του Χρήστου Ζαμπούνη
Η Βιβή παρέταξε με χειρουργική ακρίβεια τα υπάρχοντά της στην φθηνή βαλίτσα που είχε αγοράσει από την Εγνατία. Σκέφθηκε κάποια στιγμή να αφήσει τα σαμπουάν μεγάλου μεγέθους, αλλά ύστερα τσιγκουνεύθηκε. Η πτήσις για την Θεσσαλονίκη ήταν πρωϊνή, 9.45 π.μ. Συνήθως εκείνη την ώρα πήγαινε για ύπνο. Το μπαρ στην Χώρα Μυκόνου έκλεινε στις 6 με 7 τα ξημερώματα. Με έναν συνάδελφό της είχαν καθιερώσει ένα μπάνιο στην θάλασσα, αμέσως μετά το σχόλασμα. Μία πολύτιμη κάθαρσις. «Τώρα μπάνια, μόνον στην Χαλκιδική», σκέφθηκε μπαίνοντας στο ταξί.
Επί οκτώ χρόνια τα βήματά της την έφερναν στο Νησί των Ανέμων, σε μία σαιζόν που όλο και διευρύνετο. Τα χρήματα που κέρδιζε της επέτρεπαν να ζει άνετα τον χειμώνα. Σε ποια άλλη δουλειά θα είχε μεροκάματο 100 ευρώ, συν τα φιλοδωρήματα; Φθάνοντας στο αεροδρόμιο διεπίστωσε ότι η πτήσις της θα είχε καθυστέρηση. Άνοιξε το κινητό της –το είχε συνήθως κλειστό, για να αποφεύγει τον πρώην της– και έπεσε σε μία ανάρτηση που της προξένησε εντύπωση. «Αλήθεια, γιατί δεν είχε facebook ο Χριστιανόπουλος;». Διάβασε για τον «χυλό του διαδικτύου που δεν κοσκινίζει τους ατάλαντους, τους συνωμοσιολόγους, τους κινδυνολόγους. Για όλους έχει θέση». Στην ανάγνωση της λέξεως «ατάλαντους» ένοιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Την έπιασαν οι ανασφάλειες. Μήπως ήταν και η ίδια ατάλαντη; Μήπως στα τριάντα της χρόνια οι ορίζοντες αντί να ανοίγουν, αρχίζουν να κλείνουν; Μήπως, τέλος, είχε θυσιάσει τα νιάτα της στον βωμό της νύκτας για τριάντα αργύρια; Για να αποφύγει τις δυσοίωνες σκέψεις κοίταξε τα μηνύματα στο whats up. Δύο ήταν από τον πρώην της: «Διάβασα ότι σας έκλεισαν. Εάν χρειασθείς κάτι, είμαι εδώ. Λάθος, όχι εάν χρειασθείς, όταν χρειασθείς». Χώριζαν κάθε Μάϊο, λίγο πριν φύγει για την Μύκονο. Επανασυνδέοντο κάθε Νοέμβριο, άμα τη επιστροφή της. Ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη της. Φέτος, θα τα ξανάφτιαχναν τον Αύγουστο. Ίσως να έκαναν για πρώτη φορά καλοκαιρινές διακοπές μαζί.