Exclusive interview | Raphaël Personnaz
[ssba]

του Γιώργου Αρχιμανδρίτη

Από τους πιο ταλαντούχους σύγχρονους Γάλλους ηθοποιούς, ο Raphaël Personnaz κινείται εκλεκτικά ανάμεσα στο κλασικό και το σύγχρονο ρεπερτόριο, στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, ακολουθώντας το προσωπικό καλλιτεχνικό του αισθητήριο. Διακριτικός, άμεσος και προσηνής, ο γοητευτικός ηθοποιός που έχει ενσαρκώσει ποικίλους κινηματογραφικούς ρόλους σε σκηνοθεσία, μεταξύ άλλων, του Bertrand Tavernier, του François Ozon ή του Ralph Fiennes, μας μιλά για τον σύγχρονο γαλλικό κινηματογράφο, για το εργαστήρι του ηθοποιού και τη σχέση του με το κοινό και μοιράζεται μαζί μας την αγάπη του για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της.

Πώς θα χαρακτηρίζατε την πρώτη σας επαφή με τη δραματική τέχνη;

Τυχαία, θα έλεγα, και αποκαλυπτική. Όλα άρχισαν όταν ήμουν 13 χρονών. Μου άρεσε πολύ ένα κορίτσι που παρακολουθούσε μαθήματα θεάτρου σε μια δραματική σχολή και μια μέρα πήγα κι εγώ εκεί για να τη δω. Στο τέλος του μαθήματος, η καθηγήτρια με παρότρυνε να ξαναπάω την επόμενη εβδομάδα και μου έδωσε ένα απόσπασμα από το «Συρανό ντε Μπερζεράκ» για να το να αποστηθίσω και να το απαγγείλω επί σκηνής. Έτσι κι έγινε. Λάτρεψα αμέσως την εμπειρία αυτή, τον συνδυασμό σκηνής, κοινού και κειμένου που απολάμβανα με όλες μου τις αισθήσεις. Αυτή την απόλαυση αναζητώ έκτοτε διαρκώς.

Προτιμάτε κάποιο συγκεκριμένο ρεπερτόριο;

Ενδιαφέρομαι για τα πάντα. Λατρεύω το κλασικό γαλλικό θέατρο για τη γλώσσα και την ουσία του. Λατρεύω τον Σαίξπηρ και τον Τσέχωφ – θέλω πάρα πολύ να παίξω κάποια στιγμή τον «Πλατόνοφ»-. Μου αρέσει επίσης το σύγχρονο θέατρο – έπαιξα πρόσφατα έναν μονόλογο άμεσα συνδεδεμένο με την πραγματικότητα με τίτλο «Δεν θα έχετε το μίσος μου», βασισμένο στο κείμενο ενός νέου του οποίου η σύζυγος έχασε τη ζωή της κατά το τρομοκρατικό χτύπημα στο Μπατακλάν. Το θέατρο, αλλά και ο κινηματογράφος, σου δίνουν τη δυνατότητα να μεταμορφώνεσαι, να ταξιδεύεις στον χώρο και τον χρόνο και, κυρίως, ν’ ανακαλύπτεις συνεχώς καινούρια πράγματα. Νιώθω να εξελίσσομαι όταν δουλεύω με σκηνοθέτες που με μυούν σε άγνωστες θεατρικές ή κινηματογραφικές εμπειρίες και μου αποκαλύπτουν έναν καινούργιο κόσμο. Το στοιχείο της «άγνοιας», της παρθενικότητας, αν θέλετε, με βοηθάει να διατηρώ ατόφια την ικανότητα να εκπλήσσομαι κι αυτό είναι πολύ σημαντικό.

Ποιο είναι για σας το βασικό στοιχείο της επικοινωνίας μεταξύ ηθοποιού και θεατή;

Όσον αφορά το θέατρο, πιστεύω ότι δεν μπορείς να βάλεις κανένα φίλτρο ανάμεσα σε σένα και στον θεατή κι ας λένε πολλοί ότι η σκηνή σε προστατεύει. Αμέσως μόλις ανεβείς, καταλαβαίνεις αν υπάρχει επικοινωνία με το κοινό. Μερικές φορές δυσκολεύεσαι να τη δημιουργήσεις, ίσως γιατί είσαι αγχωμένος ή νευρικός και το κοινό το αντιλαμβάνεται αυτό από πράγματα πολύ μικρά. Πρέπει να είσαι ολοκληρωτικά ειλικρινής για να δημιουργηθεί αυτή η ασυνείδητη, ουσιαστικά, επικοινωνία. Το ίδιο ισχύει και στον κινηματογράφο. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε εξαιρετικούς σκηνοθέτες που βλέπουν αν είσαι αληθινός ή όχι και σε οδηγούν προς περισσότερη ειλικρίνεια. Αν το συναίσθημά σου είναι αυθεντικό, όποιο κι αν είναι το περιβάλλον έκφρασής του- θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, μέσα κοινωνικής δικτύωσης – το κοινό θα το νιώσει. Δεν πέφτει ποτέ έξω σ’ αυτό.

