της Μαριάνας Λαλαούνη
Η ελευθερία για τον Γάλλο ποιητή, δοκιµιογράφο, δηµοσιογράφο και ιδρυτικό µέλος του κινήµατος του σουρεαλισµού ήταν ανέκαθεν συνυφασµένη µε την καρδιά. «Η ελευθερία είναι εκείνη που τραβάει τη βελόνα της πυξίδας προς τον µαγνητικό Βορρά, τον Βορρά που είναι από τη µεριά της καρδιάς». Και ακριβώς µε αυτή την πυξίδα πορεύτηκε ο ίδιος στη ζωή του. Ίσως γι’ αυτό µπόρεσε να ερωτευτεί και µε ό,τι καταπιάστηκε να του δοθεί ολοκληρωτικά. Έγραψε, επαναστάτησε, πολέµησε, µα πάνω από όλα αγάπησε, αγάπησε τη µοναδική του Έλσα, στην οποία αφιέρωσε 4 βιβλία µε το όνοµά της στον τίτλο, καθώς και πολλά ακόµη ανέκδοτα ποιήµατα.
Γεννηµένος στο Παρίσι το 1897, ο Αραγκόν µεγάλωσε πιστεύοντας πως η βιολογική µητέρα του ήταν η αδερφή του και κατά συνέπεια, ότι η γιαγιά του ήταν µητέρα του. Ο πατέρας του, που παρουσιαζόταν ως νονός του, ήταν ήδη παντρεµένος και τριάντα χρόνια µεγαλύτερος από τη µητέρα του. Η αλήθεια τού αποκαλύφθηκε όταν έκλεισε τα 19 του χρόνια, λίγο πριν φύγει να πολεµήσει στον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο. Επιστρέφοντας, το 1919, ασχολήθηκε µε το κίνηµα του ντανταϊσµού και λίγο αργότερα, το 1924, µαζί µε τον Αντρέ Μπρετόν δηµιούργησαν το κίνηµα του σουρεαλισµού. Γράφοντας για την έκφραση της καθαρής σκέψης από όλους τους περιορισµούς που επιβάλλουν η λογική και οι ηθικές και κοινωνικές προκαταλήψεις, για το πνεύµα το οποίο ζει από τον αφανισµό και τον θάνατο, για την επανάσταση και την ελευθερία της ψυχής, πάντα ο ίδιος καταλήγει να αποπνέει µέσα από τα πέπλα των λέξεων και των εκφράσεών του τη βαθιά, την ύστατη για εκείνον σηµασία του έρωτα.
Στην εισαγωγή του στο βιβλίο «Τα µάτια της Έλσας» ο ίδιος γράφει:
«Θέλω να σηµειώσω πόσο λίγο συµµερίζοµαι τις απόψεις εκείνων που θα µου καταλογίσουν µε άκρα ευκολία το πισωγύρισµα, την επιστροφή σε µια ποίηση προγενέστερη… Και τι σηµασία έχει ό,τι κι αν συµβεί, αν την ώρα του µέγιστου µίσους εγώ κατάφερα να δείξω για µια στιγµή, στη σπαραγµένη µου χώρα, την αστραφτερή του έρωτα όψη».
Πάντα δυνατός, πάντα σε σύµπνοια µε τον εαυτό του και το πνεύµα του, αν και µεγαλωµένος σε έναν κόσµο όπου τίποτα δεν του χαρίστηκε και ό,τι είχε αποκτήσει το είχε αποκτήσει µε δικές του δυνάµεις –µια και, όπως ο ίδιος λέει, «ζω σε έναν κόσµο στον οποίο όλα τα χαρτιά είναι σηµαδεµένα»–, ο Αραγκόν αναρρίπιζε συστηµατικά τη φλόγα που έκαιγε µέσα του και µέσα από τα γραπτά του, µε πυγµή, µα πάντα µε φινέτσα, ήλπιζε να κάψει όποια ιδέα, έννοια ή φοβία βρισκόταν στη ρίζα κάθε µετριοπάθειας, τόσο κοινωνικής, µα ακόµη περισσότερο αισθηµατικής. «Ω, σεις µετριοπαθείς πάσης φύσεως, πώς µπορείτε να µένετε µέσα σε αυτή την ηθική ασάφεια, µέσα σ’ αυτή τη θολούρα που τόσο απολαµβάνετε; Η ηθική, η ελευθερία υπάρχουν µέσα στο λεξιλόγιό σας, αλλά µάταια θα περίµενε κανείς να πάρει από εσάς τον ορισµό τους. Γιατί δεν υπάρχει άλλη ηθική για εσάς από την ηθική του Φόβου».
Σήµερα, πιο επίκαιρος από ποτέ, σε µια κοινωνία που µετριοπαθώς ζει και αγαπά, η έκφραση αγάπης µέσα από τα ποιήµατα και τα γραπτά του Αραγκόν είναι σίγουρα µια πράξη επαναστατική, ένα βήµα λίγο πιο κοντά στην ελευθερία της καρδιάς.
«Είναι πιο εύκολο να πεθάνεις παρά ν’ αγαπήσεις.
Γι’ αυτό και σ’ εµένα χαρίζω της ζωής την αρρώστια,
Αγάπη µου».