του Γιώργου Αρχιμανδρίτη
Ο διεθνούς φήμης σχεδιαστής μόδας Duro Olowu, τις δημιουργίες του οποίου αγαπούν ιδιαίτερα, μεταξύ άλλων, η Michelle Obama και η Beyoncé, γνωστός για τις τολμηρές συνδυαστικές του καινοτομίες ως προς τα μοτίβα, τις φόρμες και τα χρώματα που μαρτυρούν το πάθος του για τους διαφορετικούς πολιτισμούς του κόσμου -το ελληνικό κοινό είχε την ευκαιρία να τον συναντήσει σχετικά πρόσφατα στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης σε μια συζήτηση με τον εικαστικό Glenn Ligon- μας μιλά για τη μόδα, το στυλ και τη φιλοσοφία της ένδυσης.
Τι είναι για σας μόδα; Ποιο είναι το νόημά της;
Η μόδα ως έννοια δεν με ενδιαφέρει τόσο όσο το στιλ και οι πολιτισμικές του διαστάσεις. Αυτές ίσως παραπέμπουν με κάποιον τρόπο στη μόδα. Διότι η μόδα δεν ορίζει αυτό που είναι ωραίο και ελκυστικό στο ύφος, την κουλτούρα και το ρούχο. Το ντύσιμο είναι μια ανθρώπινη τέχνη, η οποία διδάσκεται, αλλά είναι επίσης πολύ ενστικτώδης. Προέρχεται συνήθως από ένα πολιτισμικό πλαίσιο που σε καθορίζει, αλλά και από ένα πνεύμα ανοιχτό στον κόσμο, από ευχάριστες αισθητικές εμπειρίες, γεωγραφικές μετακινήσεις, πολιτισμικά ρεύματα και υφολογικές παραδόσεις. Όλα αυτά μπορούν να το επηρεάσουν και να το μετατρέψουν σε κάτι ξεχωριστό, μαγικό, υπέροχο, με έναν τρόπο εντελώς προσωπικό.
Τι δημιουργεί τη μαγεία ενός ρούχου;
Ο ίδιος ο άνθρωπος. Ό,τι κι αν φοράει κανείς, ακόμη και αν το ρούχο υποδηλώνει κάποια κοινωνική θέση ή εξουσία, η πραγματική γοητεία και η ομορφιά του έγκειται στην αυτοπεποίθηση και την προσωπικότητα εκείνου που το φοράει. Διότι, στην ουσία, η ομορφιά κατοικεί στο γυμνό ανθρώπινο σώμα. Δεν έχει κανείς παρά να δει τα αρχαία ελληνικά αγάλματα, όπου το γυμνό δεν μειώνει την ένταση και την δύναμη της ανθρώπινης παρουσίας. Προφανώς τα ρούχα προσθέτουν σ’ αυτή, διότι μ’ αυτά τονίζεις μέρη του σώματός σου που είναι ελκυστικά ή τα καλύπτεις για να τους προσδώσεις μυστήριο. Όλοι οι άνθρωποι έχουν ανασφάλειες, αλλά νομίζω ότι το να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και να τον βρίσκεις ελκυστικό είναι ο καλύτερος τρόπος για να τονίσεις αυτό που σου έχει δοθεί. Έτσι προσεγγίζουν το ρούχο όλοι οι πολιτισμοί. Είτε είσαι άνδρας είτε γυναίκα, η πραγματική ομορφιά προέρχεται από αυτό που εκπέμπεις και το οποίο μεταφράζεται με τρόπο ποιητικό από τον τρόπο με τον οποίον ντύνεσαι. Πρόκειται για έναν πολύ ενδιαφέροντα διάλογο ανάμεσα στο σώμα και στο ρούχο.
