του sir Taki Theodoracopulos
GSTAAD- Αποχωρίζομαι την παλιά καλή Ελβετία για τη βροχερή αλλά πάντα ευχάριστη Αγγλία, καθώς οι αγελάδες αρχίζουν να θυμίζουν τα κορίτσια της χορωδίας και το χωριό, το αλπικό Colditz (χωριό στη Γερμανία.) Έχει πολλά θετικά στοιχεία, είπε ένας σοφός άνδρας σε έναν φίλο μου που ήθελε να ζήσει στη Γαλλική Ριβιέρα όλο το χρόνο. Αυτό ήταν πριν από πολύ καιρό. Ο Νότος της Γαλλίας θυμίζει σήμερα τις περιγραφές του Trump για κάποιες χώρες της λατινικής Αμερικής, ένας «βόθρος» και πολύ ακριβός μάλιστα. Η πραγματική Ριβιέρα σήμερα βρίσκεται μακριά από την ακτή, πάνω στους λόφους, στο Saint-Paul-de-Vence και τα περίχωρα. Η υπόλοιπη Κυανή Ακτή, όπου Ρώσοι και Άραβες γκάνγκστερ έχουν αγοράσει όλα τα όμορφα σπίτια μπροστά από τη θάλασσα, μου θυμίζει το Μπακού, όπου κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα παιζόταν το Μεγάλο Παιχνίδι μεταξύ Ρώσων, Βρετανών και Γερμανών, με τον Sir Basil Zaharoff ( Έλληνας μεγαλοεπιχειρηματίας) να μπλέκεται και με τους τρείς.
Αλλά ξεχάστε τη Ριβιέρα (τη φανταστήκαμε για δύο κλάσματα του δευτερολέπτου), οι άνθρωποι που πρόσφατα μετακόμισαν εκεί, είναι πολύ κουλτουριάρηδες για ‘μένα. Αυτοί αποτελούν και τις πιο πρόσφατες αφίξεις εδώ στις Άλπεις, και ο καθένας μπορεί να τους συναντήσει στα λόμπυ των ξενοδοχείων και να τους ακούσει να συζητούν αν οι πλατωνικοί διάλογοι μπορούν να συγκριθούν ηθικά με το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Rousseau. Πέρα απ’ αυτό, και μετά από πολύ διάστημα που βρίσκομαι εδώ, αποφάσισα να ακολουθήσω τη συμβουλή του γιατρού και ν’ αλλάξω μέρος. Πρώτα ήταν η Αθήνα, τώρα όμως το Λονδίνο. Βρήκαμε ένα σπουδαίο σπίτι – η γυναίκα μου έχει ήδη μετακομίσει εκεί- και ήδη μου λείπουν οι αγελάδες, πολλές από τις οποίες έμοιαζαν σαν τη Vivien Duffield (Αγγλίδα φιλάνθρωπος) αλλά χωρίς την αγένειά της.
Έχετε υπόψη ότι θα επισκεπτόμαστε το σαλέ τα Χριστούγεννα, και από τον Μάρτη και όλο το καλοκαίρι θα είμαστε στην Ελλάδα – οπότε δεν είναι σαν να αφήνεις την Ιρλανδία για την Αμερική λόγω του λιμού της πατάτας. Απλά δεν αντέχω να ζω εδώ όλο τον χρόνο, όπως έκανα τα περασμένα χρόνια. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από κοσμηματοπωλεία και καταστήματα ρούχων, με τα βιβλιοπωλεία να σπανίζουν τόσο όπως οι Χριστιανικές εκκλησίες στη Σαουδική Αραβία. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν δύο βιβλιοπωλεία στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Και τα δύο σήμερα πωλούν μπιχλιμπίδια, και ένας συνταξιούχος αστυνομικός μου είπε ότι παρόλο που δεν απαγορεύεται να διαβάζεις βιβλία σε αυτή την πόλη, δεν είναι και κάτι που συνηθίζεται.
Εντάξει, θα μπορούσε να είναι και χειρότερα: Θα μπορούσα να είχα πάει στο Palm Beach πριν από 62 χρόνια, το έτος που αποφάσισα να είμαι ένας άσωτος υιός παρά εφοπλιστής. Το Palm Beach, όμως, ήταν σπουδαίο τότε. Η οικογένεια Phipps δεν είχε ακόμη πουλήσει τις μεγάλες εκτάσεις που κατείχε, οι οποίες έγιναν διαμερίσματα στο BBQ (Brooklyn, Bronx, and Queens), με ορδές ανθρώπων να κατεβαίνουν από τον Βορρά. Το μέρος ήταν μαγικό. Όλα πράσινα, συμμετρικά και με καλό γούστο. Καθόλου εγκληματικότητα, με μια υπέροχη αστυνομία και καλοπληρωμένη που ήξερε τους πάντες στο νησί. Παίζαμε τένις το πρωί στο B&T (BathandTennis) και ξανά το απόγευμα στο Everglades, στη Worth Avenue. Λίγο πιο κάτω στο δρόμο βρισκόταν το Alibi, το καλύτερο νυχτερινό κέντρο στο Palm Beach, όπου όλοι ήξεραν όλους. Είχε WASP (White Anglosaxon Protestant) κοινό, με παραδοσιακούς και χαμηλών τόνων πελάτες και με υπέροχους τρόπους.
