του sir Taki Theodoracopulos
GSTAAD— Ένας φίλος μου που μένει εδώ, θέλει να ξεκινήσει ένα φεστιβάλ λογοτεχνίας και με ρώτησε αν έχω να του δώσω κάποια συμβουλή. Είναι καλός φίλος και πολύ φιλικός με την κόρη μου άλλα είναι από αυτούς τους ανθρώπους που θα πίστευε εύκολα, αν ήταν επιβιβασμένος, ότι ο Τιτανικός σταμάτησε τις μηχανές του για να πάρει λίγο πάγο. Με άλλα λόγια, είναι ένας αφελής άνθρωπος που πιστεύει στη λογοτεχνία και τους συγγραφείς και δεν μπορεί να καταλάβει ότι αυτά τα δύο «εμπορεύματα» είναι άγνωστα και μάλλον επικίνδυνα εδώ στην περιοχή των γκλαμουράτων.
Ίσως να υπερβάλλω λίγο αλλά προς το παρόν δεν έχω δει κάποιον να διαβάζει μεταξύ των νέων αφίξεων στο Gstaad: πιεστικοί και πεινασμένοι τραπεζίτες από τη Γενεύη, νέας κοπής Βρετανοί που δεν μπορούν να προφέρουν το γράμμα “h”, πρόστυχοι και κοντόχοντροι τύποι από τον Κόλπο και Σαουδάραβες που κακοποιούν γυναίκες. Ούτε η ιδέα του φίλου μου είναι τόσο πρωτότυπη όσο ακούγεται. Πριν από 20 χρόνια οργάνωσα και εγώ ένα ίδιο, το οποίο ονομάστηκε «Συμπόσιο του Gstaad» και πήγε πολύ καλά. Οι πρώτοι τρεις καλεσμένοι μου ήταν ο Alistair Horne (βρετανός δημοσιογράφος), η Lady Thatcher (πρώην πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου) και ο Andrew Roberts (Βρετανός ιστορικός) – διόλου κακή σύνθεση για αρχάριους διοργανωτές. Και έπειτα ένας παιδικός μου φίλος – ένας πρώην μεγιστάνας της μπύρας που εκείνη την ημέρα μου κρατούσε το ταμείο- ο Κάρολος Φιξ (απεβίωσε πρόσφατα) είχε αυτή την κακή ιδέα: προσκαλέστε ομιλητές που θα μιλήσουν για το χρήμα. « Οι άνθρωποι ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για το πώς να βγάλουν χρήματα πάρα για νεκρούς που έγραψαν ιστορία» είπε o Φιξ. Έπειτα, αποστασιοποιήθηκα λίγο λόγω κάποιων γυναικείων προβλημάτων και του επέτρεψα να το «τρέξει» και μετά από λίγο καιρό ήρθε ο Madoff – αυτό ήταν.
Το πρόβλημά μου είναι ότι βαριέμαι εύκολα και το να διευθύνω το Συμπόσιο μου έπαιρνε αρκετό χρόνο. Παρεμπιπτόντως, ένας από τους άνδρες που εμπλέκονται στο σκάνδαλο Madoff βρίσκεται πίσω από ένα club που χτίζεται στο βουνό Eggli, το οποίο αποκαλούν οι ντόπιες λέσχες ένα club για losers – ένα λογοπαίγνιο επειδή ονομάζεται Luge Club. Φημολογείται ότι κάποιοι για την ένταξή τους πλήρωσαν μέχρι και 400.000 ελβετικά φράγκα ενώ κάποιοι άλλοι διακόσιες χιλιάδες. Τα μέλη, όπως μου έχουν μεταφέρει, δεν είναι ακριβώς όπως του St. James αλλά η κοινότητα είναι ευχαριστημένη επειδή πλήρωσαν για μια νέα πίστα του σκι και μια πίστα για έλκηθρο.
