Julien Camy: Sport & Cinéma
[ssba]

του Γιώργου Αρχιμανδρίτη

Ιστορικός του κινηματογράφου, σκηνοθέτης της ταινίας ντοκιμαντέρ «Ο μελαγχολικός βασιλιάς» για τον θρύλο της ποδηλασίας René Vietto (« Le roi lancolique », 2020) και συγγραφέας (με τον rard Camy) του πολυτελούς τόμου « Sport & Cinéma » (Εditions du Bailli de Suffren, 2016), o Julien Camy μας μιλά για τη σχέση των σπορ με τον κινηματογράφο, τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, τις αισθητικές, κοινωνικές και πνευματικές τους διαστάσεις.

Γιατί ο κινηματογράφος έδειξε από τη γέννησή του τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για τα σπορ;

Ίσως, κατ’ αρχάς, διότι οι δύο αυτοί κόσμοι αναπτύχθηκαν παράλληλα. Τα σπορ, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, άρχισαν να κωδικοποιούνται στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν γεννιόταν ο κινηματογράφος (οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν το 1896, ένα χρόνο μετά την πρώτη κινηματογραφική προβολή). Η Έβδομη τέχνη, λοιπόν, πυρήνας της οποίας είναι η αποτύπωση της κίνησης, άρχισε αμέσως να καταγράφει, μέσω της χρονοφωτογραφίας, τα σπορ που επίσης έχουν ως κύριο στοιχείο τους την κίνηση. Πέρα όμως απ’ αυτούς τους ιστορικούς λόγους, το ενδιαφέρον του κινηματογράφου για τα σπορ οφείλεται και σε εμπορικούς λόγους. Ο αθλητισμός είναι ένα από τα πιο δημοφιλή είδη ψυχαγωγίας στον κόσμο και οι παραγωγοί ταινιών σκέφτηκαν ότι ταινίες με αθλητικά θέματα θα προσέλκυαν το ευρύ κοινό. Οι ταινίες αυτές γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ, λόγω του ότι ο αθλητισμός αποτελεί βασικό στοιχείο της αμερικανικής κουλτούρας, λιγότερη όμως στην Ευρώπη, της οποίας η κουλτούρα είναι στραμμένη περισσότερο προς τα έργα του πνεύματος.

Ο Jean-Louis Trintignant είχε πάθος με τους αυτοκινητιστικούς αγώνες. Ανιψιός του Maurice Trintignant, πρώτου Γάλλου πιλότου της Formula 1 που κέρδισε ένα Grand Prix, συμμετείχε πολλές φορές σε αγώνες, καθώς και στις «24 ώρες του Le Mans», στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό των δύο αυτών κόσμων είναι το γεγονός ότι προκαλούν έντονα συναισθήματα στον θεατή.

Βεβαίως. Του προσφέρουν τη δυνατότητα να ζήσει στιγμές ιδιαίτερες, μοναδικές. Οι αντίστοιχοι τρόποι θέασης όμως είναι διαφορετικοί. Ο θεατής ενός αγώνα παραμένει εξωτερικός παρατηρητής σε σχέση μ’ αυτόν, όπως ο θεατής ενός θεατρικού έργου. Ο θεατής όμως μιας ταινίας βυθίζεται σ’ αυτή και ταυτίζεται με τους ήρωές της. Ο κινηματογράφος λαμβάνει υπ’ όψιν του αυτόν τον παράγοντα όταν παρουσιάζει ένα σπορ. Διότι αν το δείξει όπως το βλέπει κανείς στην πραγματικότητα, ο θεατής δεν θα συγκινηθεί. Αντιθέτως, αν το δείξει με τρόπο κινηματογραφικό, μπορεί να κάνει τον θεατή να νιώσει την ψυχολογία του αθλητή για αρκετά λεπτά, καθώς ο κινηματογράφος έχει την ικανότητα να διαστέλλει τον χρόνο ή να τον σταματά. Αυτό που βιώνει, για παράδειγμα, ένας ποδοσφαιριστής πριν χτυπήσει ένα πέναλτι διαρκεί λίγα μόλις δευτερόλεπτα στην πραγματικότητα, ενώ στον κινηματογράφο μπορεί διαρκέσει μερικά λεπτά. Με τον τρόπο αυτό ο κινηματογράφος καταφέρνει να προκαλέσει στον θεατή τα συναισθήματα του αθλητή. Και μια ταινία θεωρείται επιτυχημένη, όταν σε κάνει να ταυτιστείς με τον ήρωα, να γίνεις ένα μαζί του.

