Grands Couturiers et Stars de Cinéma

William Klein. Παρασκηνιακή φωτογράφιση της ταινίας «Qui êtes-vous Polly Maggoo?», 1966. © William Klein/Films Paris New York.

του Γιώργου Αρχιμανδρίτη

Με αφορμή την έκθεση Cinémode που υπογράφει ο Ζαν-Πολ Γκοτιέ στη Γαλλική Ταινιοθήκη, ο διευθυντής της, Frédéric Bonnaud, μας μιλά για την σχέση μόδας και Έβδομης Τέχνης, για την αποστολή της ταινιοθήκης και την αγάπη του κινηματογράφου.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα της έκθεσης Cinémode;

H ταινιοθήκη έχει μια σημαντική συλλογή κοστουμιών, καθώς ο Henri Langlois, ένας από τους ιδρυτές της, έτρεφε μεγάλο ενδιαφέρον για τα κοστούμια και τη μόδα. Η έκθεση λοιπόν αυτή βασίζεται στη συλλογή μας, η οποία, ως ζωντανός οργανισμός, εμπλουτίζεται συνεχώς. Για να την παρουσιάζουμε όμως με ελκυστικό τρόπο, πρέπει να βρίσκουμε ενδιαφέρουσες οπτικές γωνίες, με διαφορετική σκηνοθεσία κάθε φορά. Διότι όταν απευθύνεσαι στο ευρύ κοινό, πρέπει να στήνεις ένα πραγματικό θέαμα. Κι αυτό δεν είναι εύκολο. Επιπλέον το θέαμα αυτό πρέπει να διηγείται μια ιστορία. Έτσι απευθυνθήκαμε στον Ζαν-Πολ Γκοτιέ και του ζητήσαμε να διηγηθεί τη δική του ιστορία. Είναι η πρώτη φορά που αφιερώνουμε μια έκθεση σε κάποιον που δεν είναι σκηνοθέτης. Ο Γκοτιέ έχει ισχυρούς δεσμούς με τον κινηματογράφο και τον βλέπει με τη ματιά του δημιουργού που προέρχεται από ένα άλλο χώρο. Κι αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον.

Ποια είναι τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στη μόδα και τον κινηματογράφο έτσι όπως αυτά εκφράζονται μέσα από την έκθεση;

Αυτό που ενδιαφέρει κυρίως τον Γκοτιέ είναι το πνεύμα της εποχής, l’air du temps, διότι η μόδα και ο κινηματογράφος αντικατοπτρίζουν την εποχή τους, συλλαμβάνουν και καταγράφουν το πνεύμα της. Το κύριο κοινό στοιχείο τους είναι αυτό. Πρέπει επίσης να πούμε ότι η μόδα, και πιο συγκεκριμένα τα κινηματογραφικά κοστούμια, είναι η έκφραση ενός συγκεκριμένου κινηματογράφου. Το φόρεμα της Μαρτίν Καρόλ στην «Πτώση της Λόλα Μοντές» του Μαξ Οφύλς, αντιπροσωπεύει ένα διαφορετικό είδος κινηματογράφου απ’ ό,τι ένα κοντό καρό vichy φόρεμα σε μια ταινία με την Μπριζίτ Μπαρντό. Από τη μια έχουμε την πολυτελή μεγαλοπρέπεια και από την άλλη το λαϊκό στοιχείο, την καθημερινότητα, την ελαφράδα. Το ίδιο ισχύει με το φόρεμα της Γκρέτα Γκάρμπο στην «Βασίλισσα Χριστίνα», από τη μια, και το κοντό μαύρο φόρεμα της Μόνικα Βίττι στην «Αβεντούρα» του Αντονιόνι, από την άλλη. Μέσα απ’ αυτή την ιδιαίτερη οπτική γωνία, δεν διηγούμαστε την ιστορία του κινηματογράφου, αλλά μία ιστορία του κινηματογράφου, όπως την βλέπει ο Ζαν-Πολ Γκοτιέ, ο οποίος σχεδιάζει κοστούμια για την Έβδομη Τέχνη και αγαπά τις ταινίες που απευθύνονται στο ευρύ κοινό.

Αριστερά: Η αφίσα της έκθεσης.
Δεξιά πάνω: Backstage, επίδειξη μόδας του Jean Paul Gaultier, prêt-à-porter γυναικεία συλλογή Barbès, F/W 1984-1985. © William Klein.
Δεξιά κάτω: «Voulez-vous danser avec moi?» του Michel Boisrond. © 1959 Gaumont. Collection Gaumont.
Ευγενική παραχώρηση της Danièle Thompson και των κληρονόμων Michel Boisrond και Annette Wademant

Ο κινηματογράφος και η μόδα δεν επηρεάζουν με τη σειρά τους το πνεύμα της εποχής;

