του Sir Taki Theodoracopulos
Απελπιστικά βαρετές στιγμές αλλά και πολύ υγιείς. Καθόλου πάρτι και γυναίκες αλλά πολύ τσιγάρο και διάβασμα μέχρι αργά τη νύχτα και ασταμάτητη γυμναστική. Τι διαφορετικό θα μπορούσε να κάνει κάποιος, κλειδωμένος μέσα με τη γυναίκα και το παιδί του και με νοσταλγικές σκέψεις μιας εποχής όπου οι άνθρωποι συγκεντρωνόντουσαν σε ομάδες; Μοιάζει σαν κάτι πολύ μακρινό, αλλά μήπως θυμάται κάποιος από εσάς τότε που όλοι διοργάνωναν πάρτι;
Οι δύσκολες στιγμές απαιτούν και δύσκολα μέτρα, και αυτά με τη σειρά τους δυσκολεύουν τους αρθρογράφους. Ο διαλογισμός ίσως να είναι μια καλή λύση για τους φιλοσόφους και τον κύκλο τους, όχι όμως για τους ανταποκριτές που πρέπει να βγουν έξω στους δρόμους για να βρουν την ιστορία. Το μόνο που έχει να αναφέρει ένας ρεπόρτερ αυτό τον καιρό, είναι οι συνήθειες ύπνου των αγελάδων (ξυπνώντας) , τα άλογα με το άροτρο (επίσης) και τους Ελβετούς αγρότες ( με το ένα μάτι ανοιχτό, σε περίπτωση που κάποιος δισεκατομμυριούχος ξένος τους κλέψει τη σοδειά).
Για κάποιο περίεργο λόγο, εξακολουθώ να σκέφτομαι τα νεανικά μου χρόνια πίσω στη δεκαετία του ’50, την καλύτερη δεκαετία μετά το Χρυσό Αιώνα των Αθηναίων το 430 π.χ. Ο Hemingway ήταν ζωντανός και ο Fitzgerald έκανε ένα μεταθανάτιο comeback. Οι στίχοι του Christopher Fry όπως στο «Venus Observed» και το «The Lady’s Not for Burning» δεν σταμάτησαν να με ενθουσιάζουν. Η London Journal του James Boswell αποκάλυψε ότι ο βιογράφος ήταν ένας ανήσυχος εραστής που προσπαθούσε ασταμάτητα να «ρίχνει» κοπέλες και να καυχιέται για το μέγεθος του -ξέρετε-ποιου. Οι Budge Patty, Frank Sedgman, Vic Seixas, Jaroslav Drobny, Tony Trabert και ο Lew Hoad (δύο φορές) κέρδισαν το Wimbledon και ακολούθησαν οι Ashley Cooper και Neale Fraser, όλοι τους κύριοι και ωραίοι τύποι. ( Ο Drobny ήταν κάθαρμα αλλά ήταν και ο μέντοράς μου για ένα διάστημα μέχρι που τσακωθήκαμε για μια γυναίκα.)
Σε αντίθεση με τα σκουπίδια που παρουσιάζονται ως μυθιστορήματα σήμερα, η δεκαετία του ’50 «παρήγαγε» το The End of the Affair του Graham Greene, το The Catcher in the Rye του J.D Salinger, το Requiem for a Nun του William Faulkner, το Lie Down in Darkness του William Styron και φυσικά το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Νίκου Καζαντζάκη.
Το «The Cocktail Party» του T.S Eliot ανεβαίνει στο Broadway και οι γονείς μου με πήγαν να δω τα South Pacific, The King and I και το Call Me Madam. Κατά τη διάρκεια του σχολείου και στο δρόμο προς το πανεπιστήμιο το 1955, συμμετείχα σε νεανικά τουρνουά τένις και βγήκα και με τρεις πολύ όμορφες γυναίκες του Χόλυγουντ- τη Linda Christian, τη δική μας Joan Collins και τη Janet Leigh- και βρέθηκα και στην πρεμιέρα του «The Bridge on the River Kwai» μαζί με την Dame Joan στο Big Bagel.
Yep, αυτές ήταν ημέρες και νύχτες φυσικά, ειδικά στο El Morocco, όπου το σύστημα δύσκολα μπορούσε να εξυπηρετήσει το «first-come-first-serve». Η μία πλευρά των τραπεζιών ήταν αποκλειστικά για τους εκλεκτούς καλεσμένους ενώ η απέναντι, γνωστή και ως Siberia, για τους υπολοίπους. Το ξέρω, το ξέρω, τώρα βρισκόμαστε στο 2020 και οι υποστηρικτές ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να μην το εγκρίνουν, δεν μ ’ενδιαφέρει καθόλου όμως. Ο Graham Green μας είχε προειδοποιήσει με ένα μικρό αριστούργημα για τις εσωτερικές εμπλοκές των ξένων, το The Quiet American, και ο Vladimir Nabokob προστάτεψε τον κύριο Epstein με το Lolita.
