του Χρήστου Ζαμπούνη
Η ομορφιά της ελληνικής θάλασσας και όχι μόνον, μέσα από τα μάτια του Γάλλου σκηνοθέτη Λυκ Μπεσόν.
«Γνώρισα την θάλασσα στην Ίο. Οι γονείς μου –παιδιά του Μάη του ’68– πήγαν να ζήσουν μόνιμα εκεί, αλλά τελικά μείναμε μόνο εννέα μήνες. Ο πατέρας μου ήταν κυνηγός και ψαράς, ψάρευε μεγάλα ψάρια 60-70 κιλών, πρέπει να τον θυμούνται οι ντόπιοι. Η Ελλάδα είναι το λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, αλλά και όλων των ιστοριών και μύθων σε σχέση με τα δελφίνια και την Ατλαντίδα. Ήταν για μένα φυσικό να ξεκινήσω και να τελειώσω με την Ελλάδα. Ένας ακόμη λόγος είναι ότι η ταινία παρουσιάζεται σαν αρχαία τραγωδία».
Παρίσι 1988. Ο Λυκ Μπεσόν παίζει με το κομπολόι που του δάνεισα για τις ανάγκες της φωτογραφίσεως, στο στούντιο όπου μοντάρει την επόμενη ταινία του. Το «Απέραντο Γαλάζιο» (γαλλικά “Le Grand Bleuˮ) είναι η αφορμή της συναντήσεώς μας, λόγω του ελληνικού του ενδιαφέροντος αλλά και του θορύβου που προκάλεσε στο Φεστιβάλ Καννών. Η ταινία ξεκινά στην Αμοργό την δεκαετία του ’60. Βλέπουμε δύο παιδάκια, τον Ζακ και τον Έντζο, να μεγαλώνουν δίπλα στην θάλασσα και να μοιράζονται την αγάπη τους γι’ αυτήν. Είκοσι χρόνια αργότερα θα βρεθούν αντιμέτωποι στο παγκόσμιο πρωτάθλημα Άπνοιας No limits.
«Διάλεξα την Αμοργό για το μοναστήρι. Κι ύστερα γιατί την βρίσκω πολύ αντιπροσωπευτική με τα απότομα βράχια της, που πέφτουν κάθετα στην θάλασσα. Γι’ αυτήν την αντίθεση… Μείναμε 4-5 εβδομάδες. Ήταν πραγματικά πολύ όμορφα. Οι τεχνικοί ήταν πανευτυχείς. Πλησίασαν την φύση, την θάλασσα, αφομοιώθηκαν τελείως. Στην τρίτη εβδομάδα θα έλεγε κανείς ότι ζούσαν στην Αμοργό εδώ και τέσσερα χρόνια. Η μόνη αναποδιά ήταν ο άνεμος. Για δεκαπέντε ημέρες το μελτέμι φυσούσε με εκατό χιλιόμετρα και μας δυσκόλευε. Πάντως, είναι ένα νησί που αγαπώ πολύ. Σκληρό. Ένα νησί που επιβάλλει τον σεβασμό».
Ο ενθουσιασμός του Λυκ Μπεσόν μετριάσθηκε, όταν τον ρώτησα εάν ξαναπήγε στην Ίο των παιδικών του χρόνων. «Επέστρεψα όταν ήμουν 25 ετών, δεκαεπτά χρόνια αργότερα. Όταν έφτασα, είδα μπροστά μου έντεκα ντισκοτέκ, η μουσική ακουγόταν μέχρι το πλοίο, και τότε έπαθα ένα σοκ βλέποντας χιλιάδες τουρίστες να κατεβαίνουν με τους σάκους τους και τους Έλληνες να τους περιμένουν λέγοντας “rooms to letˮ. Κάτι είχε αλλάξει». Ανάλογη ήταν η απογοήτευση από τις πρώτες κριτικές του “Le Grand Bleuˮ.
«Η θάλασσα φιλμαρισμένη με μία υπερβολική δόση ελικοπτέρων και μεγεθυντικών φακών, μία παράδοξη εντύπωση πισίνας, μία βιτρίνα όπου ο Λυκ Μπεσόν βάζει τα πολυτελή παιχνίδια του, αλλά δεν έχει καμία διάθεση να μας τα δανείσει και να παίξουμε κι εμείς», έγραψε ο Ζεράρ Λεφόρ στην “Libérationˮ. Στην συνέχεια υπήρξε μία απότομη αντιστροφή, με την κριτική να τον επαινεί και το κοινό να συρρέει στις σκοτεινές αίθουσες. Το «Απέραντο Γαλάζιο» θεωρείται μία από τις εμπορικότερες ταινίες του γαλλικού κινηματογράφου, με 9.000.000 εισιτήρια. Η ταινία επηρέασε ολόκληρη γενιά, τη γενιά της δεκαετίας του ’80, κάνοντάς την να δει την θάλασσα με άλλα μάτια, με τα «μάτια του δελφινιού», όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο Μπεσόν. «Η θάλασσα και τα ζώα της δεν είναι η ομορφότερη κατάκτηση του ανθρώπου. Εμείς είμαστε που κατακτιόμαστε κάθε μέρα από αυτή».
Τριάντα χρόνια μετά την πρώτη προβολή της, η ταινία παραμένει κλασική, το ίδιο και το μουσικό υποβλητικό θέμα της με την υπογραφή του Ερίκ Σερά. Δεν είναι άνευ σημασίας ότι πέρσι τον Σεπτέμβριο διοργανώθηκε στην Αμοργό η εκδήλωση “The Authentic Big Blueˮ στην παραλία της Αγίας Άννας, κάτω ακριβώς από το μοναστήρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας, που περιελάμβανε δοκιμασία αντοχής σε βάθος 150 μέτρων, με συμμετοχή δυτών παγκοσμίου κλάσεως. Όπως προσφάτως η Σκιάθος με το “Mama Miaˮ και παλαιότερα η Ύδρα με το «Παιδί και το Δελφίνι», η Αμοργός δύναται να αποτελέσει επίσης τοπόσημο για όσους επισκέπτες θέλγονται από την θάλασσα και τις ομορφιές της.