Πώς βλέπετε τον κινηματογράφο στη Γαλλία σήμερα;

Πιστεύω ότι διανύει μια φάση επαναπροσδιορισμού. Στο ένα άκρο του υπάρχει η πολύ λαϊκή κωμωδία και, στο άλλο, οι λόγιες ταινίες που συχνά δυσκολεύονται να βρουν το κοινό τους. Στο ενδιάμεσο, υπάρχουν κάποιες ταινίες δημιουργών που έχουν επιτυχία και άλλες που θα παραμείνουν στην αφάνεια, είτε γιατί πρόκειται για ποιοτικές μεν αλλά μικρές παραγωγές που δεν προβάλλονται από τα ΜΜΕ, είτε γιατί είναι στερεοτυπικές κωμωδίες με όλες τις ευκολίες του είδους, οι οποίες όμως δεν μπορούν να ξεγελούν το κοινό επ’ αόριστον. Εγώ προσπαθώ – ο Ταβερνιέ μου το έμαθε αυτό- να κάνω ταινίες λαϊκές με την πολύ ευγενή έννοια του όρου, ταινίες δηλαδή που απευθύνονται στην ευφυΐα του κοινού και όχι στα χαμηλά του ένστικτα. Θα ήθελα όμως να προσθέσω ότι μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πτυχή του σημερινού γαλλικού κινηματογράφου είναι η… τηλεόραση. Ακούγεται ίσως παράδοξο, αλλά υπάρχουν καταπληκτικές γαλλικές σειρές με πολύ ικανούς και ταλαντούχους σεναριογράφους, καθώς και ηθοποιούς που δίνονται ολοκληρωτικά στους χαρακτήρες που ενσαρκώνουν χωρίς να καταφεύγουν σε ευκολίες.

Είστε λάτρης των σειρών;

Αρχικά δεν ήμουν, αλλά έγινα σιγά-σιγά. «Το Γραφείο των θρύλων» είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα σύγχρονης γαλλικής σειράς, αλλά υπάρχουν και άλλες σειρές επίσης πολύ δημιουργικές. Σε διεθνές επίπεδο, μια σειρά που με σημάδεψε ήταν «Οι Σοπράνο». Όταν τελείωσε, θυμάμαι, ένιωθα σαν να είχα χάσει την οικογένειά μου. Ήταν ένα τρομερό συναίσθημα. Επίσης η «Succession» είναι καταπληκτική σειρά, σχεδόν σαιξπηρική. Αυτή την περίοδο παίζω σε μια σειρά οκτώ ωριαίων επεισοδίων – το γύρισμά της διεκόπη λόγω κορωνοϊού, αλλά σύντομα θα συνεχιστεί – και σας βεβαιώ ότι ως ηθοποιός είναι καταπληκτικό να έχεις στη διάθεσή σου οκτώ ώρες για την ανάπτυξη ενός ρόλου, διότι μπορείς να βρεις αποχρώσεις που δεν θα είχες τον χρόνο να βάλεις σε μια ταινία μιάμισης ώρας. Οι σειρές σου δίνουν τη δυνατότητα να βρεις την αρχιτεκτονική του ρόλου σου σε βάθος χρόνου κι αυτό είναι συναρπαστικό.

Με ποιον τρόπο κτίζετε έναν ρόλο;

Αυτό είναι κάτι που έχει εξελιχθεί με τα χρόνια. Παλαιότερα είχα ίσως την τάση να χρησιμοποιώ περισσότερο τη λογική. Το πλεονέκτημα όμως του να μεγαλώνεις και να ωριμάζεις είναι ότι αποκτάς περισσότερες εμπειρίες και μπορείς να βασιστείς περισσότερο στα συναισθήματά σου. Υπάρχει φυσικά η δουλειά που πρέπει να κάνεις, όπως ο πιανίστας που κάνει τις κλίμακές του ή ο χορευτής τις ασκήσεις του, να δουλέψεις δηλαδή τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ρόλου, τον τρόπο ομιλίας του, το κείμενο κλπ. Πέρα όμως απ’ αυτά, υπάρχει ένα τεράστιο κομμάτι που συνδέεται με το ασυνείδητο. Το συνειδητό σε σχέση με το ασυνείδητο είναι σαν ένα playmobil σε σχέση με τον πύργο του Άιφελ. Εγώ προτιμώ να εμπιστεύομαι το δεύτερο και ό,τι αυτό μπορεί να φέρει, όλα εκείνα, δηλαδή, τα πράγματα που υπάρχουν μέσα σου και τα οποία σου διαφεύγουν, σε ξεπερνούν. Σ’ όλη αυτή τη διαδικασία υπάρχει ένα μέρος μυστηρίου πολύ συναρπαστικό, στο οποίο πρέπει να βυθιστείς.

