Πώς μια συνάντηση στο 40ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών άλλαξε το παιχνίδι και τη ζωή μας.
του Χρήστου Ζαμπούνη
Sergio Leone
Η απόσταση ανάμεσα στην Παναγία των Παρισίων και την Κρουαζέτ είναι περί τα 940 χιλιόμετρα. Σήμερα το βρίσκεις αμέσως μέσω της Google. Τότε, έπρεπε να συμβουλευθούμε τον Guide Blue της Cote d’Azur. Το ημερολόγιο έγραφε 5 Μαΐου 1987, όταν ξεκινήσαμε με ενθουσιασμό από τη γαλλική πρωτεύουσα με προορισμό τις Κάννες. Είχαμε καθυστερήσει κατά τι στην ώρα αναχωρήσεως, λόγω εορτασμών στο «Bains Douches». Όταν όμως άνοιξα τη σκεπή της «Πηνελόπης» – έτσι είχα βαπτίσει το Volkswagen decapotable του 1972 που οδη- γούσα, επειδή ήταν η μόνη που με περίμενε πάντα–, ξυπνήσαμε για τα καλά. Η διαδρομή στην Autoroute du Soleil, τον Αυτοκινητόδρομο του Ηλίου, διήρκεσε ακριβώς 12 ώρες. Ήταν περασμένα μεσάνυκτα όταν αφήναμε βιαστικά τις αποσκευές μας στο ταπεινό Hotel de France, επί της Rue d’Antibes, όπου μας είχε κρατήσει δωμάτια για να μείνουμε το τουριστικό γραφείο από την Αθήνα. Λίγα λεπτά αργότερα, πίναμε την πρώτη μας σαμπάνια στο μπαρ του Majestic, ενός ξενοδοχείου πέντε αστέρων απέναντι από το Palais de Festival. Λόγω αγνοίας των ενδυματολογικών κανόνων, δεν φροντίσαμε να αλλάξουμε ρούχα και να είμεθα λίγο πιο καταλλήλως habilles, αλλά μαθαίναμε γρήγορα.
Από την επομένη, δεν θα βγάλουμε από πάνω μας τα smokings, την επίσημη στολή του Φεστιβάλ. Είμεθα άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, εάν εξαιρέσουμε τη Ροζίτα Σώκου, η οποία καλύπτει, απ’ ό,τι μαθαίνουμε, την εν λόγω διοργάνωση από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Την πληροφορία μάς κοινοποιεί η γραμματεία του Φεστιβάλ, όταν πηγαίνουμε την επομένη το πρωί για τις διαπιστεύσεις μας.
Faye Dunaway
Με απογοήτευση αντιλαμβανόμεθα ότι η γαλάζια κάρτα μας επιτρέπει την είσοδο μόνο στις δημοσιογραφικές προβολές, η κυριότερη εκ των οποίων είναι η πρωινή, στις οκτώ προ μεσημβρίας, εάν ενθυμούμαι καλώς. Η έτερη είναι απογευματινή, την ώρα του déjeuner, ενώ για την επίσημη βραδινή προβολή χρειάζεται ειδική πρόσκληση ή άλλου χρώματος κάρτα. Δεν είναι σωστό να εξηγήσω πώς προμηθευθήκαμε τις τρεις VIP κάρτες, διότι αντίκειται στους κανόνες καλής συμπεριφοράς να επαίρεται κανείς για τον εαυτό του. Εκείνο που έχει σημασία εί- ναι ότι στις δύο εβδομάδες που διήρκεσε το Φεστιβάλ ζήσαμε σαν βασιλιάδες. Η επίδειξη της χρυσής πλαστικοποιημένης ταυτότητος μας άνοιξε όλες τις πόρτες, ιδίως των δεξιώσεων στις επαύλεις και στις θαλαμηγούς.
