Find what you love and let it kill you | Charles Bukowski

της Κέλλυς Σταυροπούλου

 

Σε κάποια από τις εκδόσεις του μυθιστορήματος «Γυναίκες» του Charles Bukowski, στο εξώφυλλο αναγράφεται ένα quote του συγγραφέα: «Αν είχα γεννηθεί γυναίκα, σίγουρα θα ήμουν πόρνη. Αλλά, αφού γεννήθηκα άντρας, λαχταρώ τις γυναίκες συνεχώς». Είναι μια εύστοχη φράση, που λειτουργεί πράγματι σαν κόκκινο πανί για κάποιον που ίσως να μη γνωρίζει το ποιόν του. Σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιος είναι αυτός ο θρασύδειλος, αγριάνθρωπος που ανάγει την πορνεία σε άσο στο μανίκι για τις γυναίκες και ταυτόχρονα είναι τόσο απροκάλυπτος για τις προθέσεις του απέναντί τους. Από έναν «τεράστιο» συγγραφέα όπως αυτός περιμένεις να διαβάσεις για υψηλά φρονήματα, για τη σπάνια σύνδεση μεταξύ των δύο φύλων και όχι για την ενστικτώδη μανία που περιγράφει εκείνος με ενοχλητικά απλές λέξεις. Αυτή η απλότητα, λες και μιλάει στον αγράμματο γείτονά του, είναι που συνεχίζει να σε ενοχλεί διαβάζοντάς τον. Μέχρι που γνωρίζεσαι καλύτερα μαζί του, χωρίς να κάνεις αναζήτηση στο Google, χωρίς να διαβάσεις τα άπαντά του. Ο Bukowski σού συστήνεται «ξερά» μέσα από τη γραφή του, δεν χρειάζεται περγαμηνές – ποτέ δεν χρειάστηκε.

Ο αμετανόητα αλκοολικός Γερμανο-Αμερικανός συγγραφέας που γεννήθηκε για να επιβιώνει και έζησε μια άθλια ζωή στο περιθώριο, γεμάτη φτώχεια και μιζέρια, στο εν λόγω αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα («Γυναίκες») είναι 50 ετών και έχει μόλις αρχίσει να αναγνωρίζεται ως ποιητής και να ζει από τα γραπτά του. Οπότε απολαμβάνει τη «δόξα» του ζώντας ως ροκ σταρ, μεθώντας 300 ημέρες τον χρόνο και επιδιδόμενος σε σεξουαλικές περιπέτειες. Εξαιτίας αυτής της ωμότητάς του απέναντι στο γυναίκειο φύλο, χαρακτηρίστηκε μισογύνης.

Στο αμέσως επόμενο βιβλίο του «Τοστ Ζαμπόν» περιγράφει την κακοποίηση που δεχόταν ως παιδί από τον πατέρα του. Αναφέρει τα γεγονότα με μια απόσταση, σαν να κάνει μια αδιάφορη καταγραφή κάποιων τυχαίων συμβάντων. Αλλά και με ακρίβεια, σαν να γράφει συνταγή για πασχαλινά κουλουράκια. Δεν ντρέπεται, ούτε προσποιείται, ούτε βάζει δραματικότητα. Δράμα είναι η ζωή του από μόνη της. Στο ίδιο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα περιγράφει πώς, μέσα στην αθλιότητα που ζούσε ως έφηβος, έβρισκε ανακούφιση διαβάζοντας στα κρυφά μεγάλους συγγραφείς. Και πώς τιμωρούνταν με σωματική βία γι’ αυτό. Δεν υπάρχει επιτήδευση, ούτε στημένοι χαρακτήρες που θα δώσουν ένα ενδιαφέρον και ευπώλητο στόρι. Αυτό είναι και ιστορικά γνωστό, άλλωστε, για τον Bukowski. Οπότε, σκέφτεσαι ότι το γράψιμο και η λογοτεχνία μπορεί να είναι πράγματι διέξοδος και αγνό, ατόφιο, αναπόφευκτο ταλέντο για κάποιους. Και όσο διαβάζεις τον «γκροτέσκο» και απροκάλυπτο Bukowski, τόσο τον αγαπάς. Τον αγαπάς γιατί χρησιμοποιεί τις λέξεις όπως είναι, τις βάζει στη σειρά χωρίς να συνειδητοποιεί ούτε ο ίδιος την αξία τους, και τελικά κάνει ποίηση που σε αγγίζει μέχρι το μεδούλι.