Πέρα από την αγάπη σας για την δραματική τέχνη, ένα σημαντικό κεφάλαιο της ζωής σας είναι και η αγάπη σας για την Ελλάδα…

Ναι. Λατρεύω την Ελλάδα από την πρώτη φορά που ήρθα για διακοπές στην Αμοργό – ήταν θυμάμαι ένα πολύ ζεστό καλοκαίρι στα τέλη της δεκαετίας του ’80 – και έγινε έκτοτε μέρος της ζωής μου. Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε η αγάπη της μητέρας μου για τη χώρα αυτή, για τους ανθρώπους και τον πολιτισμό της – έγινε μάλιστα μεταφράστρια του Γιάννη Ρίτσου και εδώ και πολλά χρόνια ζει ένα μεγάλο μέρος του χρόνου στην Τήνο. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν λέει ψέματα κι αυτό μου αρέσει πολύ. Το φως της είναι τόσο δυνατό που σε τυφλώνει και ταυτόχρονα αποκαλύπτει αυτό που είσαι. Ο νησιώτικος αέρας μπορεί να σε τρελάνει. Λατρεύω όμως και τον χειμώνα στα νησιά. Έχει κάτι άγριο και τρυφερό μαζί. Αυτό το μείγμα είναι για μένα η Ελλάδα και όταν είμαι μακριά της μου λείπει πολύ. Νιώθω τον νόστο. Να φανταστείτε, κατά την περίοδο του εγκλεισμού στο Παρίσι, έφτιαχνα γύρο για φαγητό για να νιώθω πιο κοντά της. Έκανα τις πίτες, τα πάντα! Διότι για μένα, η Ελλάδα είναι η χώρα των αισθήσεων κι αυτό περνάει από το φαγητό, όπως περνάει από το θαλασσινό νερό το καλοκαίρι πάνω στο κορμί σου ή από μια εντελώς διαφορετική πρόσληψη του χρόνου. Όταν έρχομαι στην Ελλάδα, πηγαίνω για περπάτημα μέρες ολόκληρες με ένα σακίδιο στην πλάτη, έτσι χωρίς πρόγραμμα. Πολλές φορές μάλιστα κοιμάμαι στο ύπαιθρο. Η Ελλάδα είναι για μένα μια χώρα μεγάλης ελευθερίας. Και βέβαια μια χώρα με μοναδική πνευματική σφραγίδα.

Πώς εκλαμβάνετε την πολιτιστική της διάσταση;

Οι πολιτιστικές αναφορές της Ελλάδας είναι τεράστιες και το βάρος τους είναι μεγάλο. Μας υπενθυμίζουν ότι ο άνθρωπος είναι πολύ μικρός, ένας κόκκος σκόνης μπροστά σε χιλιάδες χρόνια ιστορίας που τον παρακολουθούν στην προσπάθειά του να χτίζει πράγματα μικρά. Οι ταινίες, τα θεατρικά έργα, οι ρόλοι που παίζουμε δεν είναι τίποτα σε σχέση με το τεράστιο έργο των προγόνων μας. Η Ιστορία είναι πιο μεγάλη από μας, μας ξεπερνά. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τη Γαλλία κι αυτό είναι ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στις δύο χώρες. Η Ιστορία της Γαλλίας, βέβαια, δεν πάει τόσο βαθιά μέσα στο χρόνο, ούτε είναι τόσο μεγαλειώδης όσο η Αθήνα του 5ου αι. π.Χ., αλλά ο κάθε πολιτισμός συνεισφέρει στην παγκόσμια κληρονομιά με τον δικό του τρόπο. Στην Ελλάδα συναντάς την ιστορία με τρόπο φυσικό σε κάθε γωνιά της, ακόμα και στον βυθό της θάλασσας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μύθοι γεννήθηκαν εκεί. Το ελληνικό τοπίο μας επαναφέρει στην ασημαντότητά μας κι εμένα, ως καλλιτέχνη, μου υπενθυμίζει διαρκώς μια από τις απαραίτητες αρετές του επαγγέλματός μου: την ταπεινοφροσύνη.

[ssba]
Popular
Recent
About Men