Στιγμές, εικόνες, μνήμες από μια ένδοξη εποχή
Της Κέλλυς Σταυροπούλου
Η δεκαετία των εξάρσεων και των οραμάτων, τα χρόνια της αμφισβήτησης και της ελπίδας, τα γοητευτικά 60s έχουν ταυτιστεί με το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Η Ελλάδα, λίγο μετά τον πόλεμο, ορμητική αλλά και ευάλωτη, έχει στα χέρια της ένα ισχυρό όπλο: το κίνητρο για δημιουργία, για αλλαγή, για άνθηση.
Η Αθήνα του ’60, αγνή αλλά με εμφανή τα σημάδια της προόδου, γίνεται το αστικό κέντρο που αξίζει να είναι. Η πόλη «μυρίζει» ρομαντισμό, στιλ, πνεύμα, καλή ζωή… Στους δρόμους περπατούν γυναίκες με μίνι, που δεν έχουν πια ενοχές για τη θηλυκότητά τους, και άνδρες με παντελόνια «καμπάνες» που κάνουν τη σαφή δήλωση ότι η διεθνής μόδα και το μουσικό ρεύμα της εποχής τούς αφορούν. Οι μπουάτ της Πλάκας από το απόγευμα και μετά ξεχειλίζουν από νεαρόκοσμο. Κρασί, φλερτ, πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις, με μουσικό φόντο τη φωνή του Σαββόπουλου, του Λοΐζου, του Χατζή. Λίγο παραπέρα, στην Κυψέλη, στο Θησείο, στο Παγκράτι, στα αθηναϊκά σπίτια οργανώνονται πάρτι-ρεφενέ με βερμούτ, πίπερμαν και ξηρούς καρπούς. Τα 45άρια δισκάκια παίζουν Adamo, Αndriano Celentano, Gianni Morandi και οι «αγκαλιαστοί» χοροί γράφονται ανεξίτηλα στις μνήμες όσων θέλουν να ερωτευτούν. Και φυσικά, εκείνη την εποχή, είναι πολλοί αυτοί. Υπάρχει, βέβαια, και το rock ’n’ roll, στο οποίο έχει εθιστεί η νεολαία μέσα από τον στρατιωτικό αμερικανικό ραδιοσταθμό του Ελληνικού, που σε 24ωρη βάση, με πρόσχημα την ενημέρωση των Αμερικανών πολιτών, ενσπείρει σε μικρούς και μεγάλους το «μικρόβιο» της αγάπης για τη rock μουσική. Οι χορευτικές φιγούρες έχουν προβαριστεί τόσο πολύ μπροστά στον καθρέφτη, που τα πάρτι δεν είναι παρά η αφορμή για την επίσημη performance.
Παράλληλα, ο Μάνος Χατζιδάκις τιμάται με βραβείο Οσκαρ για τη μουσική του στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» (1961), ο Γιώργος Σεφέρης παίρνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1963), ο «Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη κερδίζει τρία Οσκαρ (1964) και η ελληνική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη κάνει τον γύρο του κόσμου.
Τότε είναι που η Ελλάδα αρχίζει να χειραφετείται και τουριστικά. Ο φιλέλληνας σκηνοθέτης Ζυλ Ντασσέν ερωτεύεται και παντρεύεται τη Μελίνα Μερκούρη. Λίγα χρόνια πριν, έχει ξεναγήσει τον Μάρλον Μπράντο στην Ακρόπολη και οι φωτογραφίες του σταρ με φόντο τον Παρθενώνα έχουν κάνει τον γύρο του κόσμου. Ο Ωνάσης και ο Νιάρχος αποβιβάζουν στη Μύκονο από τις θαλαμηγούς τους τους επιφανείς διεθνείς καλεσμένους τους και ζουν αξέχαστες βραδιές ελληνικού κεφιού στο νησί των ανέμων. Στιγμές που περιγράφονται σε χρονογραφήματα και κοσμικές στήλες. Η ακόμη πιο κοσμοπολίτικη τότε Ύδρα είναι επίσης προορισμός του διεθνούς jet set. Στη Λαγουδέρα, οι νέοι χορεύουν λίμπο και κυκλοφορούν στο λιμάνι φορώντας το νεόφερτο τζιν. Η Ελλάδα είναι στη μόδα. Παρασύρονται και οι κάτοικοί της και «σπάνε» όλο και περισσότερο τις στιλιστικές παραδόσεις: «αφήνονται» στην αλλαγή, παρακολουθούν τις δημιουργίες των ξένων μόδιστρων, φέρνουν υφάσματα από το Παρίσι (όσοι έχουν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν). Οι υπόλοιποι διαβάζουν περιοδικά. Τα παστέλ δίνουν τη θέση τους στα έντονα χρώματα, τα γεωμετρικά και ψυχεδελικά σχέδια πρωταγωνιστούν στα ρούχα των γυναικών, ενώ τα μοχέρ κοστούμια κερδίζουν τους άνδρες. Άλλωστε, αυτή η χώρα πράγματι διαθέτει το ιδανικό φόντο για να αναδείξει τις στιλιστικές εξάρσεις και την καλαισθησία εκείνης της εποχής: το φως, ο ουρανός, η Ιστορία της ταιριάζουν από κάθε άποψη με την ορμή των 60s…
‘Ελενα Ναθαναήλ
Το καλλίγραμμο κορμί σε συνδυασμό με την εντυπωσιακή μεσογειακή ομορφιά του προσώπου της την ανέδειξαν σε καλλονή της εποχής. Το 1963, όταν ακόμη ήταν μαθήτρια γυμνασίου, την εντόπισε ο Γιάννης Δαλιανίδης και της πρότεινε να συμμετάσχει στην ταινία του «Κάτι να καίει». Αυτή ήταν και η πρώτη κινηματογραφική εμφάνισή της. Θα ακολουθούσαν πολλές ακόμη. Μία από τις μεγαλύτερες στιγμές της Έλενας Ναθαναήλ, πάντως, παραμένει η ιστορική φωτογράφιση το 1966 για το περιοδικό «Paris Match». Η Ελληνίδα καλλονή ποζάρει στον φακό του διάσημου φωτογράφου Jack Garofalo με φόντο το αίθριο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, και συγκεκριμένα δίπλα στον περίφημο Λέοντα του Κεραμεικού, φορώντας χρυσά κοσμήματα-εκθέματα του μουσείου. Για τη συγκεκριμένη φωτογράφιση χρειάστηκε να δώσουν τη συγκατάθεσή τους η συλλέκτρια Ελένη Σταθάτου, που είχε δωρίσει την πολύτιμη συλλογή κοσμημάτων της στο μουσείο, αλλά και το υπουργείο Πολιτισμού. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά μέχρι σήμερα που φορέθηκαν από μοντέλο αρχαιολογικοί θησαυροί.