Το WASPy κοινό μας άνοιξε τις πόρτες για την περίοδο των Χριστουγέννων και τις ανοιξιάτικες διακοπές, και μας υποδέχτηκε σαν να ήμασταν οικογένεια. Ο σπουδαίος παίχτης του polo και ο εραστής της Edwina Mountbatten, Laddie Sanford, αν και δεν με συνάντησε ποτέ, με προσκάλεσε στο σπίτι του για φαγητό χωρίς κάποιον ουσιαστικό λόγο, όπως και ο Winston Guest, παρά τη διαφορά δέκα πόντων στον αγώνα του polo. Πολλοί καλοί μου φίλοι από την αδελφότητα, είχαν σπίτια στο Palm Beach όσο ήμουν στο πανεπιστήμιο, και το τένις ήταν καταπληκτικό, ειδικά όταν έπαιζα με τον Stanley Rumbough, έναν σπουδαίο αθλητή και άνδρα της πολύ όμορφης Dina Merrill, της οποίας η μητέρα ήταν η πιο πλούσια γυναίκα στην Αμερική και είχε κτίσει το Mar-a-Lago Club, απέναντι από το B&T, που τώρα ανήκει στον Donald Trump. Και υπήρχε πάντα η δυτική πλευρά του Palm Beach, αν κάποιος έψαχνε κάτι βρώμικο. Το μόνο που έπρεπε κάποιος να κάνει ήταν να διασχίσει τη γέφυρα και μπροστά του έβρισκε αμέσως νυχτερινά κέντρα, στριπτιζάδικα και άφθονες πόρνες. Το επισκεπτόμασταν μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
Οι προγραμματιστές που έβγαζαν άπειρα λεφτά, οι νεοαφιχθέντες Bernie Madoff και οι φίλοι του, και ο εκσυγχρονισμός γενικότερα μετέτρεψαν αργά το παρθένο, εντυπωσιακό και συντηρητικό θέρετρο στα πρότυπα του Hollywood. Στο Palm Beach εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη πολλά χρήματα, αλλά είναι όλα καινούργια, με έναν χυδαίο τρόπο. Με τα όμορφα ισπανικά αρχιτεκτονικά θέρετρα σιγά-σιγά να καταρρέουν με τη σειρά τους, παρόλο που διατηρεί μερική από την παλιά μαγεία που αντανακλά ένα χωριό, όπου κάποιος μπορεί να αγοράσει μια Mercedes ή ένα διαμάντι πολλών εκατομμυρίων αλλά δεν μπορεί να πλύνει ένα πουκάμισο.
Δεν πειράζει. Επέλεξα τα βουνά αντί για το τροπικό περιβάλλον εξαιτίας της Ελλάδας και ήταν μια χαρά. Από τις πλαγιές στο κλαμπ, μετά σε περισσότερες πλαγιές, μετά σε ένα παιχνίδι τάβλι, μετά σε ένα νυχτερινό κέντρο, καταλήγοντας στο δωμάτιο. Δεν το μετανιώνω. Η Ευρώπη ήταν λιγότερο σκληρή από την Αμερική, λιγότερο δραματική, και με ανθρώπους πιο χαλαρούς. Βρήκα κάτι περίεργο στα slogan που αφορούν την Αμερική και σε αυτούς που τα λένε από ‘δω και από ‘κει. Για μια φορά ήμουν σωστός. Η ηθική τους βεβαιότητα οδήγησε σε μια κουλτούρα ασυγχώρητης ακύρωσης. Ένα εκφυλισμένο όργανο όπως οι New York Times ηγείται της ατζέντας- ένας καλός λόγος για να μείνεις μακριά. Πίσω στο 1960, μιλώντας με έναν ρεπόρτερ των Times που κάλυπτε τον Henry Cabot Lodge όταν κατέβαινε για αντιπρόεδρος των Ρεπουμπλικάνων, κατάλαβα το μίσος του άνδρα για τον Cabot Lodge και τον λόγο πίσω απ’ αυτό: Ο Lodge ήταν ανώτερης τάξης και πολύ όμορφος, ο κατάλληλος για χτύπημα.