H παλαιά αριστοκρατική αύρα του τένις είχε αρχίσει να αφανίζεται, αλλά εξακολουθούσε να παίζεται κυρίως σε πριβέ κλαμπ με αυστηρούς κανόνες όσον αφορά τη συμπεριφορά μέσα στο γήπεδο. Ο λόγος για τον οποίο αγαπούσα αυτό το παιχνίδι, ήταν επειδή ήταν σχεδόν ακατόρθωτο το να παίξεις πολύ καλά. Οι ξύλινες ρακέτες καθιστούσαν δύσκολο το να χτυπήσεις τη μπάλα ή να την κρατήσεις εντός των γραμμών. Λίγοι τα κατάφερναν. Η τεχνολογία σήμερα, το έκανε εύκολο για όλους, που ακόμη και μια αδέξια μπαλιά μπορείς να την κρατήσεις μέσα. Με τις ρακέτες από άνθρακα, ο καθένας μπορεί να παίξει.
Οι αθλητές του τένις πίσω στο χρόνο, ήταν κυρίως ερασιτέχνες. Επαγγελματικά σπορ ήταν το ποδόσφαιρο ( Αμερικανικό και Βρετανικό), το μπάσκετ και το μπέιζμπολ. Πολλές φορές οι διανοούμενοι της εποχής, όπως οι δάσκαλοι, οι δικηγόροι και οι οικονομολόγοι ήταν και αθλητές. Χαρακτηριστικά, ο φίλος μου Dick Savitt που κέρδισε το Wimbledon το 1951, την Κυριακή το βράδυ έπρεπε να πετάξει πίσω για να επιστρέψει στο σημαντικό του πόστο στη Wall Street. (Βρίσκεται ακόμη στη ζωή και μόλις πριν από λίγο καιρό σταμάτησε να παίζει.) Οι ανεγκέφαλοι μπορούν να πιστεύουν ό,τι θέλουν, αλλά τα αθλήματα δεν έχουν καμία σχέση με την ακαδημαϊκή εμπειρία. Είναι όλα θέμα της στιγμής, ένας πόντος και τίποτα άλλο. Κάποιοι το έχουν, κάποιοι άλλοι όχι. Γι’ αυτό το λόγο σιχαίνομαι τα επαγγελματικά σπορ. Ποτέ δεν τελειώνει, κάθε εβδομάδα υπάρχει και μια νέα επιταγή- και πάει λέγοντας- μέχρι που ο κάποτε επαγγελματίας γίνεται μια τηλεοπτική καρικατούρα.
Οι ερασιτέχνες αθλητές βίωναν έναν πρόωρο θάνατο, γύρω στην ηλικία των 30. Όπως οι ήρωες της Αρχαίας Ελλάδας που αποδεχόντουσαν τη μοίρα τους. Σήμερα, οι αθλητές βγαίνουν στη σύνταξη και γίνονται celebrities με εκατομμύρια ακολούθους στο Facebook. Πίσω στο ‘50, η πραγματική ζωή ξεκινούσε για έναν αθλητή όταν «πέθαινε».
Η ζωή του διαλογισμού, φαίνεται ότι ξεκίνησε στην περίπτωσή μου εξαιτίας του ιού – όχι επειδή είχα αποτραβηχθεί από τα κλαμπ, τις γυναίκες και τον θόρυβο. Λένε, ότι ένας άνθρωπος δεν θα πρέπει να κοιτάει ποτέ πίσω αλλά όπως πάντα, κάνουν λάθος. Πραγματικά απολαμβάνω τα νοσταλγικά μου ταξίδια στο παρελθόν: τα υπέροχα πάρτι, την κομψότητα, τους καλούς τρόπους, τα εντυπωσιακά σκάφη, τις όμορφες γυναίκες και τα σπορ events που έλαβα μέρος. Ο συμπαίκτης μου στο Davis Cup και νικητής του Wimbledon νέων το 1963, με πήρε τηλέφωνο την προηγούμενη εβδομάδα από την Κόστα Ρίκα. Είναι χειρότερος από ‘μένα όσον αφορά το παρελθόν. Ήμασταν το καλύτερο δίδυμο στον κόσμο. Στο French Championships του 1965, κερδίζαμε 2-1 στα σετ και είχαμε μπόλικες ευκαιρίες για να κερδίσουμε στο 5ο. Τα κάναμε μαντάρα όμως. Η ιστορία της ζωής μου.
Photo Credit: Getty Images | Ideal Image