του Μισέλ Νικολαρέα
Adieu, l’Ami
Γυμνοί από τη μέση και πάνω, χωρίς πουκάμισα, ιδρωμένοι, καταπονημένοι, αφυδατωμένοι, στα πρόθυρα της έκρηξης, δύο άνδρες βρίσκονται κλειδωμένοι στο υπόγειο μιας τράπεζας. Η σύγκρουση δύο χαρακτήρων και δύο κόσμων αποτυπώνεται ωμά με ελάχιστο, σχεδόν ανύπαρκτο, διάλογο μεταξύ τους. Αυτή είναι μία από τις πιο δυνατές σκηνές του σύγχρονου κινηματογράφου από την ταινία «Adieu l’Ami» με πρωταγωνιστές τους Charles Bronson και Alain Delon.
O Charles Bronson δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό του ηθοποιό. Δεν πήγε σε δραματική σχολή. Η ηθοποιία ήταν κάτι που του έβγαινε εύκολα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Όταν τον αποκαλούσαν ηθοποιό, αισθανόταν άβολα και ενοχικά, σαν να είχε πει ψέματα. «Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένα προϊόν, όπως ένα κέικ ή ένα σαπούνι το οποίο πρέπει να πουληθεί στην καλύτερη τιμή». Αυτή ήταν η αντίληψη που είχε ο Charles Bronson για τον ίδιο. Μπορεί ν’ ακούγεται ταπεινή, αλλά στην ουσία δεν είναι. Ο Bronson θεωρούσε τον εαυτό του πάνω από όλα απλώς επαγγελματία, που έκανε σωστά τη δουλειά του χωρίς να έχει τον εγωισμό του ηθοποιού.
Εκτός από την περηφάνια που είχε γι’ αυτό που έκανε, η «δουλειά» για τον ίδιο ήταν σημαντική όχι για το αποτέλεσμα της ταινίας, για την τέχνη δηλαδή, αλλά γιατί ήταν το μέσο που μπορούσε να προσφέρει μια εξαιρετικά άνετη ζωή για τον ίδιο και την οικογένειά του. Γεννήθηκε το 1921 στο Ehrenfeld της Πενσιλβάνια, μια σκληρή περιοχή της Αμερικής, γνωστή για τα ανθρακωρυχεία της. Ο Bronson, που είχε καταγωγή από τη Λιθουανία, ήταν το ενδέκατο από τα δεκαπέντε παιδιά της οικογένειας Buchinsky και το μόνο που τελείωσε το Γυμνάσιο. Όταν έχασε τον πατέρα του, που ήταν ανθρακωρύχος, στην ηλικία των 10 ετών, άρχισε και αυτός να δουλεύει στα ορυχεία.
Τα παιδικά του χρόνια μόνο παιδικά δεν ήταν.Όταν του ήρθε ειδοποίηση να παρουσιαστεί στον στρατό, ήταν γι’ αυτόν κάτι σαν θείο δώρο. «Ήμουν καλοταϊσμένος, καλοντυμένος και μπόρεσα να βελτιώσω τα Αγγλικά μου. Όταν παρουσιάστηκα, ήταν τόσο άσχημα τα Αγγλικά μου, που όλοι νόμιζαν ότι είμαι ξένος και όχι Αμερικανός». Αργότερα, εκτός από καλά Αγγλικά, ο Charles Bronson έμαθε να μιλάει και Ισπανικά. Μετά τον πόλεμο, γύρισε πίσω στην πόλη του, αλλά όχι στα ορυχεία. Μια μέρα αποφάσισε να μετακινηθεί στη Νέα Υόρκη με σκοπό να γίνει ηθοποιός. Όσο λιγομίλητος ήταν στις ταινίες του τόσο ήταν και στη ζωή. «Με διασκεδάζουν περισσότερο οι σκέψεις μου από αυτές των άλλων. Δεν με νοιάζει ν’ απαντώ, αλλά σε μια συζήτηση φτάνει κάποια στιγμή που παύω να μιλάω και ακούω μόνο. Στα κινηματογραφικά πλατό πάντα καθόταν μόνος, δεν έκανε παρέα με άλλους συναδέλφους του και ήταν απόμακρος. «Όταν βρίσκομαι σε δημόσιους χώρους, προσπαθώ να κρυφτώ. Να είμαι όσο περισσότερο ήσυχος γίνεται. Δεν κρύβομαι πίσω από πόρτες ή κολόνες, απλώς προσπαθώ να είμαι απρόσιτος». Στην Ευρώπη, στην Ασία και στη Μέση Ανατολή ήταν ο ηθοποιός με το μεγαλύτερο κασέ. Η ειρωνεία είναι ότι, ενώ γύρισε τις μεγαλύτερες και εμπορικότερες ταινίες του στην Ευρώπη, στην Ιαπωνία νόμιζαν ότι είναι αμερικανικές και στην Αμερική τις θεωρούσαν ξένες. Όταν ρωτήθηκε ο παραγωγός Walter Mirisch, απάντησε: «Μπορεί κάποιοι άλλοι ηθοποιοί να παίρνουν περισσότερα ανά ταινία, αλλά ο Charles γυρίζει περισσότερες ταινίες από όλους και καμία δεν είναι εισπρακτική αποτυχία». Έφυγε από τη Νέα Υόρκη και πήγε στην Ανατολική Ακτή. Ο πρώτος του ρόλος ήταν στο «You’re in the Navy Now». Ακολούθησαν κι άλλοι, αλλά μικροί ρόλοι. Για πολλά χρόνια έπαιζε τον «βαρύ», τον Ινδιάνο, τον Ρώσο κατάσκοπο. Δούλευε πολύ, αλλά η καριέρα του δεν προχωρούσε, γι’ αυτό πήγε στην Ευρώπη, που θεωρούσε ότι ήταν πιο ανοιχτόμυαλη και δεν ακολουθούσε στερεότυπα. Δούλεψε χρόνια στη Γηραιά Ήπειρο, αλλά αρνιόταν να μείνει εκεί. Πάντα κρατούσε το σπίτι του στην Αμερική. Στην Ευρώπη γνώρισε και τη γυναίκα του Jill Ireland κατά τα γυρίσματα μιας ταινίας στη Γερμανία, το 1968. Ήταν πιστός σύζυγος, οικογενειάρχης και αγαπούσε πολύ τα παιδιά του. Μπορεί το νεότερο Χόλιγουντ να πλάσαρε τον Bruce Willis σαν τον ήρωα που είναι «πολύ σκληρός για να πεθάνει», όλοι όμως ξέρουμε ποιος πραγματικά ήταν πολύ σκληρός. Ο Λιθουανός με τα σκιστά μάτια και το βλέμμα της γάτας που έχει φερμάρει το θήραμά της. Ανθρακωρύχος,στρατιώτης, ηθοποιός, σύζυγος, πατέρας.
«Έμεινα στη Νέα Υόρκη και έπαιξα σε κάτι παραστάσεις. Ακόμα δεν ήμουν σίγουρος εάν ήθελα να γίνω ηθοποιός. Έμενα μόνος μου σ’ ένα διαμέρισμα, είχα καλό μεροκάματο. Κανείς όμως δεν με είχε προσέξει. Έπαιξα σε παραστάσεις που ούτε τις θυμάμαι. Κανείς δεν τις θυμάται. Είχα παίξει σε κάτι του Μολιέρου, ούτε ξέρω πώς λέγεται».