της Κέλλυς Σταυροπούλου
Την εποχή που ο François Catroux (1936-2020) άρχισε να ασχολείται με τη διακόσμηση, το interior design δεν ήταν κάτι προσιτό σε όλους. Αφορούσε ανθρώπους που μπορούσαν να κατανοήσουν επαρκώς την έννοια της κομψότητας. Ο ίδιος ο Catroux ήταν ένας αληθινά κομψός άνθρωπος. Όχι μόνο σε επίπεδο αισθητικής, αλλά και στον τρόπο που συνδεόταν με τους ανθρώπους, στη συμπεριφορά και τους τρόπους του. Χάρη σ΄ αυτή την έμφυτη κομψότητα μπήκε με άνεση σε κοσμικούς κύκλους και σ’ αυτό που ονομάζουμε υψηλή κοινωνία και κατέκτησε χωρίς να κοπιάσει ένα ελίτ πελατολόγιο, με όπλο την παιδεία και την αβρότητά του. Μια φορά τον ρώτησαν για την προέλευση ενός έργου τέχνης που υπήρχε στο σαλόνι του. Τότε απάντησε ότι ήταν δώρο από την Hélène Rochas, τη γνωστή Γαλλίδα επιχειρηματία που συνδέεται με τον ομώνυμο οίκο αρωματοποιίας. Όπως αποκάλυψε, η ίδια κάποια στιγμή είχε αγοράσει ένα πολυτελές γιοτ και προσέλαβε τον Catroux για να το διακοσμήσει. Όταν εκείνος ολοκλήρωσε το έργο, αρνήθηκε να της πάρει χρήματα γιατί στη διάρκεια του είχε περάσει μεγάλο διάστημα διαμένοντας στα υπέροχα σπίτια της Rochas και ένιωθε περισσότερο ότι είχε κάνει διακοπές, παρά ότι είχε εργαστεί. Σαστισμένη εκείνη και για να ευχαριστήσει τον ανένδοτο φίλο της πλέον, του αγόρασε το εν λόγω έργο τέχνης από την γκαλερί Kugel. Αν και ο Catroux υπήρξε ένας ευφυέστατος επιχειρηματίας που δούλεψε σε κάθε μεριά του κόσμου, όχι μόνο για ανθρώπους με τους οποίους δείπνησε μαζί ή έκανε ιστιοπλοΐα, αλλά για πολλούς περισσότερους, ιστορίες σαν αυτή καταδεικνύουν τον τρόπο που αντιμετώπιζε τους ανθρώπους και τη δουλειά του και τον λόγο που οι επιφανείς πελάτες του επέστρεφαν πάντα σ’ αυτόν, τον συνέστησαν με κλειστά μάτια και ήθελαν να τον φροντίζουν.
Η μεγάλη επιτυχία του François Catroux ήταν ότι τον επέλεγαν αφενός για το αναγνωρίσιμο μετά από ένα σημείο «στυλ Cartoux», αλλά κυρίως για τον χαρακτήρα του, ο οποίος παρεμπιπτόντως έμεινε αναλλοίωτος μέχρι τέλους. Πολλοί τον παρομοιάζουν με τον David Bowie, ο οποίος αντίστοιχα στη μουσική δεν εφηύρε ο ίδιος ένα μουσικό κίνημα, δεν έφερε την επανάσταση, αλλά το ταλέντο και η «χάρη» του τον έκαναν διαχρονικό ίνδαλμα. Έτσι και η δουλειά του Cartoux, αποτελεί σημείο αναφοράς στη διακόσμηση, για επαγγελματίες και φοιτητές, οι οποίοι μέσα από τα έργα του ταξιδεύουν χρονικά και αισθητικά: ξεφυλλίζοντας τα αρχεία του μπορεί από ένα περιβάλλον που προσομοιάζει με ταινία του Stanley Kubrick, να βρεθούν ξαφνικά στην αναβίωση του 18ου αιώνα.
Ψηλός και αδύνατος στην όψη, ορμητικός και γενναίος στον αέρα, έγινε γνωστός και εκτός Γαλλικών συνόρων, από το πρώτο κιόλας έργο του: τον εκθεσιακό χώρο της σχεδιάστριας μόδας Mila Schön στο Μιλάνο. «Ένας άδειος χώρος χωρίς έπιπλα, μοιάζει να ήρθε από το αύριο»: έγραφαν οι εφημερίδες τότε. Μετά άρχισαν να σχολιάζουν την έλλειψη εμπειρίας και τεχνογνωσίας του διακοσμητή-σταρ. Εκείνος, και πάλι με ευγένεια, απαντούσε: «Η κατάρτιση θα κατέστρεφε αυτό που έχω. Πιστεύω πολύ περισσότερο στον αυθορμητισμό». Το διεθνές jet set πείστηκε και τάχθηκε με τον μέρος του. Πολλοί από τους πρώτους πελάτες του, είχαν ήδη προλάβει να τον συναναστραφούν. Ο έμπορος τέχνης Aimé Maeght, ο μεγιστάνας Antenor Patiño, ο τραπεζίτης Guy de Rothschild, ο εκδότης Gardner Cowles Jr., του όποιου επιμελήθηκε την κατοικία στο Μανχάταν. Το δημιουργικό του απόγειο θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν η κατοικία του ίδιου και της γυναίκας του, Betty Catroux (πρώην μοντέλο της Chanel και μελλοντική μούσα του Saint Laurent). Ήταν ό,τι πιο φουτουριστικό είχε δει τότε ο κόσμος, το διαμέρισμα πολυφωτογραφήθηκε και εγκωμιάστηκε από όλα τα περιοδικά της εποχής: «ένα ισχυρό μείγμα επιρροών που κυμαίνονται από τη NASA και τον Stanley Kubrick έως τον David Hicks» είχε γραφτεί χαρακτηριστικά. Όταν πια μπορούσε να καυχηθεί ότι είχε βάλει τον μοντερνισμό στα σπίτια πολλών, κάπου στη δεκαετία του ‘80, άρχισε να «ζεσταίνει» το λεξιλόγιο του εισάγοντας και κλασσικά στοιχεία. Η Marie Chantal, που μεγάλωσε και ζει μέχρι σήμερα σε σπίτια που έχει διακοσμήσει ο Catroux, έχει πει χαρακτηριστικά: «Ο Catroux έκανε ως και τις αντίκες της οικογένειας μου να μοιάζουν επίκαιρες και φρέσκες. Αυτό που ήταν σημαντικό για εκείνον ήταν να καταλάβει πώς θέλεις να ζεις και μετά να βρει τον τρόπο να το κάνεις με στυλ και άνεση».
Τελικά ο gentleman του interior design ζει ακόμη μέσα από τα χιλιάδες σπίτια που διαμόρφωσε -κάποιοι ζουν σ’ αυτά μέχρι σήμερα, κάποιοι τα χαζεύουν σε περιοδικά και coffee table books. Ζει ακόμη και για την άλλοτε μούσα της μόδας και πάντα καλλονή σύζυγο του, Betty, που όταν μιλάει για τον ίδιο εξακολουθεί να τον περιγράφει σαν τον πιο ταλαντούχο άντρα που γνώρισε ποτέ που διέθετε την πιο καλή καρδιά του κόσμου.