Βεβαίως. Η σχέση αυτή λειτουργεί αμφίδρομα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «Ο Θεός έπλασε τη γυναίκα» του Ροζέ Βαντίμ με την Μπριζίτ Μπαρντό, όπου το ουσιαστικό στοιχείο της ταινίας είναι η ίδια η Μπαρντό. Ο Βαντίμ αντιλήφθηκε αμέσως ότι το κορίτσι αυτό σηματοδοτούσε μια ρήξη με τον τρόπο που ντύνονταν μέχρι τότε οι γυναίκες, καθώς και με τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζονταν από την κοινωνία. Κι αυτό ήταν εξαιρετικά σημαντικό. Όπως μερικά χρόνια πριν, ο τρόπος με τον οποίον κινούνταν ο Τζέιμς Ντιν στις ταινίες του Ελία Καζάν ή του Νίκολας Ρέι ήταν διαφορετικός από τον τρόπο με τον οποίον κινούνταν ο Τζον Γουέιν στα γουέστερν του Τζον Φορντ. Και ο Μάρλον Μπράντο το ίδιο. Τον Γκοτιέ τον ενδιαφέρει αυτό. Τον ενδιαφέρουν τα είδωλα, η Μπριζίτ Μπαρντό, ο Μάρλον Μπράντο, ο Τζέιμς Ντιν, η Μέριλιν Μονρόε.

Αριστερά: Bastien Pourtout & Edouard Taufenbach. Δίπτυχο Marlene Dietrich: Μάσκα και Νάρκισσος, 2021. © Bastien Pourtout & Edouard Taufenbach, collection Pierre Passebon, 2021.
Επάνω δεξιά: Ο Pedro Almodovar, η Victoria Abril και ο Jean Paul Gaultier στο πλατό του «Kika», 1994. © Nacho Pinedo.
Δεξιά: «Και ο Θεός… έπλασε τη γυναίκα», ταινία του Roger Vadim, 1956. © 1956 – TF1 STUDIO. –Ευγενική παραχώρηση των κληρονόμων του Roger Vadim.-

Ως διευθυντής της Γαλλικής Ταινιοθήκης, πώς βλέπετε να εξελίσσεται η σχέση του κοινού με τον κινηματογράφο;

Θεωρώ ότι ο κινηματογράφος ενδιαφέρει λιγότερο σήμερα την κοινωνία απ’ ό,τι πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια. Τότε, όταν μια ταινία έβγαινε στις αίθουσες, ακόμα κι όταν προβαλλόταν στην τηλεόραση, την επόμενη μέρα συζητιούνταν στο γραφείο και στις αυλές των σχολείων. Σήμερα η προσοχή μας έχει κατακερματιστεί σε χιλιάδες οθόνες και η πληθώρα προτάσεων και ερεθισμάτων είναι τέτοια που δύσκολα μια νέα ταινία μπορεί να αποτελέσει πραγματικό γεγονός. Το ίδιο συμβαίνει και με τις περισσότερες σειρές του Netflix. Είναι πλέον κάτι σπάνιο. Ο κινηματογράφος ήταν το πιο σημαντικό λαϊκό είδος ψυχαγωγίας στον κόσμο για πάρα πολλά χρόνια. Φοβάμαι όμως ότι σήμερα είναι πολύ λιγότερο. Κι αυτό δεν έχει σχέση με το αν μια ταινία προβάλλεται στον κινηματογράφο, στην οθόνη της τηλεόρασης ή αλλού. Αυτή η μάχη έχει ήδη ξεπεραστεί. Το πρόβλημα είναι τι βλέπουν σήμερα οι άνθρωποι στον υπολογιστή, στις ταμπλέτες ή στο κινητό τους. Και είναι σαφές ότι, ως επί το πλείστον, δεν πρόκειται για ταινίες.

Στιγμιότυπα από τους χώρους της έκθεσης «CinéMode par Jean Paul Gaultier», στην Cinémathèque français, πρόεδρος της οποίας είναι ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς. Copyright © la Cinémathèque français

Και η σινεφιλία;

Η σινεφιλία πάντα υπάρχει, αλλά ακολουθεί την ίδια πορεία. Όταν εμφανίστηκε μετά τον πόλεμο, κυρίως στη Γαλλία, αλλά και σε όλον τον κόσμο, ήταν ένα κίνημα πάρα πολύ έντονο. Αργότερα, η γαλλική νουβέλ βάγκ, και ιδιαίτερα οι 50 υπογραφές του Cahiers du Cinéma, αποτέλεσε το πρώτο κίνημα καθαρών σινεφίλ, καθώς δημιουργήθηκε από ανθρώπους που ούτε βοηθοί σκηνοθετών ήταν ποτέ, ούτε είχαν φοιτήσει σε σχολές κινηματογράφου. Έγιναν σκηνοθέτες βλέποντας χιλιάδες ταινίες. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της έβδομης τέχνης που συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά προερχόταν από ένα ήδη υπάρχον ρεύμα μεταπολεμικού σινεφιλικού αναβρασμού, το οποίο δεν υπάρχει πια. Στην ταινιοθήκη έρχεται βέβαια πάντα κόσμος, ασχολούμαστε πολύ με ταινίες που ανήκουν στην ιστορία του κινηματογράφου, αλλά ένας εικοσάχρονος του 2021 δε θα δει τόσο εύκολα μια ασπρόμαυρη ταινία, όσο εγώ που ήμουν είκοσι χρονών το 1987. Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Κι όσο για τον βωβό κινηματογράφο, ας μην μιλήσουμε καν…

