της Μαριανίνας Πάτσα
«Οι ηθοποιοί είναι βαρετοί όταν δεν εργάζονται. Είναι μια φυσική κατάσταση, επειδή δεν έχουν τίποτα να κάνουν. Απλώς αράζουν και γι’ αυτό πολλοί το ρίχνουν στο ποτό. Πραγματικά γίνονται ελεεινά βαρετοί. Η γυναίκα μου μπορεί να το επιβεβαιώσει». Ήρεμη, αλλά επιβλητική φωνή. Ψηλόλιγνος. Με στενά μπλε μάτια και φαρδύ στόμα. Ο κλασικός «κακός» του Hollywood, James Coburn, δεν μένει πια εδώ. Μένουν όμως χαραγμένοι για πάντα στη μνήμη οι χαρακτήρες που ενσάρκωσε. O Coburn υποδυόταν συνήθως ρόλους «σκληρών» κι έπαιξε δίπλα στους πλέον μυθικούς Steve McQueen, Clint Eastwood, Yul Brynner, σε εμβληματικές ταινίες δράσης και σε γουέστερν. Γεννήθηκε το 1928 και μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη της Νεμπράσκα, το Laurel.
Αποφάσισε πως η πόλη αυτή δεν ήταν αρκετή για να χωρέσει τα όνειρά του κι έτσι σπούδασε την τέχνη της ηθοποιίας στο Λος Άντζελες και στη Νέα Υόρκη, όπου έκανε και το ντεμπούτο του στο θέατρο. Το σινεμά άργησε. Στη μεγάλη οθόνη εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ηλικία των 31 ετών, στην ταινία «Ride Lonesome». Πέρασε μόλις ένας χρόνος για να έρθει η συμμετοχή του στο πλέον κλασικό και αξεπέραστο γουέστερν «The Magnificent Seven», το οποίο, σύμφωνα με πολλούς θεωρητικούς και σκληροπυρηνικούς κινηματογραφόφιλους, αποτελεί τη σημαντικότερη στιγμή της κα- ριέρας του.
Η επιβλητική και στιβαρή παρουσία του, έστω και αν ο ρόλος του δεν ήταν πρωταγωνιστικός, έμεινε ανεξίτηλη. Το 1967 ψηφίστηκε ως ο 12ος μεγαλύτερος σταρ του Hollywood. Και όμως, είναι από τους ηθοποιούς που χρειάστηκε να περιμένει μάλλον περισσότερο από όσο του άξιζε για να αναγνωριστεί το ταλέντο του, αφού, αν και από τη δεκαετία του ’60 έγινε σούπερ κινηματογραφικό αστέρι, μετά την κυκλοφορία της ταινίας «Our Man Flint» (1966), η κορυφαία διάκριση ήρθε μόλις το 1999, όταν κέρδισε το Όσκαρ Β΄ Ανδρικού Ρόλου, στο πλευρό του Nick Nolte, για την ερμηνεία του στην ταινία «Affliction», όπου υποδυόταν έναν αλκοολικό πατέρα. H ταινία δεν προβλήθηκε ποτέ στα ελληνικά σινεμά. Κυκλοφόρησε μόνο σε βιντεοκασέτα υπό τον τίτλο «Οδύνη».
«Είμαι λίγο τζαζ ηθοποιός. Όχι rock ’n’ roll». Αν και η παρουσία του είναι συνυφασμένη κυρίως με «κακούς» χαρακτήρες, ο ίδιος απέφυγε να μπει σε καλούπια και μανιέρες ή να πτοηθεί από εισπρακτικές αποτυχίες. Τι κι αν η κωμωδία «What Did You Do in the War?» (1966), του Blake Edwards, ήταν εμπορική απογοήτευση; Η ερμηνεία του Coburn ακόμα θεωρείται κορυφαία. Εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπισε τη δεκαετία του ’60 (ρευματοειδής αρθρίτιδα), αφιερώθηκε σε δεύτερους ρόλους, με την εξαίρεση της χιουμοριστικής παρωδίας «Our man Flint» (1966), όπου πρωταγωνίστησε. Τη δεκαετία του ’70, έπαιξε στο αντιπολεμικό δράμα του Sam Peckinpah «Σιδηρούς σταυρός» του 1977, δίπλα σε κορυφαίους όπως οι Maximilian Schell και David Warner.
Λίγο αργότερα, η σταδιακή επιδείνωση της υγείας του τον απομάκρυνε από την κινηματογραφική βιομηχανία. Επανήλθε το 1998, όταν ένας ολιστικός θεραπευτής του σύστησε ένα συμπλήρωμα διατροφής που είχε ως αποτέλεσμα τη δραστική βελτίωση της κατάστασής του. Αν και έμεινε με ένα μόνιμο «κλείδωμα» στο χέρι, η επιθυμία του να παίξει ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερη. Στην τελευταία του ταινία, «Ο άνθρωπος από τα Ηλύσια Πεδία», μια ανεξάρτητη παραγωγή με τους Andy Garcia και Mick Jagger, υποδύθηκε έναν συγγραφέα που υπέφερε από ανίατη ασθένεια. Κάπου εκεί έγινε απολύτως φανερό πως η έντονη εμπειρία της υγείας του μπορεί να ήταν δυσάρεστη, όμως αποτέλεσε «θησαυρό» για έναν ηθοποιό με τις ικανότητές του και την αξιοποίησε στο έπακρο. Ήταν περίπου δύο μετά τα μεσάνυχτα, στις 18 Νοεμβρίου 2002, όταν ο Coburn άκουγε μουσική μαζί με τη γυναίκα του, στην έπαυλή τους στο Beverly Hills. Εκεί, ανάμεσα στην αγάπη και στις νότες, «έφυγε». Σαν φινάλε γλυκόπικρης ταινίας.
Photos by David Sutton