του Λάμπη Ταγματάρχη
Τι είναι αυτό που ορίζει κάτι ως έργο τέχνης; Ποιος καθορίζει την τιμή των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων; Iσχύουν οι αρχές της δημοκρατίας στην αισθητική; Ο εμπνευστής της Cheapart, Γιώργος Γεωργακόπουλος, με αφορμή το φεστιβάλ «Back to Athens 2021» μιλάει στο MANCODE.
Φροντίζετε πάντα τόσο πολύ το ντύσιμο σας;
Θα έλεγα πως αυτή είναι η στολή μου… Η κακομοιριά και η μιζέρια δεν ταιριάζουν σε όσους ασχολούνται με την τέχνη.
Εσείς ασχολείστε με πολλούς τρόπους μαζί της.
Είμαι ζωγράφος και επιμελητής εκθέσεων.
Θα πρόσθετα και δημιουργός επιτυχημένων projects, και συγγραφέας, και γκαλερίστας.
Ας κρατήσουμε τα δύο πρώτα. Όλα τα άλλα είναι συνεπακόλουθα.
Πριν από λίγες μέρες ολοκληρώθηκε το φεστιβάλ σας Back to Athens. Πώς ξεκίνησε αυτή η ιδέα;
Ξεκίνησε το 2012, όταν η Αθήνα πληττόταν από το μεταναστευτικό κύμα. Είχαμε ανοίξει το CAMP πάνω στην Πλατεία Κοτζιά. Ένα πολύ όμορφο μέρος, στο οποίο είχαν γίνει πολλές εκθέσεις. Τότε είδαμε για πρώτη φορά στρατιές δυστυχισμένων ανθρώπων, προσφύγων, να κοιμούνται κυριολεκτικά στον δρόμο. Το τραγικό ήταν ότι, αν κάποιος από αυτούς πέθαινε, κανείς δεν θα ήξερε το όνομά του, την καταγωγή του, τη γλώσσα του, τη θρησκεία του.
Ο υπότιτλος του φετινού φεστιβάλ ήταν «Profiles of the Future» (προέκταση στο μέλλον).
Ναι. Δανειστήκαμε τον τίτλο από το ομώνυμο βιβλίο του Arthur Clarke που δημοσιεύτηκε το 1961, όπου θέτει μεταξύ άλλων ένα πολύ σημαντικό ερώτημα: Βλέπουμε στο μέλλον το τι θα μπορούσε να συμβεί, στα όρια του ανέφικτου, και αδυνατούμε να δούμε αυτό που έχουμε εκείνη τη στιγμή μπροστά μας, που μας επηρεάζει άμεσα. Αυτή ήταν και η έμπνευση πίσω από την έκθεση.
Είστε μόνος σας σε όλο αυτό το εγχείρημα;
Όχι, δεν είμαι μόνος μου. Είμαστε μια μικρή ομάδα όπου ο καθένας είναι εξειδικευμένος στον τομέα του. Η Φωτεινή Καπίρη, ο Christan Rupp, άλλος στην τέχνη, άλλος στην επικοινωνία και άλλος στα λειτουργικά ζητήματα που προκύπτουν.
Υπάρχουν χορηγοί σήμερα για αντίστοιχα εγχειρήματα;
Βεβαίως υπάρχουν, αλλά υπάρχουν κι αυτοί που πιστεύουν πως είναι χορηγοί, ενώ δεν είναι.
Τι εννοείτε;
Εννοώ πως χορηγός δεν είναι αυτός που στέλνει τρία καφάσια μπίρες ή κρασιά στα εγκαίνια μιας έκθεσης και απαιτεί να μπει το λογότυπο της εταιρείας του παντού. Γιατί, αν είναι έτσι, να του δώσουμε εμείς σε μετρητά το αντίτιμο των τριών καφασιών και να βάλει το όνομά μας στις μπίρες του ή στα κρασιά του.
