της Κέλλυς Σταυροπούλου
Μέσα στα 58 χρόνια που έχουν περάσει από την πρώτη ταινία James Bond, έξι μόλις ηθοποιοί υποδύθηκαν τον πιο διαχρονικό και εμβληματικό ίσως αντρικό ήρωα στην ιστορία του κινηματογράφου. Καθένας από αυτούς είχε τα ελαττώματα και τις αρετές του και πάντως όλοι τους κληροδότησαν στον χαρακτήρα κάτι δικό τους, ώστε να γίνει ο Bond που ξέρουμε σήμερα.
Sean Connery (1962-1967, 1971 και 1983)
Ένα αρχή ην ο Connery ή αλλιώς, με μια πιο ταπεινή προσέγγιση, ο Sean Connery ήταν ο πρώτος ηθοποιός που υποδύθηκε τον James Bond, στην ταινία Dr. No, το 1962. Ένας ερασιτέχνης ηθοποιός με εντυπωσιακή σωματική διάπλαση που είχε εμφανιστεί σε κάποιες βρετανικές ταινίες στα τέλη του ‘50 κέντρισε το ενδιαφέρον των παραγωγών του Bond, παρά τις αντιρρήσεις του Ian Flemming που υπέγραφε τα ομώνυμα μυθιστορήματα, ο οποίος είχε βρει τον Connery ελαφρώς άξεστο για τον κομψό ήρωα του. Το σεξαπίλ και η αρρενωπή ομορφιά του ηθοποιού όμως νίκησαν. Πριν μπει στα πλατό βέβαια, χρειάστηκε τη βοήθεια του σκηνοθέτη Terence Young, ο οποίος τον πήγε σε ράφτες και κουρείς και τον ξενάγησε σε κοσμικά εστιατόρια και καζίνο για να του μάθει τι σημαίνει η καλή ζωή. Μάλλον τα κατάφερε, αφού τελικά όλοι συμφώνησαν ότι ο Sean Connery έδωσε έναν μοναδικό στην ιστορία Bond που δεν ξανάγινε ποτέ. Στον Connery αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία του φαινομένου James Bond, με το οποίο ασχολήθηκαν φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι και άντρες κάθε γενιάς, είτε για να τον απορρίψουν, είτε για να τον εκθειάσουν, είτε για να τον μιμηθούν. Αμείφθηκε με το παραπάνω για την επιτυχία του κερδίζοντας ποσά που φαντάζουν άπιαστα μέχρι σήμερα. Το 2003 ο Bond του Connery επιλέχθηκε ως ο τρίτος σημαντικότερος ήρωας στην ιστορία του σινεμά από το American Film Institute.
George Lazenby (1969)
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο George Lazenby υπήρξε ο James Bond που συνδέθηκε με τα μεγαλύτερα παράδοξα. Αρχικά επιλέχθηκε με αφορμή μια διαφήμιση στην οποία συμμετείχε και το έναυσμα ήταν ότι φορούσε ένα Rolex Submariner και ένα κοστούμι Savile Row που είχε ραφτεί αρχικά για τον Sean Connery, αλλά τελικά δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του. Επιπλέον ο Lazenby πήγαινε στον ίδιο μπαρμπέρη που πήγαινε και ο Connery, στο Dorchester Hotel. Ο άσημος μέχρι τότε Αυστραλός δεν υπέγραψε ποτέ συμβόλαιο με την εταιρεία παραγωγής του James Bond παρά έπαιξε σε μία μόνο ταινία εκτός συμβολαίου. Ο λόγος ήταν ότι ο ατζέντης του τον έπεισε ότι ο ρόλος του Bond θα μοιάζει παλαιομοδίτικος και ξεπερασμένος στα προοδευτικά 70’s που ανέτειλαν, οπότε αποχώρησε πριν καν βγει στις αίθουσες το On Her Majesty’s Secret Service. Το μεγαλύτερο παράδοξο βέβαια είναι ότι μ’ αυτή την μοναδική και βιαστική συμμετοχή στην ιστορία των James Bond, πρόλαβε να κερδίσει μια υποψηφιότητα στις Χρυσές Σφαίρες για τα βραβείο του Πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού. Παρά την υποψηφιότητα του, σε γενικές γραμμές και με μικρές εξαιρέσεις, ο Lazenby ως Bond πήρε κακές κριτικές χαρακτηριζόμενος ως λακωνικός, με έλλειψη χιούμορ και πρόχειρη επιλογή για τον ρόλο. Ωστόσο ξεχώρισε για το στυλ του και ο τότε σκηνοθέτης, Peter R. Hunt, είχε δηλώσει ότι αν παρέμενε και έκανε περισσότερες ταινίες θα είχε εξελιχθεί σ’ έναν καλό και αξιόπιστο Bond.
