του Αλέξανδρου Βαρνέζη
Την πρώτη ημέρα της πρωθυπουργίας του Winston Churchill, ο Χίτλερ εισέβαλε στην Ολλανδία και στο Βέλγιο. Τους επόμενους δώδεκα μήνες, τα γερμανικά βομβαρδιστικά θα σφυροκοπούσαν τη Βρετανία ασταμάτητα, σκοτώνοντας 45.000 Βρετανούς και καταστρέφοντας δύο εκατομμύρια σπίτια. Στο βιβλίο του «Οι Μέρες που Έχτισαν την Ιστορία» ο Erik Larson δείχνει με κινηματογραφική λεπτομέρεια πώς ο πιο εμβληματικός πολιτικός της Βρετανίας κατάφερε να εμπνεύσει ένα ολόκληρο έθνος την ώρα της πιο σκληρής δοκιμασίας.
Το ξημέρωμα της Παρασκευής της 10ης Μαΐου 1940, έχοντας πληροφορηθεί ότι οι Γερμανοί είχαν αρχίσει την εισβολή στην Ολλανδία και το Βέλγιο, και γνωρίζοντας ότι πιθανότατα θα αναλάμβανε τα καθήκοντά του πρωθυπουργού αργότερα εκείνη την ημέρα, ο Winston Churchill (1874 – 1965) πήρε το πρόγευμά του με τηγανητά αυγά και μπέικον και μετά απόλαυσε ένα πούρο. Ήταν ένα χορταστικό πρωινό για έναν ώριμο άνδρα 65 ετών, σε μια περίοδο που τότε πολλοί είχαν ήδη συνταξιοδοτηθεί. Αντίθετα εκείνος, μετά από δεκαετίες προσπαθειών, ήταν στα πρόθυρα να πετύχει τη δια βίου φιλοδοξία του να γίνει πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας. Την πρώτη εκείνη ημέρα της πρωθυπουργίας του Churchill κλήθηκε να διαχειριστεί τη μέγιστη απειλή εναντίον της χώρας του σ’ έναν αγώνα ζωής ή θανάτου. Τους επόμενους δώδεκα μήνες, τα γερμανικά βομβαρδιστικά θα σφυροκοπούσαν τη Βρετανία ασταμάτητα, σκοτώνοντας 45.000 Βρετανούς και καταστρέφοντας δύο εκατομμύρια σπίτια.
Στο βιβλίο του «Οι Μέρες που Έχτισαν την Ιστορία» ο Erik Larson δείχνει με κινηματογραφική λεπτομέρεια πώς ο πιο εμβληματικός πολιτικός της Βρετανίας κατάφερε να εμπνεύσει ένα ολόκληρο έθνος την ώρα της πιο σκληρής δοκιμασίας και δίδαξε στους συμπατριώτες του «την τέχνη του να είσαι άφοβος». Αντλώντας υλικό από ημερολόγια, αρχεία και έγγραφα των μυστικών υπηρεσιών –κάποια από τα οποία αποχαρακτηρίστηκαν πολύ πρόσφατα– ο Larson μας οδηγεί από τους βομβαρδισμένους δρόμους του Λονδίνου στην πρωθυπουργική κατοικία και στο καταφύγιο του Churchill στην ύπαιθρο, στις προσωπικές του στιγμές με την οικογένειά του και στις συζητήσεις με τους πιο έμπιστους συμβούλους του. Συνθέτει με μοναδική ζωντάνια το πορτρέτο ενός αληθινού ηγέτη που, μπροστά στον όλεθρο, μπόρεσε με τη ρητορική, τη στρατηγική του ιδιοφυΐα και το κουράγιο του να κρατήσει ενωμένο έναν λαό – και μια οικογένεια. Ο συγγραφέας γράφει χαρακτηριστικά για το πώς εμπνεύστηκε το βιβλίο:
«Μόνο όταν, πριν από μερικά χρόνια, μετακόμισα στο Μανχάταν, κατάλαβα πόσο διαφορετική ήταν η εμπειρία της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 για τους Νεοϋορκέζους απ’ ό,τι για εκείνους από εμάς που παρακολουθούσαν από μακριά τον εφιάλτη. Αυτή που δεχόταν επίθεση ήταν η πόλη τους. Σχεδόν αμέσως άρχισα να σκέφτομαι το Λονδίνο και τις γερμανικές αεροπορικές επιθέσεις του 1940-41, και αναρωτήθηκα πώς στο καλό είχε μπορέσει οποιοσδήποτε να τις υπομείνει: πενήντα επτά συνεχείς νύχτες βομβαρδισμών, που τις ακολούθησε μια σειρά όλο και πιο εντατικών νυχτερινών επιδρομών τους επόμενους έξι μήνες.
