Το γραπτό μήνυμα στο κινητό ήταν σαφές:
- Έρχομαι στην Αθήνα για να γιορτάσω τα γενέθλιά μου. Μπορείς να μου κλείσεις ένα ωραίο εστιατόριο με θέα την Ακρόπολη για το βράδυ της Τετάρτης 29ης Μαΐου;
Η απάντησίς μου στην φίλη Λιβανέζα που θα πετούσε από το Παρίσι για την περίσταση, περιείχε το εξής ερώτημα:
- Θέλεις ένα από τα γνωστά ή κάτι καινούργιο;
Δεν εξεπλάγην όταν μου εζήτησε κάτι καινούργιο, ούτε όταν απεδέχθη ασμένως την πρότασή μου να πάμε στην βεράντα του νέου ξενοδοχείου της κοινής μας φίλης Τίνας. Στο σημείο αυτό, νομίζω ότι οφείλω να λύσω τον γρίφο περί Τίνας. Πρόκειται για μία φίλη μας, η οικογένεια της οποίας ξεκινώντας την δεκαετία του ’70 από το «Rithymna Beach» στην Κρήτη, δημιούργησε στην συνέχεια τον ξενοδοχειακό Όμιλο Grecotel. Τα χρόνια πέρασαν, επήλθαν μετοχικές αλλαγές, και η Τίνα μαζί με τον αδελφό της Γιάννη και την μητέρα της Πηνελόπη ανέλαβαν την διαχείριση του «Grand Hayatt» επί της Λεωφόρου Συγγρού, στην θέση όπου παλαιότερα εστεγάζετο το «Ledra Marriott». Εκεί λοιπόν, και πιο συγκεκριμένα στο roof garden του 8ου ορόφου, δώσαμε ραντεβού για να εορτάσουμε τα περί ου ο λόγος γενέθλια.
Παρατήρησις πρώτη: η θέα προς την φωτισμένη Ακρόπολη είναι καθηλωτική. Παρατήρησις δεύτερη: η κουζίνα του Interni που ανέλαβε το εστιατόριο, ενθουσίασε την πολυεθνική μας παρέα, ιδίως το σεβίτσε και ο μαύρος μπακαλιάρος. Παρατήρησις τρίτη: το σέρβις από μία κοπέλλα που πήρε μεταγραφή από το 21, θύμιζε τα μπαλλέτα Μαρϊίνσκι. Παρατήρησις τετάρτη: δέκα διαφορετικά γλυκά, αντί τούρτας, ήλθαν να στέψουν αυτήν την ξεχωριστή βραδιά, υπενθυμίζοντάς μας μία βασική αρχή της ευζωΐας: καλύτερα να δημιουργείς αναμνήσεις παρά να ζεις με τις αναμνήσεις.