Roger Moore (1972–1985)
Εκείνη την εποχή ο Roger Moore ήταν καθιερωμένος ως τηλεοπτικός ηθοποιός με ρόλους σε γνωστές σειρές, στις οποίες υποδυόταν συνήθως τον γοητευτικό και εύθυμο playboy. Ο σεναριογράφος του James Bond, Tom Mankiewicz, προσάρμοσε λίγο τον ρόλο στα μέτρα του Moore γράφοντας κάποιες κωμικές σκηνές και δίνοντας του μια πιο ελαφριά οπτική. Πολλοί θεώρησαν ότι οι Bond του Moore είχαν στοιχεία παρωδίας γελοιοποιώντας εν μέρει τον πράκτορα που από σκληροτράχηλο αρσενικό άρχισε να γίνεται ένας ελαφρόμυαλος bon viveur. O ηθοποιός δεν πτοήθηκε και πλαισίωσε την ελαφριά προσέγγιση του με την άποψη ότι: «Η συνθήκη του James Bond είναι από μόνη της γελοία. Αυτός ο άντρας υποτίθεται ότι είναι κατάσκοπος και ωστόσο όλοι γνωρίζουν ποιος είναι!». Αντίστοιχα ο Roger Moore επέβαλε στον Bond μια σειρά από συνήθειες που αγαπούσε ο ίδιος, όπως το να κάνει πούρα -και όχι τσιγάρα όπως συνήθιζε- και να φοράει κοστούμια σαφάρι. Το 1985, εμφανίστηκε στην 7η και τελευταία του ταινία ως Bond, το A view to Kill. Ο ηθοποιός είχε κλείσει τα 57, γεγονός για το οποίο και πάλι έγινε αντικείμενο χλευασμού καθώς ήταν ο πιο γηραιός Bond που θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Το σίγουρο είναι ότι οι 7 ταινίες του έφεραν εισπράξεις 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων κάνοντας ρεκόρ στα τότε box office.
Timothy Dalton (1986–1994)
Ήταν υποψήφιος James Bond από τα 24 του, αλλά αρνήθηκε ο ίδιος τον ρόλο με τη σκέψη ότι ο πράκτορας του Fleming είναι μεταξύ 35 και 40 ετών. Επέστρεψε στα 40 του για να υποδυθεί με ακρίβεια και προσήλωση τον ρόλο. Ο ψηλός, μελαχρινός Βρετανός με τα πράσινα μάτια, μέχρι τότε ήταν κλασικός Σαιξπηρικός ηθοποιός του θεάτρου. Η μεγάλη του φιλοδοξία ήταν να αποδώσει υποκριτικά έναν Bond πιστό στα βιβλία του δημιουργού του, Ian Fleming, και γι’ αυτό η ιστορία λέει ότι ενόψει της πρώτης του ταινίας, The Living Daylights, μελέτησε επισταμένα τα βιβλία πριν το σενάριο. Ο Dalton ήταν ο πιο σοβαρός, σκοτεινός και αδίστακτος James Bond που έχουμε δει. Ήταν ο δολοφόνος που δεν είχε αρκετό χρόνο για διασκέδαση, απολαύσεις και γυναίκες. Από την άλλη, κατά πολλούς, ήταν και η πιο συνεπής εκδοχή στον πρωτότυπο ήρωα των μυθιστορημάτων του Fleming. Ωστόσο οι Sunday Times είχαν εκφράσει αντίθετη άποψη γράφοντας ότι στο πρόσωπο του Dalton βλέπουμε έναν Bond ο οποίος στερείται των αρετών του μυθιστορηματικού πράκτορα 007 και θυμίζει περισσότερο τον Batman… Επιπλέον οι Bond του Dalton δεν έκαναν τα εισπρακτικά ρεκόρ στα οποία μας έχουν συνηθίσει οι προκάτοχοι, αλλά και οι μεταγενέστεροι του. Τότε είχε θεωρηθεί ότι ένας θεατρικός ηθοποιός σε μια ταινία δράσης δεν μπορεί να συναγωνιστεί τον Willis, τον Schwarzenegger και τον Stalone που παίζουν στη δίπλα αίθουσα.
