του Χρήστου Ζαμπούνη
Όσοι παρακολουθούν συστηματικώς τον ευρωπαϊκό και τον ασιατικό κινηματογράφο όπως η ταπεινότης μου, ίσως να έχουν προσέξει την επανεμφάνιση του τσιγάρου στο στόμα πρωταγωνιστών αρκετών ταινιών. Από το «BAC Nord» του Cédric Jimenez μέχρι το «Pleasure» της Ninja Thyberg, άνδρες και γυναίκες εισπνέουν και εκπνέουν διαρκώς καπνό. Προσοχή! Δεν αναφέρομαι σε ταινίες εποχής, όπου όλοι, από τον Humphrey Bogart έως την Marlene Dietrich, κάπνιζαν, αλλά σε σύγχρονες δημιουργίες.
Ήταν το 1995 όταν η Καλιφόρνια έγινε η πρώτη smoke-free πολιτεία των Η.Π.Α. Όπως οι περισσότερες μεταπολεμικές τάσεις, η αντικαπνιστική υστερία, διότι περί τέτοιας πρόκειται, κατέκλυσε τον υπόλοιπο πλανήτη με μορφή τσουνάμι, εξαγόμενη ένθεν του Ατλαντικού. Την σήμερον ημέραν, απ’ άκρου εις άκρον του πλανήτη οι καπνισταί αντιμετωπίζονται όπως παλαιότερα οι λεπροί, στερώντας τους ένα αναφαίρετο ατομικό δικαίωμα, αυτό της απολαύσεως μίας ανθυγιεινής, κατά τα άλλα, συνήθειας. Στο ερώτημα γιατί το ίδιο δεν ισχύει με άλλες ανθυγιεινές συνήθειες, όπως το αλκοόλ ή διάφορα τεχνητώς επεξεργασμένα τρόφιμα, ας απαντήσουν άλλοι, πιο αρμόδιοι. Ακόμη και σε εγχειρίδια όπως το «A Butlers Guide to Table Manners», του Nicholas Clayton, δύναται κανείς να αναγνώσει συμβουλές όπως «Μπορείς να ζητήσεις τα πάντα από έναν μπάτλερ, εκτός από σταχτοδοχείο».
Το κάπνισμα, είμεθα όλοι σύμφωνοι, είναι ανθυγιεινό. Τούτο ισχύει και με άλλες εκατό ανθρώπινες δραστηριότητες. Το να σεβώμεθα όσους ενοχλούνται όταν καπνίζουμε είναι ένας από τους πρωταρχικούς κανόνες του savoir vivre. Το να σεβώμεθα όσους καπνίζουν και δεν ενοχλούν, εντάσσεται στην ίδια κατηγορία. Οι κινηματογραφισταί, αντιλαμβανόμενοι αυτήν την αδικία, το αποτυπώνουν στο σελιλόϊντ, και μας προσφέρουν μία ανάσα ελευθερίας, όπως το σινεμά και οι άλλες τέχνες, οφείλουν, εξ ορισμού, να πράττουν.