Αλλά ας επιστρέψουμε στα βιβλία και τους συγγραφείς. Ο άνθρωπος πίσω από αυτή την κίνηση είναι ο Thomas Gommes και ελπίζει να πραγματοποιήσει το πρώτο συμπόσιο τον επόμενο Ιούνιο. Η συμβουλή μου προς αυτόν είναι να το ξεκινήσει σταδιακά, χρηματοδοτώντας το ο ίδιος. Περίπου 25 άτομα θα στοιχίζονται στο Posthotel, ένα μέρος στο οποίο πέρασε χρόνο και έγραψε ο Papa Hemingway. Στην πραγματικότητα, θα ήθελα πολύ να πάει καλά επειδή αυτή η πόλη θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει περισσότερα μυαλά και λιγότερα νέα χρήματα αλλά δεν είμαι σίγουρος αν θα βρίσκομαι εδώ τον επόμενο Ιούνη. Αν είμαι ζωντανός, θα βρίσκομαι στο Λονδίνο παρτάροντας. Διαφορετικά, θα είμαι πάνω στο σκάφος μου γυρίζοντας γύρω από τα ελληνικά νησιά. Δεν πρόκειται να κλειστώ ξανά μέσα όσο καλό και να ήταν για την υγεία μου. Όπως λένε και στην Ιταλία, «basta».
Κάποτε, η απόρριψη της ιδέας του να κυνηγάς μάταια τα υλικά αγαθά και η καταφυγή σε μία μικρή κοινότητα ήταν κάτι πολύ δημοφιλές. Αυτό το είδος ουτοπίας, το αντιπροσώπευε περίτρανα το Gstaad. Γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον και κανείς δεν έκανε επίδειξη των χρημάτων του, με τους περισσότερους να οδηγούν μικροσκοπικά Volkswagen και να ζουν σε μεγάλα και άνετα chalets. Τώρα, χωρίς ένα μεγάλο chalet, μια εσωτερική πισίνα και έναν κινηματογράφο είσαι ένα τίποτα, από τον οποίο δεν θα δανειζόταν ακόμη και ο πρώην γαμπρός του Bernie Ecclestone, James Blunt. Οι άνθρωποι πλέον κρίνονται από τα υπάρχοντά τους και όχι από το παρελθόν και τους τρόπους τους. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι οι βάρβαροι έχουν περάσει τις πύλες και παίρνουν τις αποφάσεις. ( Δύο πολύ καλοί μου φίλοι έχουν μεγάλα chalets και περνάω πολύ χρόνο μαζί τους αλλά κανείς από τους δύο δεν κάνει εξαιρέσεις.)
Παραδόθηκε η παλιά φρουρά χωρίς να ρίξει έναν πυροβολισμό; Και ναι και όχι. Εξαφανίστηκε σταδιακά. Οι ανωτέρας κοινωνικής τάξης Αμερικανοί, Βέλγοι, Βρετανοί, Έλληνες, Ιταλοί και Ισπανοί ήταν μόνιμοι κάτοικοι του χωριού και οι ντόπιοι ήταν πρόθυμοι να μοιραστούν τις ζωές τους και να μας προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Σταδιακά, το μέρος έγινε πολύ γνωστό και άρχισαν να καταφθάνουν διάσημες προσωπικότητες. Ενώ οι τρεις διάσημοι ντόπιοι – David Niven, Roger Moore και η Julie Andrews- κρατούσαν χαμηλό προφίλ, όταν κατέφθασε η Liz Taylor μαζί με τον οδηγό της και τα παιδιά της από τον γάμο με τον Michael Wilding, ξεκίνησε το ξέρετε-τι. Ακόμη και η Madonna κατέφθασε με όλη τη συνοδεία της. Ένας Καναδός δισεκατομμυριούχος που συνήθιζε να πουλάει ρούχα, είχε σωματοφύλακες να περιπολούν τον δρόμο του, σχεδόν απαγορεύοντας σε αγελάδες και πρόβατα να περνούν στην πλευρά του.
Πλέον κυριαρχούν η αντι-κουλτούρα και ο φιλισταϊσμός. Η απλή, καθημερινή και αθλητική ζωή, για την οποία ήρθαμε όλοι εδώ, βρίσκεται σε συρρίκνωση. Παντού κυριαρχεί η αποθέωση των χρημάτων. Βέβαια, δεν είναι όλα τόσο άσχημα. Υπάρχουν ακόμη πολύ νέοι άνθρωποι που δεν περνούν τον χρόνο τους στα μπαρ της πόλης αλλά κάνουν πεζοπορίες μέσα στους παγετώνες, περπατούν για χιλιόμετρα μέσα στο χιόνι και ανεβαίνουν τα βουνά το καλοκαίρι με το ποδήλατό τους- άνθρωποι σαν τον γιο μου και τους φίλους του. Οι αθλητές εναντίον αυτών των «λαμπερών» τύπων είναι μια χαμένη μάχη. Αλλά σίγουρα ήταν διασκεδαστικό για όσο διήρκησε, 50 χρόνια πριν.