O Steve McQueen στην ταινία «Junior Bonner» του Sam Peckinpah (1972).

Ποια είναι τα αθλήματα που έχουν απασχολήσει περισσότερο στην Έβδομη τέχνη;

Στην κορυφή βρίσκεται το μποξ, το οποίο συναντάται κυρίως τον αμερικανικό κινηματογράφο. Δεύτερο έρχεται το ποδόσφαιρο, το οποίο όμως είναι πιο οικουμενικό και συναντάται ως κινηματογραφικό θέμα σε πολλές χώρες. Το μποξ έρχεται πρώτο, κατ’ αρχάς για τεχνικούς λόγους, καθώς εκτυλίσσεται σε έναν χώρο οριοθετημένο, υπερυψωμένο και φωτισμένο κι αυτό διευκολύνει τους σκηνοθέτες. Έπειτα περιλαμβάνει μόνο δύο άτομα κι αυτό διευκολύνει το γύρισμα σε σχέση με το ποδόσφαιρο, για παράδειγμα, όπου είκοσι δύο ποδοσφαιριστές τρέχουν πίσω από μια μπάλα. Το μποξ είναι επίσης ένα σπορ που έχει και άλλες διαστάσεις, καθώς σου επιτρέπει να μιλήσεις για την αναμέτρηση δύο προσώπων ή να δημιουργήσεις δυνατές εικόνες με σώματα που αιμορραγούν, εικόνες που παραπέμπουν στη θρησκευτική εικονογραφία, στα πάθη του Χριστού και των μαρτύρων. Κι έπειτα είναι όλος αυτός ο κόσμος που το περιβάλλει με τους μαφιόζους, τα στοιχήματα, τους στημένους αγώνες, όλα αυτά τα στοιχεία που τροφοδότησαν κυρίως το φιλμ νουάρ και τα οποία έχουν και κοινωνικές διαστάσεις, καθώς στο μποξ συναντούμε συχνά αθλητές που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα και επιθυμούν να ανεβούν κοινωνικά, να αποκτήσουν αναγνώριση και σεβασμό. Όλοι οι μεγάλοι αμερικανοί σκηνοθέτες έχουν γυρίσει ταινίες με αγώνες μποξ και ο καθένας τους προσπάθησε να βρει έναν διαφορετικό τρόπο για να τους μεταφέρει στην οθόνη: ο John Huston, ο Michael Mann, ο Martin Scorsese, ο Charlie Chaplin στα «Φώτα της πόλης», αλλά και Γάλλοι ή Ιταλοί σκηνοθέτες, όπως ο Jean-Pierre Melville στην ταινία «L’aîné des Ferchaux» με τον Jean-Paul Belmondo, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν πραγματικός μποξέρ, ο Luchino Visconti στον «Ρόκο και τ’ αδέλφια του» με τον Alain Delon, και πολλοί άλλοι.

Ο Kirk Douglas στην ταινία «Champion» του M. Robson (1949).

Ποιες είναι για σας οι πιο επιτυχημένες ταινίες του είδους;