Ξεκίνησε, τότε, μια ενδιαφέρουσα περιπέτεια με τους αδελφούς Ρασσιά, τον Βαγγέλη και τον Άγγελο, η οποία διήρκεσε σχεδόν μία δεκαετία, όσο περίπου και το κραταιό εκδοτικό συγκρότημα «Γραμμή ΑΕ» του Γιώργου Κοσκωτά, του οποίου ήμασταν ανταποκριτές στη Γαλλία. Έως τότε, οι ελάχιστοι Έλληνες απεσταλμένοι από την Αθήνα ήταν κυρίως κριτικοί κινηματογράφου εφημερίδων, άρα παρουσίαζαν μόνο τις ταινίες και έγραφαν τη γνώμη τους γι’ αυτές. Η δική μας διαφοροποίηση συνίστατο στο ότι επικεντρωθήκαμε στις συνεντεύξεις των πρωταγωνιστών των ταινιών, κατά πρώτο λόγο των ηθοποιών και κατά δεύτερον των σκηνοθετών. Το εγχείρημα δεν ήταν διόλου δεδομένο. Η Ελλάδα αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί μια μικρή αγορά για την παγκόσμια κινηματογραφική βιομηχανία.
Isabella Rossellini
Οι εταιρείες παραγωγής, κυρίως του Χόλιγουντ, που διοργανώνουν τις συνεντεύξεις των σταρ επέλεγαν και συνεχίζουν να επιλέγουν μεγάλα έντυπα ή τηλεοπτικά δίκτυα από ισχυρές αγορές, όπως π.χ. οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρεττανία ή η Γαλλία. Επιπλέον, προτιμούσαν και συνεχίζουν να προτιμούν τις τηλεοπτικές συνεντεύξεις, για τον απλούστατο λόγο ότι διαρκούν λιγότερο χρόνο, ενώ μια αντίστοιχη για περιοδικό διαρκεί τουλάχιστον μισή ώρα. Τύχη αγαθή μάς έφερε στα πρώτα μας βήματα να έχουμε την υποστήριξη των Ελλήνων διανομέων, όπως ο Γιώργος Σπέντζος της Twentieth Century Fox. Παραλλήλως, ξημεροβραδιαζόμασταν στις σουίτες που είχαν νοικιάσει για την περίσταση οι κολοσσοί του Χόλιγουντ, αλλά και οι ευρωπαϊκές εταιρείες παραγωγής, στα palaces των Καννών, ήτοι στο Carlton, στο Majestic και στο Martinez.
Ένα δίκτυο προσωπικών γνωριμιών με ατζέντηδες και παραγωγούς μάς έδωσε τη δυνατότητα να εισχωρήσουμε δειλά δειλά στον ερμητικά κλειστό κόσμο του κινηματογραφικού star system. Με το θράσος της νιότης, δεν ντρεπόμασταν να απευθυνθούμε, χωρίς να μας συστήσει κανείς, σε όποιον διάσημο αναγνωρίζαμε. Έτσι, για να αναφέρω ενδεικτικώς δύο παραδείγματα, κάναμε τη συνέντευξη του Εμίρ Κουστουρίτσα, τον οποίο πετύχαμε στο ασανσέρ, και του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ο οποίος διάβαζε ανέμελος την εφημερίδα του δίπλα μας σ’ ένα café. Για να είμεθα ειλικρινείς, ορισμένες συνεντεύξεις ήσαν ομαδικές, με απεσταλμένους άλλων μικρών χωρών, όμως είχαμε τη δυνατότητα να διατυπώσουμε ερωτήματα του τύπου «εάν έχετε επισκεφθεί την Ελλάδα» ή τι σημαίνει η χώρα μας και ο πολιτισμός μας για σας». Οι απαντήσεις έκρυβαν συχνά εκπλήξεις, όπως συνέβη με τον Ρομπέρτο Μπενίνι, ο οποίος άνοιξε το πορτοφόλι του και μας έδειξε, τσαλακωμένο δίπλα στα χαρτονομίσματα, το ποίημα του Καβάφη «Η πόλις», που διάβαζε ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Sean Penn
Την ώρα που διαλέγαμε τις φωτογραφίες, ο Βαγγέλης Ρασσιάς μού υπενθύμισε το περιστατικό με την Κάμερον Ντίαζ, την οποία προσπαθούσε να προμοτάρει η εταιρεία παραγωγής της ως ανερχόμενο αστέρι, και εμείς διστάζαμε να τη συμπεριλάβουμε στα ραντεβού μας, υπό τον φόβο ότι δεν θα δημοσιευθεί σε κανένα περιοδικό της «Γραμμής». Τελικώς, για λόγους αβροφροσύνης, όπως έλεγαν παλαιότερα, ή δημοσίων σχέσεων όπως λένε σήμερα, τη φωτογραφίσαμε και η αποκλειστική συνέντευξή της παραμένει ακόμη στο συρτάρι μου.
Ο Βαγγέλης Ρασσιάς στις Κάννες