Μιας και μιλάμε για τα εγκαίνια μιας έκθεσης (με ή χωρίς χορηγό), πείτε μου πώς νιώθει ένας καλλιτέχνης πριν ανοίξουν οι πόρτες της γκαλερί;
Άγχος, νευρικότητα, προσμονή… Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται… Ο καλλιτέχνης βρίσκεται στην πιο ευαίσθητη φάση του και είναι ευάλωτος. Όσο πιο άπειρος είναι τόσο πιο ευάλωτος, όσο πιο έμπειρος τόσο πιο ξεροκέφαλος.
Τι είναι η cheapart;
Η cheapart είναι ένα εργαλείο που μας βοήθησε να σχεδιάσουμε το όχημα για να ανοίξουμε νέους δρόμους. Να μη μένουμε στα ίδια, ακόμη κι αν τα επινοήσαμε εμείς.
Τα πρώτα βήματα της ομάδας;
Προχωρήσαμε σε απρόσμενες, καινοτόμες πολιτιστικές λύσεις, παλαιότερα το TAF (The Art Foundation), το CAMP (Contemporary Art Meeting Point), αλλά και πιο πρόσφατα το Αθήνα Σημεία Τομής (Athens Intersection), ένα εκτεταμένο πρόγραμμα πολιτιστικών εκδηλώσεων στο εμπορικό τρίγωνο
της Αθήνας, σε συνεργασία με το Athens Trigono και τον Δήμο Αθηναίων. Δεν είναι τυχαίο ότι το βάρος των πολιτιστικών δράσεων εντοπίζεται σε ιστορικές γειτονιές της Αθήνας, όπως Εξάρχεια, Μοναστηράκι, Πλατεία Κοτζιά, εμπορικό τρίγωνο.
Είστε ο πρωτεργάτης αυτής της ιδέας;
Ναι, συνιδρύσαμε την cheapart με τον Δημήτρη Γεωργακόπουλο, τη Φιόνα Μουζακίτη και αργότερα προστέθηκαν στην αρχική ομάδα η Φωτεινή Καπίρη, ο Χρήστος Κεχαγιόγλου και ο Λευτέρης Πλακίδας. Και ναι, cheapart: «φθηνή τέχνη» ως προς τον τίτλο. Αλλά, με τα χρόνια πλέον, είναι ένας δόκιμος όρος που δεν αναρωτιέται κανείς «τι είναι;». Είναι σχεδόν μία λέξη πια. Η cheapart μάς έμαθε να σκεφτόμαστε out of the box.
Όταν ορίζετε τη «φθηνή τέχνη», ταυτόχρονα ορίζετε και το αντίθετό της, την «ακριβή τέχνη»;
Σωστά. Αν υπάρχει Θεός, υπάρχει και διάβολος.
Και αν υπάρχει χαρά, υπάρχει και λύπη.
Αυτό ακριβώς ήταν και το παιγνιώδες της ιστορίας. Διότι υπάρχει η ερώτηση «τι είναι φθηνό;», «τι είναι ακριβό;». Εμείς προβάλαμε τη «φθηνή, αλλά πολύτιμη τέχνη». Ακριβώς αυτή η σκέψη ήταν που μας οδήγησε στον σχεδιασμό των πρώτων εκθέσεων, οι οποίες είχαν να κάνουν με την απλούστατη λογική ότι όλα τα έργα θα έχουν μία και μόνη τιμή. Τότε σε δραχμές ήταν δεκαπέντε χιλιάδες. Τι κι αν είναι από χρυσό… τι κι αν ήταν από το «τίποτα»… από χαρτί, από τσίχλα; Υπήρχε μια –θα το πούμε– αισθητική εκδημοκρατικοποίηση. Όχι με την πολιτική έννοια, αλλά με τη λογική ότι ο επισκέπτης που βλέπει τα έργα δεν θα αγοράσει με βάση το «ποιος είναι ο ακριβός/ποιος είναι ο φθηνός». Θα πάρει αυτό που του αρέσει. Θεωρώ ότι εκείνη την εποχή αυτό το σενάριο και όπως πράγματι λειτούργησε ήταν ελαφρώς ριζοσπαστικό.
Και τώρα που έχουμε το ευρώ, ποια είναι η ενιαία τιμή;
Τώρα είναι 80 ευρώ, όπως και στη Βιέννη, στο Άμστερνταμ, στη Θεσσαλονίκη ή στη Λεμεσό όπου εξαπλώθηκε η Cheapart.
