yes», στην αγγλική. Το ημερολόγιο έγραφε 14 Ιουλίου 1966. Όλα είχαν γίνει γρήγορα και κρυφά. Στις αρχές του ιδίου καλοκαιριού, η Μπριζίτ Μπαρντό φτάνει στο Saint Tropez, μόνη. Ο αρραβωνιαστικός της εποχής, ο Μπομπ Ζαγκουρί, έχει παραμείνει στο Παρίσι, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων.
Ένα βράδυ, στο εστιατόριο της φίλης της Πικολέτ, παρατηρεί στο διπλανό τραπέζι τον Γκίντερ Ζακς. Δεν γνωρίζει ποιος είναι, αλλά εντυπωσιάζεται από την αρχοντική θωριά του. Η Πικολέτ τούς συστήνει και λίγη ώρα αργότερα, αφού πέρασαν από το «Papagayo» για ένα ποτό, κατευθύνονται, ο καθένας οδηγώντας τη «Rolls-Royce» του, στο ξενοδοχείο Hotel de la Ponche. Όπως εξομολογήθηκε, χρόνια αργότερα, στα απομνημονεύματά του ο Ζακς, η Μπαρντό δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι της, διότι είχε «πολύ κόσμο». Τι ειρωνεία! Το ζευγάρι που μόλις δημιουργήθηκε διαπιστώνει ότι είναι γείτονες. «Όσο σκέφτομαι ότι επί τόσα χρόνια βλέπαμε τους ίδιους ανθρώπους, πηγαίναμε στα ίδια μέρη και δεν είχαμε ποτέ γνωριστεί. Γιατί γνωριστήκαμε φέτος; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει, αλλά είμαι σίγουρη ότι ήταν γραφτό», θα γράψει στα δικά της απομνημονεύματα η Μπριζίτ.
Aπό την επόμενη ημέρα θα γίνουν αχώριστοι. Όπως τραγουδάει η Φρανσουάζ Αρντί στην επιτυχία της εποχής «Tous les garçons et les filles de mon age» –«Όλα τα αγόρια και τα κορίτσια της ηλικίας μου»– περπατάνε χέρι χέρι και κοιτιούνται στα μάτια, «et la main dans la main et les yeux dans le yeux». Δεν φοβούνται τα φλας των φωτογράφων που έχουν σπεύσει στο μικρό ψαροχώρι της Νοτίου Γαλλίας. Η ένωσίς τους γίνεται πρωτοσέλιδη στα ευρωπαϊκά έντυπα. Οι τίτλοι είναι πηχυαίοι. Ο Γερμανός δισεκατομμυριούχος playboy και η απόλυτη σταρ του σινεμά.
Στο εστιατόριο της Πικολέτ, ο Γκίντερ κάνει το τολμηρό βήμα. Προσφέρει στην αγαπημένη του τρία βραχιόλια στα χρώματα της γαλλικής σημαίας: μπλε, λευκό, κόκκινο, δηλαδή με ζαφείρια, διαμάντια και ρουμπίνια. Ο συμβολισμός είναι ισχυρός. Η Β.Β. (Μπε Μπε), όπως την αποκαλούν χαϊδευτικά οι συμπατριώτες της, έχει «δανείσει» το πρόσωπό της για τις προτομές της Γαλλικής Δημοκρατίας που κοσμούν όλα τα δημόσια κτίρια. Η πρόταση γάμου εμπεριέχει το στοιχείο της βιασύνης. Μετά ακριβώς από επτά ημέρες, ο κύριος Σαρ και η κυρία Μορντά –αυτά είναι τα ψευδώ- νυμά τους– επιβιβάζονται στο αεροπλάνο που θα τους οδηγήσει στο Λος Άντζελες. Ένα «σύνταγμα» δημοσιογράφων τούς περιμένει στο ξενοδοχείο Beverly Hills Hotel, όπου νοίκιασαν μια καμπάνα. Τα σχέδια όμως των μελλονύμφων είναι διαφορετικά. Μόλις αποβιβάζονται από το αεροπλάνο της γραμμής, ο Γκίντερ και η Μπριζίτ μεταβαίνουν σε έναν διπλανό αεροδιάδρομο και επιβιβάζονται στο ιδιωτικό τζετ του Έντουαρντ Κένεντι. Προορισμός τους, το Λας Βέγκας. Ο λόγος της τόσο μακρινής επιλογής είναι απλός: η Καθολική Εκκλησία επιτρέπει μόνο έναν γάμο, και η Β.Β. μέχρι στιγμής έχει κάνει δύο.
Eξίσου μακρινό θα είναι και το ταξίδι του μέλιτος, στη Γαλλική Πολυνησία – Ταϊτή. Η επιστροφή του ζευγαριού στην καθημερινότητα θα δημιουργήσει τα πρώτα σύννεφα στη σχέση τους, Η Μπριζίτ δεν θέλει να μετακομίσει στο σπίτι του συζύγου της. Επίσης, δεν θέλει να παραστεί στο Φεστιβάλ των Καννών για την προβολή της νέας ταινίας της, που χρηματοδότησε ο Γκίντερ. Βλέπονται σπάνια και, όταν συναντιούνται, διαφωνούν για τον κοινό τρόπο ζωής τους. Η Μπριζίτ ονειρεύεται τη φύση και την απομόνωση. Ο Γκίντερ θέλγεται από τον κοινωνικό ανε- μοστρόβιλο. Οι απιστίες δεν θα αργήσουν. Η Μπριζίτ γνωρίζει σε μια τηλεοπτική εκπομπή τον Σερζ Γκενσμπούρ. Μετά τη συνεύρεσή τους θα της γράψει το τραγούδι «Je t’ aime, moi non plus».
Το τραγούδι θα μείνει κλειδωμένο στο συρτάρι, από τον φόβο του σκανδάλου. Το διαζύγιό τους θα είναι συναινετικό. Και οι δύο θα ξαναπαντρευτούν. Τον Μάιο του 2011, γνωρίζοντας ότι η ασθένεια από την οποία είχε προσβληθεί, το Αλτσχάιμερ, δεν θεραπεύεται, ο κληρονόμος της αυτοκινητοβιομηχανίας Opel θα αυτοκτονήσει με μία σφαίρα στο κεφάλι. Ήταν 78 ετών. Σε όλες τις συνεντεύξεις της μετά το διαζύγιο, η Μπριζίτ Μπαρντό μιλούσε με τα καλύτερα λόγια. Ήταν ο μόνος που της φέρθηκε τόσο καλά, ακόμα και μετά τον χωρισμό τους, ότι ήταν αυτός που τη βοήθησε να στήσει το ίδρυμά της για την προστασία των ζώων, και όταν θέλησε να πουλήσει τα βραχιόλια που της είχε χαρίσει, τα αγόρασε εκείνος και της έδωσε χρήματα για τη Fondation Brigitte Bardot.
του Χρήστου Ζαμπούνη