Ποιοι είναι οι σχεδιαστές, οι οποίοι έχουν συμβάλει σ’ αυτό τον διάλογο κι έφεραν ένα είδος επανάστασης στην ιστορία του στιλ;
Από τους σχεδιαστές της δεκαετίας του ’20, θα ξεχώριζα τον Paul Poiret, την Madeleine Vionnet και την κα Grès, διότι προώθησαν μια ευρωπαϊκή ιδέα απελευθέρωσης. Αργότερα, την δεκαετία του ’60 και του ’70, σχεδιαστές όπως ο Yves Saint-Laurent, έδωσαν στις γυναίκες θηλυκότητα και δύναμη, τους έδωσαν πολυτέλεια και ζωντάνια μέσα από πολύ όμορφα και ζωηρά υφάσματα. Λίγο αργότερα, σχεδιαστές όπως ο Issey Miyake ανέπτυξαν την ιδέα του σώματος σχεδόν ως καμβά, ως εργαλείου για την κίνηση, τον όγκο, και τη χάρη – πράγμα πολύ σημαντικό. Κι έπειτα είναι ο Patrick Kelly, o Stephen Burrows και πολλοί άλλοι. Αλλά αν πας πίσω σε ενδυματολογικές θεωρήσεις που καθόρισαν και ενέπνευσαν τους επώνυμους σχεδιαστές, τότε καταλαβαίνεις ότι οι πιο μεγάλοι σχεδιαστές είναι οι ανώνυμοι, είναι εκείνοι που έφτιαχναν υπέροχα ενδύματα στην Αρχαία Ελλάδα, στην Αφρική, κεντητά υφάσματα στην Ιαπωνία, πολυτελή υφάσματα την εποχή του Λουδοβίκου του 15ου. Αυτοί εί- ναι οι πραγματικοί αριστοτέχνες της μόδας. Διότι οι δημι- ουργίες τους ήταν αποτέλεσμα της δουλειάς ενός τεχνίτη, η οποία, στο μεγαλύτερο μέρος της, έχει πια χαθεί.
Δηλαδή η μόδα και το στιλ πηγάζουν από την πραγματική ζωή…
Ακριβώς. Από την ζωή όπως την ξέρουμε κι όπως την προσδοκούμε. Από την επιθυμία μας να τη γιορτάσουμε, από την ανάγκη μας να σεβαστούμε την αξία του κάθε ανθρώπου. Κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα με ό,τι συμβαίνει στον κόσμο εξ’ αιτίας του συντηρητισμού και του εξτρεμισμού. Η ζωή μας θα ήταν πολύ διαφορετική χωρίς την απόλαυση, τη χαρά, την αυτοπεποίθηση, την υπερηφάνεια και την πρακτικότητα που μας φέρνει το στιλ και το ρούχο. Διότι είναι ωραίο και λογικό να αντιμετωπίζει κανείς το ρούχο ως τέχνη, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ρούχο δεν φτιάχνεται για να εκτίθεται, δεν υπάρχει απλώς για να το κοιτάζει κανείς. Ακόμα και πάνω στα πιο ωραία ενδύματα παλαιότερων ιστορικών περιόδων που μπορεί κανείς να θαυμάσει σήμερα σε ένα μουσείο υπάρχει πάντα η επιθυμία να φορεθούν. Αυτό είναι το πιο σημαντικό.
Όταν δημιουργείτε ένα ρούχο, αισθάνεστε ότι έχετε έναν συνομιλητή, ότι απευθύνεστε σε κάποιον;
Απολύτως. Βέβαια πρέπει να πω ότι η μόδα δεν πρέπει να θεωρείταιως κάτι εξ’ ίσου θεμελιώδες με μια ιατρική ανακάλυψη. Είναι αστείο να μιλάει κανείς γι’ αυτή σαν να είναι το ίδιο σημαντική με την εξασφάλιση τροφής για τους ανθρώπους που πεινάνε. Όμως κι αυτό είναι πολύ σημαντικό και εντυπωσιακό – η μόδα σε βοηθάει να πιστέψεις στον εαυτό σου, όποιος κι αν είσαι. Σε κάνει να συνειδητοποιείς την αξία σου, να πηγαίνεις προς τις επιθυμίες σου, να τολμάς. Όταν δουλεύω, λοιπόν, προφανώς σκέφτομαι τη γυναίκα για την οποία σχεδιάζω. Επίσης δεν ξεχνώ ότι φτιάχνω κάτι που θα μείνει, κάτι που θα μπει στη ζωή σου και να γίνει μέρος της. Και το πιο σημαντικό, δεν σκέφτομαι ποτέ μια συγκεκριμένη φυλή, ένα χρώμα, μια ηλικία, έναν σωματότυπο. Αυτό που κάνω είναι να παρέχω στις γυναίκες όμορφες επιλογές. Αυτή είναι η δουλειά μου.
