του Μισέλ Νικολαρέα
H ιστορία του διάπλου του Ατλαντικού με εμπορικά πλοία είναι τόσο παλιά, όσο η ανακάλυψη της Αμερικής από τον Χριστόφορο Κολόμβο. Η επανεκκίνησή της, όμως, έχει ως ορόσημο το έτος 1860, χρονιά καθέλκυσης του «Μεγάλου Ανατολικού», του μεγαλύτερου «τροχήλατου» ατμόπλοιου που είχε κατασκευαστεί ποτέ, με μήκος 211 μ., πλάτος 37 μ., βύθισμα 18 μ. και εκτόπισμα 32.160 τόνων. Τα πλοία που θα κατασκευάζονταν εφεξής δεν ήταν απλά μέσα μεταφοράς, αλλά «εθνικά» σύμβολα πανίσχυρων κρατών. Σε μια Ευρώπη όπου άνθιζε ο εθνικισμός, ήταν υπόθεση γοήτρου για ένα κράτος να έχει τα μεγαλύτερα και ταχύτερα πλοία στον στόλο του.
Ο Ιούλιος Βερν, ένας από τους πιο διάσημους επιβάτες στον «Μεγάλο Ανατολικό», περιγράφοντας το ταξίδι του στο μυθιστόρημα «Πλωτή Πολιτεία» («Une Ville Flottante», 1871), θα γράψει σχετικά: «Περισσότερο από ένα “κήτος”, μια πλωτή πολιτεία, είναι ένα κομμ άτι της χώρας που έχει “αποσχιστεί” από το βρετανικό έδαφος. Ο “Μέγας Ανατολικός” δεν είναι ένα ναυτικό μηχανικό θαύμα, αλλά ένας μικρόκοσμος εντός του οποίου ο επιβάτης θα γνωρίσει τα ένστικτα, την τρέλα και το πάθος της ανθρώπινης φύσης».
Σε έναν κόσμο που άλλαζε ραγδαία λόγω της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, πολλά από τα θαύματα της μοντέρνας μηχανικής εφαρμόστηκαν με μεγάλη επιτυχία στα πλοία που ναυπηγήθηκαν εκείνη την εποχή. Οι επιβάτες στο παρθενικό ταξίδι του «America» θα αντίκριζαν με θαυμασμό τον ανελκυστήρα του οποίου ο χειριστής όχι μόνο σημείωνε τις διαδρομές, αλλά με υπερηφάνεια ανακοίνωνε στους επιβάτες τον αριθμό των διαδρομών που συνολικά έκανε στο ταξίδι – 1.825 συγκεκριμένα. Τα χρυσά χρόνια της ατμοπλοΐας συνέπεσαν με τα χρόνια της μεγάλης μετανάστευσης από την Ευρώπη προς την Αμερική.
Η εταιρεία White Star, πλοιοκτήτρια του «Τιτανικού», η French Line, η Hamburg-America Line και η Cunard Line είναι οι εταιρείες που θα κυριαρχήσουν στο πέρασμα του Ατλαντικού, μεταφέροντας εκατομμ ύρια επιβάτες από την Ευρώπη στην Αμερική, συναγωνιζόμενη η μία την άλλη στο μέγεθος, στην ταχύτητα και στην πολυτέλεια στα πλοία που «έχτιζαν». Ήταν τέτοιος ο ανταγωνισμός μεταξύ αυτών των εταιρειών, που η ναυπήγηση κάθε νέου πλοίου ήταν γεγονός που διαφημιζόταν από τα μέσα ενημέρωσης της εποχής. «Τα δύο νέα υπερωκεάνια της εταιρείας White Star, τα οποία θα είναι μεγαλύτερα από κάθε πλοίο που έχει ναυπηγηθεί μέχρι σήμερα, θα καθελκυστούν στο Μπέλφαστ τον προσεχή Ιούνιο. Τα ονόματα αυτών θα είναι “Ολύμπικ” και “Τιτανικός”». Η αναφορά αυτή είναι από πρωτοσέλιδη δημοσίευση στους New York Times στις 23 Απριλίου του 1908.
