του Χρήστου Ζαμπούνη
Όπως ο Νείλος, ο οποίος απλώνεται σε χιλιάδες παραποτάμους κατά την διαδρομή του, έχοντας όμως άγνωστη την πηγή του, έτσι και ο σνομπισμός διαθέτει πλείονες της μίας ερμηνείες, η προέλευση των οποίων δεν είναι σαφής.
Κάθε Τετάρτη, από τις 5 έως τος 7 το απόγευμα, ο κόμης Jacques de Ricaumont εδέχετο στο σαλόνι του διαμερίσματός του, επί του βουλεβάρτου Saint-Germain. Προσεχώρησα στον κύκλο του στα τέλη της δεκαετίας του ’80, θεωρώντας τιμή μου να συμμετέχω εις ένα salon litteraire, διότι περί αυτού επρόκειτο. Οι περισσότεροι από τους παρισταμένους ήμασταν συγγραφείς ή εκκολαπτόμενοι διάκονοι της γραφίδος. Πίναμε συνήθως τσάι, και ένα από τα αγαπημένα θέματα συζητήσεως του κόμητος ήτο ο σνομπισμός της θυρωρού της πολυκατοικίας του, εν παραλλήλω προς τον σνομπισμό ορισμένων εκπροσώπων της τάξεώς του, της γαλλικής αριστοκρατίας εν προκειμένω, που παρευρίσκονταν. Ήσαν αρκετοί εκείνοι που είχαν επιζήσει από την λαιμητόμο, ανάμεσά τους και η βαρώνη Philipinne de Rotchild. Δεν θα ξεχάσω ένα απόγευμα, στις 7 παρά πέντε, όταν ο butler από την Κεϊλάνη –κάπως αλλιώς λέγεται σήμερα η χώρα– μας οδηγούσε, σχεδόν σηκωτούς, προς τη εξώπορτα – ένας ψυχαναγκασμός του κόμητος με την ώρα. Ασθμαίνοντας η βαρώνη έφθασε στο κατώφλι, και απευθυνόμενη στον butler, είπε: «Pourriez-vous dire au comte que je suis venue lui dire que je ne pouvais pas venir?». «Μπορείτε να πείτε στον κόμη ότι ήλθα για να του πω ότι δεν μπορούσα να έλθω;». Splendid, που θα έλεγαν και οι φίλοι μας πέρα από την Μάγχη. Λίγα χρόνια αργότερα, προσερχόμενος στο salon ο monsieur le comte, όπως τον αποκαλούσαμε, μας προσέφερε ένα αντίτυπο του βιβλίου του που μόλις είχε εκδοθεί, υπό τον τίτλο «Eloge du snobisme», «Εγκώμιο του σνομπισμού». Στο εν λόγω δοκίμιο, μεταξύ άλλων, αναλύει την εξέλιξη του φαινομένου στο διάβα των αιώνων. «Για όλα φταίει ο Thackeray, ο οποίος επέβαλε την αρνητική χροιά της έννοιας, διότι, όπως οι άγγελοι, υπάρχει καλός και κακός σνομπισμός», σημειώνει. Η λέξις snob πρωτοεμφανίσθη το 1797, στο Cambridge, και διεχώριζε τους κατοίκους της πόλεως από τους φοιτητές. Το «Κλασσικό Λεξικό της Οξφόρδης» ξεκαθαρίζει ότι snob αρχικά απεκαλείτο ο υποδηματοποιός, λαμβάνοντας σαφείς αποστάσεις από την εξήγηση του «sine nobilitate», «δίχως ευγένεια». Σε μία επιστολή που μου απηύθυνε ο αναγνώστης Διονύσης Πελέκης απαντώντας στο άρθρο «Σνομπ η Εστία;», υπεστήριξε ότι «εις τον έλεγχον ο οποίος τους εδίδετο (σ.σ.: Στους μαθητάς που δεν είχαν ευγενική καταγωγή) εις το μάθημα των καλών τρόπων και της ευπρεπούσης εις το εξιδιασμένον περιβάλλον συμπεριφοράς, ο διευθυντής εσημείωνε ότι ο μαθητής εφέρετο sine nobilitate (κατά σύντμησιν – συγκοπή) snob, δηλαδή δεν επεδείκνυεν την εκ πατρώας καταγωγής ευγένειαν». Στο βιβλίο του «Book of Snobs» ο Thakeray έδωσε έναν άλλο ορισμό, πλησιέστερον του σημερινού, δηλαδή του ατόμου που φέρεται υπεροπτικά και περιφρονητικά σε αυτούς που θεωρεί κοινωνικά κατώτερούς του («Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας», της Ακαδημίας Αθηνών). Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης από την πλευρά του, στο «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», υποκύπτει στον πειρασμό του «sine nobilitate», αναφέροντας την πρώτη ερμηνεία, του υποδηματοποιού, ενώ συνεχίζει ορίζοντας τον snob ως «τον πομπώδη, τον κακομαθημένο και καυχησιάρη για την καταγωγή του ή και τον πλούτο του». Ας επιστρέψουμε όμως, στον κόμη μας. Ο Balzac, γράφει, ήταν ένας κακός snob, διότι πίστευε πως για έναν αστό μία δούκισσα ήταν πάντα τριάντα ετών. Αντιθέτως, ο καλός snob δέον να έχει την φήμη ενός «άπαρτου κάστρου. Οφείλει να αρνείται τις προσκλήσεις όσων θα ήταν υποχρεωμένος να ανταποδώσει και δεν επιθυμεί. Να μην υποκύπτει στις σειρήνες του χρήματος, της εξουσίας ή της διασημότητος, αλλά να επιλέγει τους φίλους γι’ αυτό που είναι, όχι γι’ αυτό που κάνουν (…) Η δυσκολία για τον snob είναι να συμφιλιώνει δύο αντιφατικές απαιτήσεις: χρειάζεται να γνωρίζει πολύ κόσμο; Χρειάζεται να βλέπει λίγο (…) Από τους καθώς πρέπει που ικανοποιείτο στην αρχή, να μεταβεί στους αρίστους». Προσυπογράφω.