Pierce Brosnan (1994-2004)
Το συμβόλαιο του Brosnan το 1994 προέβλεπε 3 ταινίες στη σειρά και την προοπτική για 4η, όπερ και εγένετο. Η αμοιβή του για την πρώτη ταινία, το Golden Eye, ήταν 4. εκ. δολάρια και για την 4η και τελευταία, το Die Another Day, είχε ανέβει στα 16,5 εκ. δολάρια. Ήταν ο James Bond που διέθετε εξαρχής όλα τα εχέγγυα. Είχε την κομψότητα και το πολυπόθητο «Armani look», την εκλεπτυσμένη αγγλικότητα, την αρρενωπή μελαχρινή ομορφιά, τη γοητεία, την ισορροπία ανάμεσα σε σοφιστικέ και old-fashion στοιχεία. Ήταν ο τέλειος Bond. Τόσο τέλειος που μέσα στις τρεις πρώτες ταινίες του κατάφερε να εξευγενίσει τον ρόλο και να τον προσαρμόσει στα νέα κοινωνικά δεδομένα. Ο σκληρός πράκτορας άρχισε να έχει χιούμορ και πνεύμα και προπάντων, έκοψε το κάπνισμα -μέχρι τότε είχε χαρτογραφηθεί ότι έκανε περίπου 70 τσιγάρα τη μέρα. Παρά τις όποιες ενστάσεις, ο Brosnan ήταν κάθετος: «Δεν μ’ ενδιαφέρει η άποψη και η ανάμνηση κανενός. Το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο και στο εξής ο James Bond παύει να καπνίζει». Μόνη εξαίρεση εκείνο το κουβανέζικο πούρο στη χαρακτηριστική σκηνή του Die Another Day.
Daniel Craig (2005-2020)
Στις 14 Οκτωβρίου του 2005 ανακοινώθηκε στο Λονδίνο ότι ο Βρετανός ηθοποιός Daniel Craig θα είναι ο 6ος James Bond. Και το εναρκτήριο λάκτισμα αυτού, η ταινία Casino Royale για την οποία ο ίδιος είπε αργότερα: «Όταν διάβασα το σενάριο, σκέφτηκα ότι θα μου ήταν αδύνατον να μην πω αυτή την ιστορία εφόσον μου προτάθηκε». Αν και όταν επιλέχθηκε οι πάντες έσπευσαν να τον καταδικάσουν, ο Craig κατέληξε να είναι ο μακροβιότερος μέχρι στιγμής Bond με το σημερινό No time to Die να αποτελεί το κύκνειο άσμα του. Μακριά από το πρότυπο του ψηλού, μελαχρινού, εξαιρετικά όμορφου άντρα που είχαμε συνηθίσει, εμφανίστηκε ο μετρίου αναστήματος «ξανθομπάμπουρας» (James Blonde έγραφε ο βρετανικός τύπος για να χλευάσει) και τελικά έκανε την ανατροπή καταλήγοντας από την πρώτη κιόλας ταινία του να χαρακτηριστεί ως o εξελιγμένος «Bond του 21ου αιώνα». Ο Craig κέρδισε τους άντρες γιατί ήταν ο πρώτος που τσαλακώθηκε και τους διευκόλυνε να ταυτιστούν με τον αγαπημένο τους ήρωα, αλλά και τις γυναίκες για πολλούς περισσότερους λόγους. Ένας από αυτούς ήταν η αποκαθήλωση του ήρωα που τόλμησε να κάνει δηλώνοντας: «Ο James Bond είναι μισογύνης. Οι γυναίκες έλκονται από αυτόν επειδή αποπνέει κίνδυνο και δεν δεσμεύεται ποτέ».
Illustration: Dimitris Dimarelos