Νάνα Μούσχουρη
Οι πωλήσεις των δίσκων της ξεπερνούν τα 300 εκατομμύρια, γεγονός που την καθιστά μία από τις πιο εμπορικές τραγουδίστριες όλων των εποχών σε παγκόσμιο επίπεδο. Κυκλοφόρησε 200 δίσκους και περίπου 3.000 τραγούδια, τα οποία ηχογράφησε σε πάνω από 10 γλώσσες. Η Ιωάννα Μούσχουρη, όπως είναι το όνομά της, γεννήθηκε στα Χανιά, με ένα πρόβλημα στις φωνητικές χορδές, το οποίο τελικά μετέτρεψε σε μεγάλο προσόν – ένα προσόν που θα ανεδείκνυε την ίδια σε σημαντική διεθνή τραγουδίστρια και τη χώρα της σε γενέτειρα μιας σπουδαίας καλλιτέχνιδας. Το 1960 μετακομίζει στο Παρίσι. Τα επόμενα χρόνια θα ακολουθήσουν αναρίθμητες συναυλίες εκτός Ελλάδας και πληθώρα διακρίσεων σε μουσικούς διαγωνισμούς. Η ένρινη, βελούδινη φωνή της, με αυτόν τον χαρακτηριστικό λυγμό έτοιμο να ξεσπάσει, σαγηνεύει το ευρύ κοινό και «αναγκάζει» τον ξένο Τύπο να αναφερθεί στο ελληνικό ταλέντο. Η πολυγλωσσία της σαφώς τη βοήθησε πολύ να διευρύνει τους ορίζοντές της και να φτάσει τελικά στο σημείο να ανταγωνίζεται σε πωλήσεις τους Beatles και τον Elvis Presley στην ιστορία της παγκόσμιας δισκογραφίας. Σε όλη την πορεία της έμεινε πιστή στο στιλ της. Δεν αποχωρίστηκε ποτέ τα μαύρα τετράγωνα γυαλιά της, δεν άλλαξε ποτέ τα ίσια μαύρα μαλλιά της μέχρι τον ώμο με τη χωρίστρα στη μέση, δεν πρόδωσε τη συγκροτημένη, λιτή σιλουέτα της. «Οι παραγωγοί μου δοκίμασαν τα πάντα για να με κάνουν να ανανεώσω το στιλ μου. Δεν γίνεται, όμως, να ακολουθούμε πάντα τη μόδα. Δεν θέλω να προδώσω το κοινό μου» έχει πει σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις της.
Μαρία Κάλλας
Η θρυλική ντίβα της όπερας υπήρξε όχι μόνο μία από τις σπουδαιότερες υψιφώνους παγκοσμίως, αλλά και ένα αξεπέραστο style icon. Αν και δυσκολεύτηκε πολύ να καθιερώσει το προσωπικό στιλ της, καθώς η ίδια πίστευε ότι ήταν άσχημη και πάλευε αρκετά χρόνια να απαλλαγεί από τα περιττά κιλά της, τελικά κατάφερε να αποτελέσει πρότυπο όχι μόνο σε καλλιτεχνικό, αλλά και σε στιλιστικό επίπεδο. Η έντονη γραμμή του eye liner, τα μαύρα μαλλιά, το λευκό δέρμα, οι πέρλες στον λαιμό της ταυτίστηκαν με την Ελληνίδα ντίβα που σημάδεψε τη μόδα. Τη δεκαετία του ’60 έδωσε δύο ιστορικές για την Ελλάδα ερμηνείες, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου (τη «Νόρμα» του Βιντσέντζο Μπελίνι και τη «Μήδεια» του Λουίτζι Κερουμπίνι, αμφότερες σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή). Το 1965 αποθεώνεται για τελευταία φορά σε παράσταση όπερας, και συγκεκριμένα στην «Τόσκα» του Πουτσίνι, σε σκηνοθεσία Franco Zeffirelli, στο Covent Garden του Λονδίνου. Το 1968, ο Αριστοτέλης Ωνάσης παντρεύεται την Τζάκι Κένεντι και η Κάλλας βυθίζεται σε κατάθλιψη, από την οποία δεν θα βγει μέχρι το τέλος της ζωής της.