του Sir Taki Theodoracopulos
Η ειρωνεία είναι ότι μία από τις πιο στενές φίλες μου ονομάζεται Debonair, αν και εκείνη το συλλαβίζει διαφορετικά. Οι περισσότεροι από τους φίλους της την αποκαλούν Debbie και είναι η κόμησσα Leopold von Bismarck, παντρεμένη με τον δισεγγονό του Σιδηρού Καγκελαρίου.Η κυριολεκτική μετάφραση της λέξης είναι «ευγενική και γοητευτική», και η Debbie είναι και τα δύο, είναι επίσης όμορφη και μητέρα τεσσάρων μεγάλων αγοριών. Οι Bismarcks ζουν στο Λονδίνο και είναι γνω- στοί για τα πολυτελή πάρτι τους. Η ζωή τους μπορεί να περιγραφεί ως debonair, αν και οι ίδιοι προτιμούν το «καλλιτεχνική».
Ένας debonair καλλιτέχνης είναι αυτός-ή που ξέρει πόσο μακριά μπορεί να πάει. Αισθανόμενοι τον δρόμο τους, οι καλλιτέχνες ανοίγουν μια μυστική πόρτα, πίσω από την οποία κρύβεται ένας ολόκληρος κόσμος. Η γλυπτική είναι ένας παραμελημένος κόσμος λόγω της τρέχουσας περιφρόνησής της, αλλά εξακολουθεί να είναι η ευγενέστερη τέχνη. Κατ’ αρχάς, είναι η μόνη που μας υποχρεώνει να κινηθούμε γύρω της. Με τον Φειδία και τον Μιχαήλ Άγγελο δεν έχουν ποτέ εξισωθεί –ή ακόμα και πλησιάσει– οι μοντερνιστές.
Οι μποέμ καλλιτέχνες ήταν πάντα debonair, επειδή ντύνονταν σωστά, αλλά όμως άσχημα, στο παρελθόν. Τα κολάρα τους ήταν βρόμικα και τα νύχια τους ακόμη χειρότερα, αφού ασχολούνταν με τον πηλό όλη την ημέρα. Τη γοητεία της ζωής τους αφηγούνται οι όπερες και τα μυθιστορήματα. Οι Γάλλοι καλλιτέχνες που ζούσαν σε μια σοφίτα και επίτηδες δεν έτρωγαν τίποτα. Τραγουδού- σαν για την αγάπη και τη Mimi, για τα αστέρια και για την γκρίζα βρύση στο πάρκο Monceau. Αν και θα παρατηρήσετε ότι οι περισσότερες ωδές στους μποέμ είναι τρυφερές μνήμες και γίνονται σε παρελθόντα χρόνο. Το πα ρελθόν πάντοτε ακούγεται debonair, όπως θα έπρεπε. Αυτές ήταν οι «ευτυχισμένες μέρες της χρυσής μας νιότης» ή «πολύ καιρό πριν αγαπούσαμε και ήμασταν νέοι». Βλέπετε τι εννοώ; Όπως η ιλαρά, που είναι απολαυστική εκ των υστέρων, επειδή θυμόμαστε μόνο την περίοδο της αναρρώσεως.
Τα κλεμμένα φιλιά είναι debonair, αν και το #MeToo κίνημα σύντομα θα τα κάνει ποινικό αδίκημα. Οι σχέσεις μεταξύ των φύλων έχουν σίγουρα αλλάξει τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια και έχουν μπερδευτεί. Οι γυναίκες τώρα ενθαρρύνονται να συμπεριφέρονται, όπως και να συναγωνίζονται τους άνδρες, για να είναι δύσκολες και δυναμικές, ενώ οι άνδρες έχουν ενθαρρυνθεί να σκέφτονται τις γυναίκες όχι πλέον ως το ωραίο και ευγενές φύλο –να τις αντιμετωπίζουν με προσοχή και σεβασμό–, αλλά απλώς ως ισότιμες οι οποίες δεν είναι αρκετά ίσες.
Δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα debonair στη μάχη των φύλων, ειδικά στην Αμερική, όπου έχει μετατραπεί σε κυνήγι μαγισσών. Το να είσαι debonair είναι το αντίθετο της προσποίησης. Το να είσαι πάντα καλά ντυμένος δεν είναι debonair, κάποιος ντύνεται καλά κατά περίσταση, όπως και το να είσαι καλά ντυμένος μόνιμα είναι καθαρή χυδαιότητα. Μια γυναίκα που χαρακτηρίζεται debonair πρέπει να έχει εξαιρετικούς τρόπους, διότι οι κακές συνήθειες φαίνονται χειρότερες σε μια γυναίκα από ό,τι στον άνδρα. Οι τρόποι είναι εξίσου σημαντικοί με το ήθος, τουλάχιστον για μένα, και δεν έχουν να κάνουν με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά –γέννηση, τάξη ή εκπαίδευση–, αλλά μάλλον εμπλέκουν τις εσωτερικές ιδιότητες του χαρακτήρα ή της συμπεριφοράς μας.
Το debonair συνδέεται προφανώς με τις γυναίκες και είμαι βέβαιος ότι ορισμένες φεμινίστριες θα αγωνίζονταν ενάντια στη χρήση της λέξης, επειδή το να είναι μια γυναίκα κυρία την κάνει ανίκανη να εκφράσει τον εαυτό της ως γυναίκα. Λέω ότι αυτά είναι ανοησίες. Η λέξη «κυρία» δεν έχει πλέον προφανείς ταξικές συνδέσεις. Τώρα υπονοεί ορισμένες ηθικές ιδιότητες που δεν έχουν καμία σχέση με το υπόβαθρο, την τάξη ή τη σεξουαλική δραστηριότητα. Είναι ειρωνικό, αλλά ο ορισμός της debonair κυρίας είναι σαν τον ορισμό ενός gentleman: Ο κύριος μου θυμίζει τη θηλυκή, ευγενέστερη πλευρά ενός άνδρα, αλλά ενός που είναι επίσης ικανός να είναι τόσο ισχυρός όσο το ατσάλι. Είναι ένας συνδυασμός σώματος και πνεύματος και για τα δύο φύλα. Όταν έζησα στην Αθήνα, πολύ καιρό πριν, ασχολήθηκα μόνο με debonair κυρίες, μερικές πολύ νέες, άλλες όχι τόσο. Ήταν γύρω μου. Για να απολαύσει κανείς τις γυναίκες, χρειάζεται να φτιάξει μια ψευδαίσθηση, όταν λείπει, ή να τις απολαύσει χωρίς, αν δεν είναι απαραίτητη. Στοιχειώδες, αγαπητοί μου Έλληνες.