Υπάρχει στην τέχνη η λογική τού ό,τι πληρώνεις παίρνεις;
Όχι, δεν υπάρχει. Η τέχνη έχει μια διαφορετική προσέγγιση. Έχει αισθητικά θέματα. Δηλαδή, αν σου αρέσει κάτι, το παίρνεις. Το παίρνεις χωρίς κάποιον άλλο συγκεκριμένο λόγο. Αυτή είναι η πιο απλή πλευρά. Υπάρχουν και αυτοί που θέλουν όμως να ολοκληρώσουν μια συλλογή ή να δημιουργήσουν μια νέα. Σε διεθνές επίπεδο είναι ένας πολύ μεγάλος οικονομικός τομέας που έχει κέρδη αλλά και ζημιές.
Τελικά, την τιμή ενός έργου ποιος την ορίζει; Ο καλλιτέχνης, η γκαλερί, ο μεσάζων, η αγορά;
Πολλές φορές και όλοι οι παράγοντες μαζί. Για μένα είναι μια γκρίζα ζώνη όλο αυτό.
Η σημασία των γκαλερί;
Αν καλλιτέχνης είναι ο τροχός που κινεί τον μηχανισμό της τέχνης, οι γκαλερί είναι ο μηχανισμός της τέχνης.
Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο;
Ο πελάτης δεν έχει πάντα δίκιο, ειδικά όταν η άποψή του στηρίζεται στην απόλυτη άγνοια.
Ακούμε για μυθικά ποσά στις δημοπρασίες, ακόμη και για έργα που εξατμίζονται και αυτοκαταστρέφονται. Πώς το εισπράττετε αυτό;
Από την πίτα που δεν τρως δεν σε νοιάζει αν καεί. Κάπως έτσι. Βέβαια έχει ένα ενδιαφέρον.
Έχουμε –πιο σωστά έχουν– φτάσει και σε ακρότητες…
Πάντα γίνονταν, απλώς σήμερα λόγω του διαδικτύου και της ταχύτητας της πληροφορίας έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη διάσταση.
Εσείς πλέον με την εμπειρία σας πώς ορίζετε την τέχνη;
Αυτό είναι κάτι που το ορίζει η ιστορία της τέχνης. Εμείς είμαστε απλώς θεατές.
Και την ιστορία της τέχνης ποιος τη γράφει;
Τη γράφουν αυτοί που δημιουργούν, οι καλλιτέχνες και στη συνέχεια ο περιβάλλων χώρος αυτών, όπως οι συλλέκτες, οι ιστορικοί, τα μουσεία κ.ο.κ.
Τι είναι αυτό που ορίζει κάτι ως έργο τέχνης;
Αυτό είναι ένα καθαρά φιλοσοφικό ερώτημα. Είναι δύσκολη ερώτηση. Ένα έργο τέχνης είναι και το πιο ασήμαντο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας
καλλιτέχνης ανακατεύοντας τα χαρτιά του και μόνο.
Μπορεί να κάνει ένα έργο τέχνης ένας μη καλλιτέχνης;
Δεν γίνεται. Κάτι που δημιουργεί ένας μη καλλιτέχνης είναι χειροτεχνία. Ένας που φτιάχνει, για παράδειγμα, «κάτι» με μάρμαρο είναι μαρμαροτεχνίτης, ενώ γλύπτης είναι κάποιος που δημιουργεί τέχνη με το μάρμαρο, χωρίς όμως αυτό να είναι δικο για τον μαρμαροτεχνίτη. Έχει να κάνει με
την ιδιότητα αυτού που το δημιουργεί.
Ένας καλλιτέχνης δημιουργεί πρώτα για τον εαυτό του και μετά για τους άλλους;
Ο καλλιτέχνης δεν δημιουργεί για τους άλλους. Επηρεάζει τους άλλους.