Είναι πάρα πολλές! Εμένα μου αρέσει πολύ το «Requiem for a Heavyweight» με τον Anthony Quinn και τον Cassius Clay, ο οποίος παίζει τον εαυτό του. Πρόκειται για μια εξαιρετική ταινία που δείχνει μέχρι πού μπορεί να φτάσει η σχιζοφρένεια ανάμεσα στο σώμα και στο πνεύμα. Το «Looking for Eric » του Ken Loach με τον Eric Cantona είναι επίσης μια ταινία που αγαπώ, μια ταινία που υπογραμμίζει την πολιτισμική διάσταση του ποδοσφαίρου μέσα από τις αξίες της αδελφοσύνης και της αλληλεγγύης, της πεποίθησης ότι είμαστε πιο δυνατοί όταν είμαστε ενωμένοι απ‘ ότι ο καθένας ξεχωριστά. Όταν, σε μια συζήτησή μας, ρώτησα τον Loach γιατί θεωρεί τόσο σημαντικό το ποδόσφαιρο, μου απάντησε το εξής: «Εγώ μιλώ για την εργατική τάξη της Βρετανίας. Και όταν κάνεις μια τέτοια ταινία δύο πράγματα δεν μπορείς να αγνοήσεις, το ποδόσφαιρο και το χιούμορ. Τα δύο αυτά στοιχεία είναι απαραίτητα, διότι μόνο αυτά σου επιτρέπουν να είναι πιστός και σωστός στην αναπαράστασή της πραγματικότητας.» Μια άλλη ταινία που αγαπώ ιδιαίτερα είναι το «Raging Bull» του Martin Scorsese με τον Robert De Niro, γιατί αγνοεί κάθε κώδικα ρεαλισμού. Αν παρακολουθήσει κανείς προσεκτικά τους αγώνες στην ταινία, θα διαπιστώσει ότι αυτό που βλέπει δεν είναι δυνατόν να συμβεί σ’ έναν πραγματικό αγώνα. Αλλά η τέχνη του Scorsese και το ταλέντο του De Niro σε κάνουν να πιστέψεις στον ήρωα και στην ιστορία. Οπότε από κει και πέρα, ό,τι και να δεις θα το πιστέψεις, ακόμα κι αν δεν είναι ρεαλιστικό. Αυτή είναι η δύναμη του κινηματογράφου.

Ο Gary Cooper και ο θρύλος του μπέιζμπολ Babe Ruth στην ταινία «The Pride of The Yankees» του Sam Wood (1942).

Δεν μας έχετε μιλήσει όμως για ταινίες με θέμα την ποδηλασία, που είναι ένα από τα αγαπημένα σας σπορ…

Μια πολύ όμορφη γαλλική ταινία πάνω στην ποδηλασία είναι «Το ποδήλατο του Ghislain Lambert » του Philippe Harel με τον Benoît Poelvoorde. Η ταινία δείχνει με τρόπο πολύ συγκινητικό πώς ένα σπορ μπορεί να γίνει ο λόγος ύπαρξης ενός ανθρώπου. Η ποδηλασία έχει την ικανότητα να αφηγείται ιστορίες, καθώς έχει άμεση σχέση με την έννοια του χρόνου. Έχει επιταχύνσεις, επιβραδύνσεις, πτώσεις, αναβάσεις, καταβάσεις. Υπάρχει μια εξελισσόμενη χρονολογία που μοιάζει λίγο με τη ζωή. Έχει στιγμές καλές, στιγμές δύσκολες ή ακόμα και ανιαρές. Κι έπειτα σου προσφέρει τη δυνατότητα του ταξιδιού. Σε μεταφέρει από τόπο σε τόπο. Σε πηγαίνει κάπου. Κι αυτή η αίσθηση ελευθερίας είναι μοναδική. Επίσης όταν κάνεις μια ταινία για την ποδηλασία, μπορείς να σταματήσεις στην ψυχολογία του αθλητή. Στο ντοκιμαντέρ που έκανα για τον θρυλικό ποδηλάτη René Vietto, ένα από τα πράγματα που θέλησα να τονίσω ήταν ότι η ποδηλασία ήταν γι’ αυτόν μια ζωτική ανάγκη, όπως η ζωγραφική ή η συγγραφή για έναν ζωγράφο ή έναν συγγραφέα. Η ικανότητα αυτή του αθλητή να παραδίδεται ψυχή τε και σώματι στο άθλημά του μέχρι το θάνατο, τον ανεβάζει στο επίπεδο του καλλιτέχνη. Έτσι δημιουργούνται οι μύθοι, μέσα από την ικανότητα να ξεπερνάς τις δυσκολίες της πραγματικότητας ώστε «να γίνεις αθάνατος κι έπειτα ας πεθάνεις» για να παραφράσω τα λόγια του Parvulesco, τον οποίον ενσαρκώνει ο σκηνοθέτης Jean-Pierre Melville, στο «Με κομμένη την ανάσα» του Jean-Luc Godard. Η ποδηλασία είναι μάθημα ζωής.

Ο θρύλος της ποδηλασίας René Vietto σε φωτογραφία από την ταινία ντοκιμαντέρ «Ο μελαγχολικός βασιλιάς» του Julien Camy.

Αυτή η ηρωική πλευρά των αθλητών τούς κάνει να γίνονται σύμβολα, αντικείμενα λατρείας, όπως άλλωστε και οι ηθοποιοί του κινηματογράφου.

