του Μισέλ Νικολαρέα
Είναι φοβερό πώς κάτι τόσο μικρό μπορεί να κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση. Τα μανικετόκουμπα δεν χρησιμεύουν απλώς για να κρατούν τη μανσέτα κλειστή. Γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε τα κουμπιά. Τα μανικετόκουμπα είναι «δήλωση», απ’ την οποία μπορείς να καταλάβεις πολλά γι’ αυτόν που τα φοράει: την οικονομική του κατάσταση, την καταγωγή του, τη δουλειά του, το γούστο ή την κακογουστιά του, τη μόρφωση ή την αμορφωσιά του . Υπάρχουν μανικετόκουμπα με οικόσημα, εμβλήματα σχολών και πανεπιστημίων, συντεχνιών και επαγγελμάτων. Υπάρχουν χρυσά, πλατινένια, με πολύτιμους λίθους, τσίγκινα, συρμάτινα. Ακριβά ή φθηνά δεν έχει σημασία, κάθε μανικετόκουμπο έχει τον χαρακτήρα του. Για πολλούς άνδρες είναι ίσως το μοναδικό κόσμημα που φορούν.
Η ιστορία τους χάνεται στα βάθη των αιώνων. Τα πρώτα εμφανίστηκαν γύρω στο 1500 και αποτελούσαν status symbol γι’ αυτόν που τα φορούσε. Ήταν προνόμιο της αριστοκρατίας, καθώς οι φτωχοί έδεναν τα μανίκια τους με δερμάτινα σιρίτια. Ο μύθος λέει ότι τα πρώτα μανικετόκουμπα με τη μορφή που τα ξέρουμε σήμερα πρωτοεμφανίστηκαν στα μυθιστορήματα του Αλέξανδρου Δουμά «Ο κόμης Μοντεκρίστο» και «Οι τρεις σωματοφύλακες». Με την έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης, τα κόστη κατασκευής έπεσαν και τα μανικετόκουμπα έγιναν προσιτά σε όλους. Μια μικρή παρακμή εμφα- νίστηκε τη δεκαετία του ’70, όταν η μόδα είχε γυρίσει στο έτοιμο ένδυμα και τα πουκάμισα όλα είχαν πλαστικά κουμπιά για ευκολία, αλλά και λόγω κόστους. Γρήγορα, όμως, αυτό ξεπεράστηκε και τα μανικετόκουμπα επέστρεψαν στο ανδρικό ντύσιμο ακόμα πιο δυναμικά. Αν και πάντα, από την αρχή της εμφάνισής τους, συσχετίζονταν με τον πλούτο και την αριστοκρατία, τα μανικετόκουμπα σήμερα φοριούνται όλο και πιο πολύ από ευγενείς μέχρι απλούς εργαζομένους.