Σας έχει τύχει να βρεθείτε μπροστά σε ένα έργο τέχνης και να μην καταλαβαίνετε τι θέλει να πει ο «ποιητής»;
Η τέχνη έχει και τις ιδιοτροπίες της. Και εμένα, αν με βάλετε μπροστά σε ένα μηχανολογικό θαύμα, μάλλον δεν θα καταλάβω τίποτα. Η τέχνη είναι
ένα πνευματικό προϊόν. Το αν θα αρέσει ή όχι δεν απασχολεί και πολύ τον καλλιτέχνη, εκτός κι αν ο ίδιος έχει κάποιον σκοπό, όπως το να προκαλέσει.
Βέβαια υπάρχει και η περίπτωση να πέσεις στην παγίδα της λογοκρισίας.
Υπάρχει λογοκρισία στην τέχνη;
Υπάρχει μια αυτολογοκρισία. Πάντα υπήρχε.
Στις μέρες μας υπάρχει «ο φτωχός καλλιτέχνης»;
Δεν νομίζω ότι υπήρχε ποτέ και τολμώ να πω ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες είχαν μια καλή ζωή. Αλλά και σήμερα οι καλλιτέχνες δεν ζουν αποκλειστικά από την τέχνη, αλλά από την πρωτοβάθμια, τη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, από την εργασία τους σε μουσεία και υπουργεία, ώστε να εξασφαλίζουν τα βασικά για τις προσωπικές και οικογενειακές ανάγκες τους αλλά και να βρίσκουν τον χώρο και τον χρόνο για να είναι δημιουργικοί και να παράγουν. Όμως αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Δύσκολα θα βρεθεί ένας καλλιτέχνης που ζει μόνο από τα έργα του.
Οι νέοι έρχονται στις εκθέσεις;
Ναι, κυρίως νέοι έρχονται. Παρεμπιπτόντως, οι νέοι καλλιτέχνες ήταν αυτοί που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία αλλά κι αυτοί που
γκρίνιαξαν λιγότερο.
Mια καλή ιδέα γεννά ένα καλό έργο;
Τίποτα δεν είναι προδιαγεγραμμένο να γίνει καλό ή κακό, αυτό θα προκύψει μόνο από την υλοποίηση του έργου.
Τι είναι πιο δύσκολο. Να φτιάξετε μια έκθεση ή ένα έργο;
Είναι δύο διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους. Το θέμα είναι τι σου προσφέρει μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Και τα δύο μου προσφέρουν μεγάλη ευχαρίστηση, αλλά στην προκειμένη περίπτωση το να φτιάξω μια έκθεση ακόμη μεγαλύτερη.
Μπορεί ένας κακός καλλιτέχνης να κάνει ένα καλό έργο;
Βεβαίως, όπως και ένας καλός καλλιτέχνης να κάνει ένα κακό έργο. Δεν είναι κακό αυτό, καθώς αυτή είναι η διαδικασία. Όλα είναι πειραματικά.
Σήμερα υπάρχουν πρωτοπόροι της τέχνης;
Βεβαίως. Πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν. Απλώς τον πρωτοπόρο θα τον καταλάβεις όταν πάψει να είναι.
Μπορείτε να μας αναφέρετε κάποιους πρωτοπόρους της τέχνης κατά την άποψή σας;
Πρωτοπόροι υπάρχουν σε κάθε εποχή στην τέχνη, ο Duchamp, o Μιχαήλ Άγγελος, ο Courbet, η Louise Bourjeois, ο Jeff Koons, αλλά και ο Μόραλης ή ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ήταν πρωτοπόροι στην εποχή τους. Δεν είναι ένας ο τομέας. Παντού υπάρχουν. Και δεν ξέρει κανείς πού θα καταλήξει
κάποιος και πού θα είναι καλύτερος.
Η παράδοσή μας επηρεάζει την εξέλιξη;
Αν κάναμε τέχνη προσκολλημένοι στην παράδοση, δεν θα υπήρχε τίποτε πέρα από λουλουδάκια, πουλάκια και αγίους.
Μήπως την αδικείτε;
Ο πολιτισμός του καθενός ξεχωριστά και κατ’ επέκτασιν της χώρας όπου ζούμε φαίνεται από τον τρόπο που χρησιμοποιούμε για να συζεύξουμε την
παράδοση και την ιστορία με τη σύγχρονη ζωή μας.
Φωτογραφίες: Γιάννης Βασταρδής