Βεβαίως. Διότι εμείς ως θεατές προβάλλουμε σ’ αυτούς τις επιθυμίες και τα όνειρά μας. Σε όλους μας αρέσουν οι ταινίες όπου μικρές, περιθωριακές ή ερασιτεχνικές αθλητικές ομάδες κερδίζουν ξαφνικά, χάρη σε έναν προπονητή, τον αγώνα της ζωής τους. Αυτού του είδους οι ιστορίες λέγονται στον κινηματογράφο underdog stories, όπως η πολύ επιτυχημένη ταινία «Rasta Rockett». Σκεφτείτε επίσης ότι υπάρχει ένα μπρούτζινο άγαλμα του Rocky μπροστά στο Μουσείο Καλών Τεχνών στη Φιλαδέλφεια. Ένας χαρακτήρας μυθοπλασίας αντιμετωπίζεται ως εθνικός ήρωας, όπως οι μεγάλοι άνδρες που έκαναν τις ΗΠΑ αυτό που είναι! Όλες αυτές οι ιστορίες μάς κάνουν να ονειρευόμαστε, διότι μας καθησυχάζουν. Μας δείχνουν ότι υπάρχουν αθλητικές και κοινωνικές αξίες και μας κάνουν να αισθανόμαστε ωραία, ακόμα και όταν ο ήρωας δεν πετυχαίνει τον στόχο του. Στη Γαλλία μας αρέσουν ιδιαίτερα οι ιστορίες των υπέροχων ηττημένων. Ακόμα και σ’ αυτές υπάρχει στο τέλος πάντα κάτι θετικό γύρω από τις ανθρώπινες αξίες. Ο ήρωας χάνει, αλλά παραμένει πιστός στις αρχές του και γίνεται για μας τους θεατές εμπνευστής και οδηγός για να βρούμε τα δικά μας σημεία αναφοράς. Οι αθλητές μάς βοηθούν να γίνουμε αυτό που είμαστε, όπως οι ήρωες των ταινιών ή των λογοτεχνικών έργων.

Ο Julien Camy.

Ο Παζολίνι έλεγε: «Ο αθλητισμός είναι ένα πολύ σημαντικό πολιτισμικό φαινόμενο που δεν θα έπρεπε να το αγνοεί ούτε να το παραβλέπει η άρχουσα τάξη και οι διανοούμενοι». Ποια είναι η θέση σας πάνω σ’ αυτό;

Εγώ δε διαχωρίζω την κουλτούρα του κινηματογράφου από την κουλτούρα των σπορ ή της λογοτεχνίας. Αντιμετωπίζει κανείς ένα είδος συγκατάβασης ή περιφρόνησης, όταν μιλά για τη σχέση των σπορ με τον κινηματογράφο, διότι επικρατεί συχνά η άποψη ότι οι δύο αυτοί κόσμοι δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Για πολλά χρόνια, δεν θεωρούνταν πρέπον για έναν διανοούμενο να διαβάζει μια αθλητική εφημερίδα, όπως η Equipe. Σήμερα όμως τα πράγματα αλλάζουν, καθώς τα σπορ καταλαμβάνουν όλο και πιο μεγάλο μέρος της ζωής μας. Οι διανοούμενοι δεν μπορούν πια να αγνοήσουν τον πολιτισμικό πλούτο των σπορ και πολλοί από αυτούς κάνουν το αθλητικό coming out τους. Αγαπούν τα σπορ, τα παρακολουθούν, τα εξασκούν οι ίδιοι, μιλούν και γράφουν γι’ αυτά με τρόπο διαφορετικό, υπογραμμίζοντας τη σημασία τους σε πνευματικό επίπεδο, τι μπορεί δηλαδή να μας προσφέρει πνευματικά ο αθλητισμός. Τα σπορ αποτελούν βασικό πολιτισμικό στοιχείο της κοινωνίας μας και μας αγγίζουν όλους με τρόπο διαφορετικό. Κι αυτό ο κινηματογράφος το συνέλαβε πολύ νωρίς προς ικανοποίηση και απόλαυση όλων μας.

Το βιβλίο του Julien Camy κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bailli de Suffren.

Photo Credit: Editions du Bailli de Suffren

[ssba]
Interviews