H ταχύτητα ήταν σημαντική και το πλοίο που θα έκανε τον πιο γρήγορο διάπλου του Ατλαντικού κέρδιζε την τιμητική διά- κριση «Blue Riband» και μαζί τη «μερίδα του λέοντος» στην αγορά εισιτηρίων. Όσες εταιρείες δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν στην ταχύτητα έριχναν το βάρος τους στο μέγεθος του πλοίου και στην πολυτέλεια. Η έμφαση στην πολυτέλεια ήταν ένα μέσο που χρησιμοποιούσαν οι πλοιοκτήτριες εταιρείες, ώστε οι επιβάτες να ξεχάσουν ότι βρίσκονται εν πλω. Ένα αεροπορικό ταξίδι σήμερα από το Λονδίνο στη Νέα Υόρκη διαρκεί περίπου έξι ώρες. Το 1912, το ίδιο ταξίδι με υπερωκεάνιο χρειαζόταν μία εβδομάδα. Σκοπός των εταιρειών ήταν να δημιουργήσουν ένα «οικείο» περιβάλλον για τους επιβάτες τους, αυτό των υπερπολυτελών ξενοδοχείων που θα έμεναν προ και άμα τη αφίξει. Μια «γέφυρα» τρόπον τινά μεταξύ ξενοδοχείων. Για τον σκοπό αυτόν επιστρατεύτηκαν επιφανείς αρχιτέκτονες της εποχής. Η Hamburg-America Line ανέθεσε στον Charles-Frederic Mewes, αρχιτέκτονα των ξενοδοχείων Ritz στο Παρίσι και στο Λονδίνο, τον σχεδιασμό των δημόσιων χώρων για τα πλοία της «S.S. Imperator» και «S.S. Vaterland». Αντιστοίχως, η εταιρεία Cunard έφερε 300 Παλαιστίνιους τεχνίτες στη Βρετανία να φιλοτεχνήσουν όλα τα ξυλόγλυπτα του «Mauritania». Όταν η Cunard ανεπιτυχώς προσπάθησε να τον «κλέψει», απευθύνθηκε στον συνέταιρό του, Arthur Davies, για τον σχεδιασμό του «RMS Aquitania», το 1914. Η εμμ ονή που είχαν οι πλοιοκτήτριες εταιρείες με το ξενοδοχειακό «design» της εποχής οδήγησε τον κριτικό τέχνης Bernard Berenson να ονομάσει το «φαινόμενο» αυτό «Ritzonia». Ήταν μια «χρυσή» εποχή «αισθητικής» υπερβολής. Ήταν η εποχή που οι τουαλέτες στην Α΄ θέση των υπερωκεάνιων ήταν επάργυρες και οι επιβάτες της ταξίδευαν μαζί με τις υπηρέτριές τους και εκείνες με τις βοηθούς τους.
Η εποχή που όπως χαρακτηριστικά είχε γράψει ένας «χρονογράφος»: «Στο τραπέζι του δείπνου, σε οποιαδήποτε τραπεζαρία της Α΄ θέσης, δεν χρειαζόταν ποτέ να ζητήσεις να σου δώσουν το αλάτι. Πάντα κάποιος περίμενε όρθιος πίσω σου και σ’ το είχε δώσει πριν προλάβεις να το σκεφτείς». Στα πρώτα χρόνια της ναυσιπλοΐας, οι ναυπηγοί επικεντρώθηκαν στο να σχεδιάσουν τα μεγαλύτερα και ταχύτερα πλοία που θα είχαν κατασκευαστεί ποτέ, χρησιμοποιώντας τις νέες τεχνολογίες της εποχής και καινοτόμες πρακτικές και εφαρμογές, αγνοώντας όμως πλήρως τις κοινωνικές αλλαγές που ανέτελλαν τόσο στην Ευρώπη όσο και στον Νέο Κόσμο. Στον ανδροκρατούμενο κόσμο της ναυτιλίας φυσούσε ακόμη «βικτωριανός αέρας». Αρκεί κανείς να δει το αρχιτεκτονικό «σκαρίφημα» ενός πλοίου της εποχής, όπως το «Olympic» της εταιρείας White Star –πλοιοκτήτριας και του διάσημου «Τιτανικού»–, για να καταλάβει τις κοινωνικο-σεξουαλικές προκαταλήψεις της εποχής.
Για παράδειγμα, το ανδρικό καπνιστήριο (cigar room) υπήρχε ως δημόσιος χώρος στα πλοία ήδη σαράντα χρόνια όταν κατασκευάστηκε το «Olympic», το 1911. Στο «Olympic», ήταν το μεγαλύτερο σαλόνι του πλοίου, μεγαλύτερο ακόμα και από τη σάλα χορού όπου επιτρεπόταν η είσοδος και στα δύο φύλα. Όσο οι άνδρες απολάμβαναν το πούρο τους μετά το δείπνο, οι σύζυγοί τους μπορούσαν να αποσυρθούν στο αναγνωστήριο.