Ιδιαίτερα σκεφτόμουν τον Winston Churchill: Πώς το άντεξε; Και η οικογένειά του και οι φίλοι του; Πώς του φαινόταν να βομβαρδίζουν την πόλη του νύχτες ατελείωτες και να ξέρει πολύ καλά ότι αυτές οι αεροπορικές επιδρομές, όσο φρικτές κι αν ήταν, αποτελούσαν κατά πάσα πιθανότητα το προοίμιο για κάτι πολύ χειρότερο, μια γερμανική εισβολή από θαλάσσης και από αέρος, με αλεξιπτωτιστές να προσγειώνονται στον κήπο του, πάντσερ να διασχίζουν την πλατεία Τραφάλγκαρ και δηλητηριώδη αέρια να πλανιούνται στην παραλία όπου κάποτε ζωγράφιζε τη θάλασσα;
Αποφάσισα να το μάθω, και πολύ σύντομα συνειδητοποίησα ότι άλλο να λες «Συνεχίστε» και εντελώς διαφορετικό να το κάνεις. Επικεντρώθηκα στην πρώτη χρονιά της πρωθυπουργίας του Τσόρτσιλ, από τις 10 Μαΐου 1940 έως τις 10 Μαΐου 1941, που συνέπεσε με τις γερμανικές αεροπορικές επιχειρήσεις καθώς αυτές εξελίσσονταν από σποραδικές, φαινομενικά άσκοπες επιδρομές σε ολοκληρωτικές επιθέσεις εναντίον της πόλης του Λονδίνου. Η χρονιά τελείωσε με ένα Σαββατοκύριακο απόλυτης βίας, όπου το κοινότοπο και το φανταστικό συνέκλιναν για να σηματοδοτήσουν αυτό που αποδείχτηκε η πρώτη μεγάλη νίκη του πολέμου.
Αυτό που ακολουθεί δεν είναι με κανέναν τρόπο μια πλήρης καταγραφή της ζωής του Τσόρτσιλ. Υπάρχουν άλλοι συγγραφείς που εκπλήρωσαν αυτόν τον σκοπό, ιδιαίτερα ο ακούραστος αλλά δυστυχώς όχι αθάνατος βιογράφος του Martin Gilbert, που η οκτάτομη μελέτη του θα ικανοποιούσε οποιαδήποτε επιθυμία ακόμα και για τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες. Η δική μου είναι μια πιο προσωπική αφήγηση που εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο ο Τσόρτσιλ και ο κύκλος του κατάφερναν να επιβιώνουν σε καθημερινή βάση: τις σκοτεινές στιγμές και τις φωτεινές, τις ρομαντικές εμπλοκές και τις πανωλεθρίες, τη θλίψη και το γέλιο, αλλά και κάποια ιδιαίτερα περιστατικά που αποκαλύπτουν πώς ζούσε στ’ αλήθεια ο κόσμος κάτω από την ατσάλινη καταιγίδα του Χίτλερ. Αυτή ήταν η χρονιά που ο Churchill έγινε ο Churchill, το μπουλντόγκ με το πούρο που όλοι νομίζουμε ότι γνωρίζουμε, όταν έβγαλε τους σπουδαιότερους λόγους του και έδειξε στον κόσμο τι θα πει θάρρος και ηγετική ικανότητα.»
Ο Erik Larson σπούδασε ρωσική ιστορία και πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και πήρε μάστερ στη δημοσιογραφία από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Έχει γράψει οκτώ βιβλία, έξι από τα οποία έγιναν best seller των New York Times. Το βιβλίο “Οι Μέρες που Έχτισαν την Ιστορία”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ.