του Χρήστου Ζαμπούνη
Το 1971, η Academy of Motion Picture Arts and Science επέλεξε την πρώτη ταινία του 30χρονου, τότε, Bernardo Bertolucci, «Ο Κονφορμίστας», ως υποψήφια για Όσκαρ Σεναρίου. Για κάποιο περίεργο λόγο, αναζητώντας την λέξη, τόσο στο Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας του καθηγητού Γεωργίου Μπαμπινιώτη όσο και στο Χρηστικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών, δεν υπήρχε αντίστοιχη ελληνική. Τι αστείο! Από την ετυμολογία της προκύπτει πως πρόκειται για αντιδάνειο από εμάς. Conformo <con + formo< αρχαία ελληνική μορφή. Στο Lexigram αναφέρεται ευκρινώς η σημασία του κομφορμισμού, με «μ». Η προσαρμογή στην καθιερωμένη κοινωνική ηθική και στους καθιερωμένους κανόνες συμπεριφοράς. Είναι ηλίου φαεινότερον ότι σχεδόν όλους μάς έχει απασχολήσει σε κάποια στιγμή του διακομετακομιστικού μας βίου, η στάσις μας απέναντι στους τύπους και τις συμβάσεις. Ενδεχομένως στα νιάτα μας αρκετοί να είχαν προσχωρήσει στον αντικομφορμισμό. Η σεναριακή απόδοσις του μυθιστορήματος του Alberto Moravia αποδίδει με μαεστρία την εσωτερική σύγκρουση ενός στελέχους της φασιστικής κυβερνήσεως του Μουσολίνι (Jean-Louis Trintignant), όταν διατάσσεται να εκτελέσει τον μέντορά του και εξόριστο στο Παρίσι, πρώην καθηγητή του στο πανεπιστήμιο. Η επιθυμία του όμως να έχει μία κανονική ζωή, την περίφημη κανονικότητα, ανατρέπεται από το «επικρατές» του καθεστώτος. Ο έρωτας, επίσης, είναι διχαστικός. Από την μία, η bourgeoise σύζυγός του –ονείρωξη μίας γενεάς εφήβων, η Stefania Sandrelli– και από την άλλη, η αντιστασιακή Dominique Sanda, ίσως η γυναίκα που θα ήθελε να έχει, συνθέτουν ένα δυσεπίλυτο puzzle. Το τέλος υπομιμνήσκει την ευελιξία, κυβίστηση θα το λέγαμε σήμερα, ένιων πολιτικών.