Έγραψε το πρώτο του διήγημα όταν ήταν 24 ετών. Και συνέχισε να γράφει, αλλά για πολλά χρόνια τον απέρριπταν οι εκδοτικοί οίκοι. Τα παράτησε και δεν ξανασχολήθηκε μέχρι τα 35 του περίπου, οπότε άρχισε πάλι να γράφει. Έστελνε εκατοντάδες σελίδες με ποιήματα και πεζογραφήματα στους εκδοτικούς οίκους. Του πήρε δεκαπέντε χρόνια καθημερινής δουλειάς πάνω στη γραφομηχανή του, παράλληλα με χειρωνακτική εργασία από δω κι από κει, για να μπορεί να ζει και κυρίως να μπορεί να εφοδιάζεται με «καύσιμα», δηλαδή με αλκοόλ. Στα 49 του εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα και από τότε δεν σταμάτησε να εκδίδεται και να επανεκδίδεται. «Ένιωθα ότι θα πεθάνω αν δεν γράψω», έχει πει. Όπως επίσης με τον γνωστό του προβοκατόρικο τρόπο έχει δηλώσει: «Δεν ήμουν πολύ καλός στο γράψιμο. Απλώς οι άλλοι ήταν πολύ κακοί. Συμπεριλαμβανομένου και του Shakespeare. Όλος αυτός ο φορμαλισμός… Σαν να μασάς χαρτόνι είναι».

Το περιοδικό Time τον χαρακτήρισε ως τον επιφανή Αμερικανό της κατώτατης τάξης. Είναι αλήθεια ότι στα 50 του, που αναγνωρίστηκε ως συγγραφέας και θα μπορούσε να καλογυαλίσει τη σοφιστικέ, μποέμικη εικόνα του και να την «πουλήσει» ακριβά στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, εκείνος προτίμησε να συνεχίσει να καπνίζει φτηνά τσιγάρα, να πίνει ντουζίνες μπίρες και να κάνει μεθυσμένο σεξ στο βρόμικο διαμέρισμά του. Σε αντίθεση με τον Hemingway, για παράδειγμα, που το πνεύμα του έγινε το εισιτήριο για να μπει στον κόσμο της αριστοκρατίας (ανεξάρτητα από το αν ένιωθε ευτυχισμένος μέσα σε αυτόν). Η εμφάνιση του Bukowski δεν βοήθησε ποτέ. Η βαριά ακμή που πέρασε στην εφηβεία του έγραψε ανεπιστρεπτί στο πρόσωπό του. Ο ίδιος δεν έπαψε ποτέ να βλέπει στον καθρέφτη του έναν αδιανόητα άσχημο άντρα.

Οι φράσεις που έχει πει υπάρχουν ακόμη σε ημερολόγια, αφίσες, wallpapers και γίνονται καθημερινά post σε προφίλ ανθρώπων στα social media, σε βαθμό που πλέον θεωρούνται κλισέ. Τόσα εκατομμύρια άνθρωποι, τόσες δεκαετίες μετά, θέλουν να χαρακτηριστούν από ένα quote του Charles Bukowski. Θα κάνω μια τυχαία επιλογή και θα αφήσω ένα από αυτά εδώ: «Find what you love and let it kill you».

Η Ornella Muti σε σκηνή της ταινίας “Ιστορίες καθημερινλης τρέλας” του Marco Ferreri, του 1981, που είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Charles Bukowski.

 

 

Ο Matt Dillon ενσαρκώνει και αυτός τον Henri Chinaski, alter ego του συγγραφέα, στη ταινία “Factotum”, σε σκηνοθεσία Bent Hamer, το 2005.

Charles Bukowski photo: Ulf Andersen/Getty Images/Ideal Image

Popular
Recent
About Men