του Χρήστου Ζαμπούνη
Όταν ο Oliver Wendell έγραψε, το 1870, το «The Sartor, or British journal of cutting, clothing and fashion», το έτοιμο ένδυμα έμοιαζε σαν την προσελήνωση, τότε, στο φεγγάρι: άπιαστο όνειρο.
Η βιομηχανική επανάστασις επέφερε ισχυρότατο πλήγμα στο επάγγελμα του ράπτη εις την καθαρεύουσα, ράφτη στην δημοτική, tailor αγγλιστί, tailleur γαλλιστί, και sartor λατινιστί. Ελάχιστοι εκείνη την εποχή, θα εστοιχημάτιζαν στην εκκωφαντική επιστροφή του sartorial, όπως έχει, πλέον, καταχωρισθεί διεθνώς ο όρος.
Έως και πριν λίγα έτη, για να περιορίσουμε το θέμα μας στα ελληνικά δεδομένα, όσοι ραβόμασταν, είχαμε τον ράπτη μας, ηλικίας συνήθως άνω των –ήντα, σε όροφο πέριξ του ιστορικού κέντρου, και συγκεκριμένως στις καθέτους των οδών Καραγεώργη Σερβίας, Ερμού και Μητροπόλεως. Οποία ήταν, λοιπόν, η έκπληξίς μου όταν πριν από λίγες εβδομάδες, άνοιξε στο ισόγειο της διπλανής από το γραφείο των Εκδόσεων Φερενίκη, πολυκατοικίας ένας «Sartor», όπως είναι ο τίτλος του καταστήματος.
Ο Θοδωρής είναι νεώτατος, μόλις 35 ετών. Ανέλαβε τα ηνία της οικογενειακής επιχειρήσεως που ίδρυσε ο πατέρας του, το 1974. Από το υπόγειο της οδού Ήβης στου Ψυρρή, μετεπήδησε σε ένα λοφτ, στον ίδιο δρόμο, για να καταλήξει στην αριστοκρατική οδό Σπευσίππου, έναντι του Πάρκου Παναγιώτη Κανελλοπούλου. Με οδηγό της «ατμομηχανής» τον σχετικώς νέο πατέρα του, αφού είναι μόλις 60 ετών, διακονεί το sartorialism, το ραμμένο δηλαδή ή ραπτό ρούχο, το οποίο οι Γάλλοι αποκαλούν «seconde peau», δεύτερο δέρμα, διότι ακριβώς παίρνει την φόρμα του σώματος. Κάτι που, φευ!, δεν συμβαίνει με τα βιομηχανοποιημένα ενδύματα, λόγω του ότι ελάχιστοι σωματότυποι ανταποκρίνονται στο στατιστικό όραμα του πατρόν.
Photo Credit: Getty Images | Ideal Image