του sir Taki Theodoracopulos
St. Moritz—Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολύ καιρό πριν, το St. Moritz ήταν το σπουδαιότερο θέρετρο του κόσμου, μια χειμερινή «χώρα των θαυμάτων» για βασιλιάδες, αριστοκράτες και μεγιστάνες της ναυτιλίας. Θα έλεγα ότι το μέρος έφτασε στο peak του κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’40 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’60, κι όπως συνέβη και με άλλα μεγάλα παλιά θέρετρα παγκοσμίως, από τότε η πορεία του είναι κατηφορική. Ο λόγος είναι προφανής: Οι νεόπλουτοι βάρβαροι υπερτερούν αριθμητικά της παλιάς φρουράς, και τα θέρετρα χρειάζονται άτομα που να ξοδεύουν πολλά χρήματα. Αυτοί ζουν σε ξενοδοχεία, τρώνε κάθε μέρα έξω, πάνε στα κλαμπ, και αφήνουν τα χρήματά τους στις μπουτίκ του δρόμου που πωλούν μόνο ακριβά κοσμήματα. Κάτω από τη λίμνη, κίτρινα πέτρινα διαμερίσματα που μου θύμιζαν αυτά του δημοτικού συμβουλίου έχουν πολλαπλασιαστεί από την τελευταία φορά που βρέθηκα εδώ, δημιουργώντας μου την υποψία ότι κάποιος δωροδοκήθηκε με αρκετά χρήματα για να επιτρέψει αυτές τις φρικαλεότητες.
Σήμερα το St. Moritz είναι μια μεγάλη, ασφυκτική πόλη αλλά οι πλαγιές, τα μονοπάτια της κοιλάδας για σκανδιναβικό σκι, η καλυμμένη με πάγο λίμνη όπου διεξάγονται αγώνες πόλο και ιπποδρομίες, και τα cresta runs, το καθιστούν ένα μοναδικό θέρετρο για σκι. Λόγω του ότι θα έμενα μόνο δυο ημέρες, άφησα πίσω τον εξοπλισμό του σκι και καθώς περπατούσα γρήγορα στην τεράστια λίμνη, άκουσα βρετανικές κραυγές ευφημισμού και γιουχαΐσματα. Κοίταξα κι εκεί βρίσκονταν κάμποσοι Βρετανοί με σκούρα παλτό πάνω από τα λευκά παντελόνια τους να παίζουν κρίκετ στο βαθύ χιόνι. Φαίνονταν γελοίοι αλλά είχε πολλή πλάκα, και κάποιοι απ΄ αυτούς έπαιζαν καλά. Δυτικά της λίμνης βρίσκεται το –χτισμένο το 1864- Grand Hotel des Bains, τώρα με το όνομα Kempinski, του οποίου η λευκή belle époque κατασκευή του εναρμονίζεται με τις όμορφα διατηρημένες πίστες σκανδιναβικού σκι που εκτείνονται κατά μήκος για μίλια.
Όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά το St. Moritz τη δεκαετία του ’50, έμεινα στο Palace Hotel, και κοιτώντας από ψηλά παρατήρησα μια παρθένα κοιλάδα και μια λίμνη που περιβαλλόταν από δέντρα, αλλά τώρα είναι περικυκλωμένη από άσχημα κτίρια. Αυτό λέγεται πρόοδος. Αλλά όπως έχω γράψει και παλαιότερα, το Corviglia Club δεν έχει αλλάξει καθόλου. Τα μέλη του παραμένουν νέα, ελκυστικά, φιλικά και κομψά, όπως ακριβώς ήταν κι όταν εγώ έγινα μέλος, μία ή δύο γενιές πριν. Ήμουν κολακευμένος που καθόμουν δίπλα στη γυναίκα του Προέδρου και στα δεξιά μου είχα την πανέμορφη Mafalda του Hesse κατά τη διάρκεια του μεγάλου σαββατιάτικου πάρτι 300 ατόμων. Είδα πολλούς παλιούς μου φίλους όπως τους Michel de Carvalho, Rolf Sachs, Jean de Yturbe, τον Γιώργο Λιβανό, τον Πρίγκιπα Παύλο, συν τον ερωτύλο Arki Busson, και κατάφερα να πέσω στο πάτωμα μεθυσμένος στο τέλος, παίρνοντας μαζί μου και τη γλυκιά Darcy Rigas. Ο Πρόεδρος του club, Πρίγκιπας Augusto, με βοήθησε να σηκωθώ και μου είπε ότι ήταν ώρα να πάω σπίτι. Τόσα πολλά για μια κομψή έξοδο, που είναι κρίμα, επειδή βαθιά μέσα μου γνωρίζω ότι ήταν η τελευταία μου φορά στο Engadin.