Επάνω αριστερά: «Falbalas» του Jacques Becker, 1944, με τους Micheline Presle, Raymond Rouleau και Gabrielle Dorziat. Falbalas ©1944/STUDIO CANAL. Ευγενική παραχώρηση των κληρονόμων του Jacques Becker.
Επάνω δεξιά: Bastien Pourtout & Edouard Taufenbach. Δίπτυχο Marlene Dietrich: Μάσκα και Νάρκισσος, 2021. © Bastien Pourtout & Edouard Taufenbach, collection Pierre Passebon, 2021.
Δεξιά: Falbalas του Jacques Becker, 1944, με τους Micheline Presle, Raymond Rouleau και Gabrielle Dorziat. Falbalas © 1944/STUDIO CANAL. Ευγενική παραχώρηση των κληρονόμων του Jacques Becker.
Κάτω αριστερά: Η Romy Schneider και η Gabrielle Chanel, 1961. © Giancarlo Botti/GAMMA-RAPHO

Στο πλαίσιο αυτό, ποιος είναι ο ρόλος της ταινιοθήκης;

Ο ρόλος μας είναι να συνεχίσουμε να προβάλλουμε και να στηρίζουμε τον κινηματογράφο ως το πιο ενδιαφέρον από όλα τα θεάματα. Φυσικά δεν είναι μια μάχη κερδισμένη εκ των προτέρων. Η ταινιοθήκη ασχολείται μόνο με ένα κομμάτι του κινηματογράφου. Δεν κάνει κινηματογραφικές παραγωγές, δεν είναι φεστιβάλ, και οι καινούργιες ταινίες που προβάλλει είναι λίγες. Στόχος μας είναι να βοηθήσουμε την ηλικιακή ανανέωση του κινηματογραφόφιλου κοινού και να πούμε στον κόσμο ότι για να μάθει κάποια πράγματα για την ιστορία και την τέχνη του 20ου αιώνα, καλό είναι να δει τις ταινίες του Ζαν Ρενουάρ, του Φριτς Λαγκ, του Τζον Φορντ ή του Αλφρεντ Χίτσκοκ, τις οποίες εμείς προβάλλουμε ξανά και ξανά. Δεν μπορούμε όμως να κάνουμε θαύματα. Συμβάλλουμε βέβαια στην κινηματογραφική διαπαιδαγώγηση του κοινού, αλλά είμαστε σαν σταγόνα στον ωκεανό. Υποδεχόμαστε γύρω στους 40.000 μαθητές κάθε χρόνο, οι οποίοι όμως είναι λίγοι σε σχέση με τα 65 εκατομμύρια των Γάλλων. Στο σχολείο δεν έχει γίνει ποτέ κάτι σε ευρεία κλίμακα σχετικά με την εικόνα και η τηλεόραση, από τη μεριά της, έχει σταματήσει να προβάλλει ασπρόμαυρες ταινίες σε ώρες υψηλής τηλεθέασης. Σε σχέση λοιπόν μ’ όλα αυτά εμείς είμαστε ένας ελάχιστος πυρήνας αντίστασης. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο κινηματογράφος είναι απαραίτητος ως τέχνη και ως θέαμα. Τον χρειαζόμαστε για να κατανοήσουμε όχι μόνο τον κόσμο, αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό. Αν εγώ έχω κάποια ιδέα του τι συνέβη στον κόσμο τον 20ο αιώνα, είναι γιατί κάποιος σαν τον Αλέν Ρενέ, για παράδειγμα, μου το έδειξε μέσα από τις ταινίες του, μιλώντας για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για την ατομική βόμβα και τους αποικιακούς πολέμους, δημιουργώντας ένα θέαμα οικουμενικό. Στην ταινιοθήκη προβάλλουμε τις ταινίες του, με την ελπίδα ότι οι θεατές θα μάθουν κι αυτοί κάποια πράγματα, ψυχαγωγούμενοι ταυτόχρονα με το θέαμα που τους προσφέρουν. Αυτή άλλωστε είναι και μία από τις βασικές πτυχές της αποστολής μας : να συνεχίσουμε να δείχνουμε στους ανθρώπους ότι ο κινηματογράφος είναι μια ανάγκη, μια επιθυμία και μια απόλαυση.

 

William Klein. Παρασκηνιακή φωτογράφιση της ταινίας «Qui êtes-vous Polly Maggoo?», 1966. © William Klein/Films Paris New York.

Interviews