Γεννήθηκε μέσα σε ένα αεροπλάνο που πετούσε πάνω από τη Λιβύη στις 14 Σεπτεμβρίου του 1938. Το «ιπτάμενο αγόρι» έμελλε να γίνει ένας πολύπλευρος καλλιτέχνης. Ο Franco Califano (1938-2013) γνώρισε μεγάλη επιτυχία όχι μόνο ως τραγουδιστής και τραγουδοποιός, αλλά και ως ποιητής, συγγραφέας και ηθοποιός. Θεωρείται ένας αυθεντικός δημιουργός της ιταλικής μουσικής σκηνής και κατά τη διάρκεια της καριέρας του κυκλοφόρησε 32 άλμπουμ , πουλώντας περισσότερα από 20 εκατομμύρια δίσκους. Πολλά από τα κομμάτια του βρέθηκαν στα ιταλικά και στα διεθνή charts. Όπως το «C’è Bisogno d’Amore», παρέμεινε στα ιταλικά Hot 100 albums και επί μήνες παιζόταν σε τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και στα πικάπ της χώρας.
Ο Franco περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Ρώμη. Παράλληλα με τις σπουδές του στην εκκλησιαστική σχολή, γράφει ποίηση. Σύντομα συνειδητοποιεί πως αυτή δεν πρόκειται να του αποφέρει αρκετά χρήματα και ξεκινά να γράφει στίχους. Πειραματίζεται με διάφορα είδη μουσικής. Την δεκαετία του 1960 ξεκινά την καριέρα του ως μουσικός παραγωγός. Ανάμεσα στις πρώτες του επιτυχίες και τα «La musica è finita» (Η μουσική τελείωσε), «E la chiamano estate» (Και το λένε καλοκαίρι), «Una ragione di più» (Ένας ακόμη λόγος) και η μεγάλη επιτυχία του το «La Pelle».
Το 1962 συμμετέχει στην ταινία «Appuntamento in Riviera» και στα χρόνια που ακολουθούν κάνει εμφανίσεις σε αρκετές, ιδιαίτερα στο είδος των αστυνομικών. Το 1979 μάλιστα θα πρωταγωνιστήσει στο «Gardenia». Η διάθεσή του για αναζητήσεις τον οδηγεί σε συνεργασίες με καλλιτέχνες που εκτιμούν το «μη συμβατικό» του ύφος, όπως οι Laura Zanin, Bruno Martino, Mina, Mia Martini, Wilma Goich, Peppino di Capri, Ricchi e Poveri, Stefano Rosso, Jo Chiarello…
Το 1976 ο Califano κέρδισε την πρώτη και κύρια επιτυχία του ως τραγουδιστής με το τραγούδι “Tutto il resto è noia”, που συμπεριλήφθηκε στο ομώνυμο τέταρτο άλμπουμ του, για το οποίο οι κριτικοί τον συνέδεαν με τους παραδοσιακούς Γάλλους chansonniers. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών συνέχισε τη δραστηριότητά του ως στιχουργός υπογράφοντας, μεταξύ άλλων, τον νικητή του Sanremo Music Festival 1973 “Un grande amore e niente più” (ερμηνεύθηκε από τον Peppino di Capri) και το κλασικό “Minuetto” της Mia Martini. Συνέθεσε επίσης ένα ολόκληρο άλμπουμ για τη Mina, Amanti di valore. Το 1978 κυκλοφόρησε το άλμπουμ με τις καλύτερες πωλήσεις, το Tac. Το 1988 συμμετείχε στο Sanremo με το αυτοβιογραφικό τραγούδι “Io per le strade di quartiere”. Επέστρεψε στο Σαν Ρέμο δύο ακόμη φορές, το 1994 με το “Napoli” και το 2005 με το “Non escludo il ritorno”. Υπήρξε και συγγραφέας αρκετών βιβλίων στα οποία συμπεριλαμβάνονται δύο αυτοβιογραφικά το «Senza Manette» και το « Il cuore nel sesso».
Στα ’70ς και τα ’80ς, τα ΜΜΕ τον λατρεύουν – και όχι μόνο για τις επιτυχίες του. Συνελήφθη το 1970 και το 1984 για κατοχή ναρκωτικών. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Califano απαλλάχθηκε. Ο εκκεντρικός και «ατίθασος» τρόπος ζωής του τροφοδοτούσε συχνά τα media με μια νέα σκανδαλοθηρική ιστορία είτε με συλλήψεις είτε με δικαστήρια, ενώ πολλά Μέσα, αλλά και οι θαυμαστές, τον αποκαλούν «χαλίφη της Ρώμης». Ο ίδιος παρουσίαζε τον εαυτό του ως έναν απογοητευμένο Λατίνο εραστή, λίγο κυνικό, λίγο ρομαντικό, με πολλές επιτυχίες στις γυναίκες. Μάλιστα δήλωνε σε πολλές συνεντεύξεις ότι την πρώτη του ερωτική σχέση την είχε με τη μητέρα ενός φίλου του, μόλις στα 13 του χρόνια. Τι είναι αλήθεια από όλα αυτά; Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ. Άλλωστε, όπως έγραφε και το τατουάζ που είχε στο δεξί του χέρι, «όλα τα υπόλοιπα είναι πλήξη».