Μόλις επέστρεψα στο Gstaad επέβαλα στον εαυτό μου μια αυστηρή δίαιτα ενός ποτού τη βραδιά, και κατάφερα να το διατηρήσω για δυο βράδια στη σειρά. Ω! ναι, παραλίγο να ξεχάσω το kickboxing. O Nicola Anouilh και εγώ ήμασταν έτοιμοι για λίγη δράση στο γυμναστήριο Saanen, αλλά αποδείχθηκε ότι ήταν λίγο μονόπλευρο. Και μ’ αυτό εννοώ ότι τόσο οι ντόπιοι όσο και οι πλούσιοι που επισκέπτονται το Gstaad ξέρουν να προκαλούν, αλλά δεν έχουν τα κότσια. Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω: Ο αντίπαλος φοράει γάντια που μοιάζουν με αυτά του μπέιζμπολ και ο επιθετικός ακολουθεί τις εντολές του catcher, αριστερά, δεξιά, hook, uppercut, κλωτσιά, κλωτσιά αριστερά, δεξιά, hook και ούτω καθεξής. Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες έμοιαζαν άγριοι, ρίχνοντας μπουνιές και κλωτσιές σαν να μην υπάρχει αύριο- το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχε ανταπόδοση. Αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τον τρόπο που έμαθα εγώ κάποτε καράτε και box. Ρίχνεις μια δεξιά με δικό σου ρίσκο καθώς ένα σκληρό απότομο χτύπημα στη μύτη είναι το αντίδοτο.
Γρήγορο χτύπημα, γρήγορο χτύπημα, δεξί κροσέ, χαμηλή κλωτσιά, ψηλή κλωτσιά, λαβή, γρήγορο χτύπημα… Είναι εύκολο όταν κανείς δεν ανταποδίδει το χτύπημα. Όπως είχε πει χαρακτηριστικά ο Mike Tyson: «Όλοι έχουν από ένα σχέδιο έτοιμο μέχρι να φάνε την πρώτη γροθιά στο στόμα». Όσον αφορά την άσκηση, είναι από τις καλύτερες που είχα ποτέ. Σε ελάχιστο χρόνο, η καρδιά σου «τρέχει» με ένα μίλι το λεπτό και λαχανιάζεις, αλλά ρίχνεις γροθιές και κλωτσιές και όσο περνά ο χρόνος με μεγαλύτερη ένταση μέχρι να ακούσεις τη λέξη «σταματήστε» και μετά προσπαθείς να αναπνεύσεις όσο καλύτερα γίνεται και μετά ξανά από την αρχή όλη η διαδικασία. Μετά από μια ώρα τέτοιας άσκησης, δεν έχεις καμιά όρεξη (ούτε ακόμη και για τη Lily James ή την Greta Gerwig) παρά να ξαπλώσεις μόνος σε ένα δροσερό μέρος, να κλείσεις τα μάτια σου και να μην σκεφτείς τίποτα απολύτως. Αλλά στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει, γι’ αυτό το κάνουν όλοι. Δεν υπάρχει φόβος, κανένας κίνδυνος, καμιά συγκίνηση της κατάκτησης, μοιάζει λίγο σαν να κάνεις έρωτα με μια πλαστική κούκλα, αλλά και πάλι αποτελεί την καλύτερη προπόνηση.
Και τώρα ήρθε η στιγμή για μερικές πικρές αλήθειες: Για αρκετό καιρό οι αδιάκριτοι βομβαρδισμοί της Γάζας από τους Ισραηλινούς ή της Υεμένης από τους Σαουδάραβες αντιμετωπίζονται ως παλιές ειδήσεις από τα media. Τώρα που οι Ευρωπαίοι Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί σφαγιάζονται, είναι πρωτοσέλιδο. Είναι ομόθρησκοί μου οι Ουκρανοί, και αυτή τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο, κρατούν γερά, αλλά το να δολοφονείς αθώους είναι σε όλες τις γλώσσες μια δολοφονία. Κι αν για μια στιγμή πιστεύετε ότι οι Ρώσοι δισεκατομμυριούχοι θα εκδιωχθούν και θα σνομπάρουν το Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη, μάλλον τότε πιστεύετε και ότι οι γυναίκες του Boris Johnson τον απάτησαν και ήταν λάθος τους.