Το ρούχο συμβάλλει στο κοινωνικό στάτους;
Το στάτους δεν παίζει και δεν πρέπει να παίζει κανέναν ρόλο στη δημιουργία ενός ρούχου. Φυσικά νιώθω υπερηφάνεια και τιμή που τα ρούχα μου φοριούνται από γυναίκες που θαυμάζω, όπως η Μισέλ Ομπάμα, γυναίκες ευφυείς και δυναμικές. Είμαι πολύ ευτυχής που οι γυναίκες αυτές θεωρούν ότι τα ρούχα μου έχουν μια θέση στην γκαρνταρόμπα τους και προβάλλουν την εικόνα που επιθυμούν. Από την άλλη όμως αυτό που κάνω, νομίζω ότι, τελικά, δεν έχει αξία από μόνο του. Διότι, ό,τι κι αν δημιουργήσεις ως σχεδιαστής θα παραμείνει κενό αν δεν πάρει δύναμη απ’ αυτόν που το φοράει, είτε πρόκειται για μια Πρώτη Κυρία, είτε για μια δασκάλα, μια γιατρό, μια δικηγόρο. Νιώθω πολύ όμορφα όταν βλέπω ένα ρούχο μου να φοριέται στους δρόμους της Νέας Υόρκης, στο Παρίσι, το Μιλάνο ή την Αθήνα. Αυτό σημαίνει ότι το ρούχο αποκτά ζωή. Κι αυτό είναι για μένα η μεγαλύτερη χαρά και ικανοποίηση.
Αναφερθήκατε στην Αθήνα… Πόσο καλά γνωρίζετε την Ελλάδα;
Έχω πάει σε διάφορα νησιά, όπως η Ύδρα που μου αρέσει πολύ, αλλά και στην Αθήνα, την οποία όμως δεν γνωρίζω όσο θα έπρεπε. Όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα νιώθω να περιβάλλομαι από την Ιστορία και τον πολιτισμό της. Εγώ έζησα στη Νιγηρία μέχρι τα 15 μου, κι εκεί το πρώτο πράγμα που μαθαίνει κανείς στο σχολείο, πέρα από την Αφρικανική Ιστορία, είναι η ελληνική ιστορία και η μυθολογία. Όταν λοιπόν είσαι στην Αθήνα και βλέπεις μπροστά σου την Ακρόπολη ή το Λύκειο του Αριστοτέλη, αυτό είναι κάτι μαγικό. Αν καλύψεις τα αυτιά σου ώστε να απομονώσεις τους ήχους των αυ- τοκινήτων και αφήσεις το βλέμμα σου να περιπλανηθεί σε κάποια σημεία της πόλης, κάνεις ένα ταξίδι στην Ιστορία. Κι έπειτα είναι ο νεώτερος ελληνικός πολιτισμός, η μουσική ο κινηματογράφος, που επίσης δεν μας ήταν άγνωστα στη Νιγηρία, διότι εκείνα τα χρόνια ζούσαν εκεί πολλές ελληνικές οικογένειες και κάποιοι από τους συμμαθητές μου ήταν Έλληνες.
Στο σπίτι βλέπαμε με τους γονείς μου ταινίες της Μελίνας Μερκούρη. Πρωτοείδα το «Ποτέ την Κυριακή» όταν ήμουν δέκα χρόνων! Θαυμάζω ιδιαίτερα το έργο Ελλήνων δημιουργών όπως ήταν ο εικαστικός Γιάννης Κουνέλλης ή, στον χώρο της μόδας, η Σοφία Κοκοσαλάκη και είμαι πολύ ευτυχής που βλέπω να υπάρχουν στην Ελλάδα καταπληκτικά μουσεία όπως το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, καθώς και πολλοί νέοι καλλιτέ- χνες, δροσεροί, ταλαντούχοι, ενθουσιώδεις. Είναι καταπληκτικό να βλέπει κανείς τόση δημιουργικότητα σε μια δύσκολη περίοδο για τη χώρα. Όπως έχει αποδείξει όμως και παλαιότερα στην Ιστορία της, η Ελλάδα θα ορθοποδήσει. Και πιστεύω ότι ήδη παρέχει ένα πολύ υγιές περιβάλλον στους νέους δημιουργούς, ένα περιβάλλον που αξίζει να γίνει γνωστό στις άλλες χώρες του κόσμου.
Duro Olowu F/W 19. Photo by Luis Monteiro, courtesy of Duro Olowu