της Μαριανίνας Πάτσα
«Ξέρω ότι δεν μπορώ να καθίσω με κάποιον για τρεις ώρες χωρίς να πω τουλάχιστον δέκα πράγματα που θα τον κάνουν να θέλει να με σκοτώσει». Ο Lars von Trier είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, τόσο σκηνοθέτη όσο και ανθρώπου. Έχει φανατικούς θαυμαστές και εχθρούς. Έχει χαρακτηριστεί από ιδιοφυής έως μισάνθρωπος και από μοναδικό ταλέντο μέχρι persona non grata. Κάποιοι πιστεύουν πως είναι προκλητικός μόνο και μόνο για την πρόκληση, ενώ άλλοι πως η σκληρότητά του είναι το ειλικρινές απόσταγμα μιας καλλιτεχνικής συνείδησης που βασανίζεται εις το διηνεκές.
Ο Δανός σκηνοθέτης κατά περιόδους παλεύει με τον αλκοολισμό, ενώ υποφέρει από κατάθλιψη, καθώς και από διάφορες φοβίες. Όπως είπε χαριτολογώντας κάποτε σε μια συνέντευξη, «φοβάμαι τα πάντα στη ζωή, εκτός από το να κάνω ταινίες». Ο Trier είναι ένας από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που, ενώ εξελίσσουν διαρκώς το στιλ τους, παράλληλα διατηρούν την προσωπική τους ταυτότητα. Οι ταινίες του είναι αδύνατον να ταξινομηθούν σε είδη. Κάθε νέα του δημιουργία είναι όχι μόνο ένα κινηματογραφικό γεγονός, αλλά και μια πρόκληση.
Ξεκίνησε να δημιουργεί ταινίες σε ηλικία έντεκα ετών και σπούδασε κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Το «Europa» (1991) του χάρισε το βραβείο της κριτικής επιτροπής στις Κάννες, αλλά ήταν το «Breaking the Waves» (1996) –με την Emily Watson ως σεξουαλικά απογοητευμένη σύζυγο ενός παράλυτου εργάτη πετρελαίου– που τον σήκωσε πολύ πάνω από το έδαφος. Η ταινία κέρδισε το Grand Prix στις Κάννες και η Watson εξασφάλισε υποψηφιότητα για Όσκαρ. Ο Trier ήταν πλέον μια προσωπικότητα του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Στις βραβεύσεις του περιλαμβάνεται και ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία «Χορεύοντας στο σκοτάδι» (Dancer in the Dark), με πρωταγωνίστρια την Bjork. Ο ίδιος όμως πιστεύει ότι όλα τα κινηματογραφικά βραβεία που έχει κερδίσει αφορούν αποκλειστικά τις πιο «mainstream» ταινίες του – αν και μάλλον αδύνατον να χαρακτηρίσει κάποιος άλλος ως mainstream τις δημιουργίες του.
Aρνείται σταθερά τις προσφορές του Hollywood, χωρίς καν να διαβάζει τα σενάρια. Επίσης αποφεύγει να βλέπει καινούργιες ταινίες ή έστω να παρακολουθεί τις νέες κατευθύν- σεις που παίρνει το σινεμά. «Το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να μου συμβεί είναι να ενθουσιαστώ με κάτι καινούργιο. Αισθάνομαι σαν εξερευνητής που ναυάγησα σε ένα νησί και κάποιος μου είπε να προχωράω σταθερά προς τα ανατολικά. Δεν θέλω να κάνω στροφές προς τη δύση, δεν με παίρνει». Παρ’ όλα αυτά, το «φρέσκο» δεν λείπει από τα φιλμ του. Το «Dogville» (2003) ανέτρεψε ουκ ολίγους παραδοσιακούς κινηματογραφικούς κανόνες, ενώ τα τελευταία χρόνια αλλάζει διαρκώς το παιχνίδι, ενσωματώνοντας στις δημιουργίες του από αρχειακό υλικό μέχρι animation, ανάλογα με τις ανάγκες του σεναρίου – όπως έκανε για παράδειγμα στην ταινία «Αντίχριστος» (2009).
«Η πολιτική ορθότητα σκοτώνει τη συζήτηση». Μερικά χρόνια πριν, το φεστιβάλ των Καννών τον χαρακτήρισε «persona non grata». Ήταν το 2011 όταν ο Trier, στην περιβόητη συνέντευξη Τύπου για το «Melancholia», έκανε το άστοχο αστείο να δηλώσει ότι είναι ναζί και καταλαβαίνει τον Χίτλερ. Το φεστιβάλ, σε μια πρωτοφανή κίνηση, απέκλεισε για επτά χρόνια τον δημιουργό που είχε βραβεύσει στο παρελθόν με Χρυσό Φοίνικα.
Έπειτα, εκείνος φρόντισε να πάρει το σεξουαλικά φορτισμένο του έπος «Nymphomaniac» (2013) και να το παρουσιάσει πρώτα στο Φεστιβάλ Βερολίνου και έπειτα της Βενετίας, μιας και εκεί δεν τον αντιμετώπισαν ως ανεπιθύμητο, αφού κατάλαβαν το εξής: πως όσο μεγαλύτερη η καλλιτεχνική αρτιότητα του έργου, τόσο μικρότερη η σημασία τού αν θα πει ο καλλιτέχνης μερικές αποτυχημένα χιουμοριστικές δηλώσεις στη συνέντευξη Τύπου, έστω κι αν αυτές μπορεί να φανούν βαθιά προσβλητικές για την ανθρωπότητα. Άλλωστε τα λόγια πετάνε, τα έργα μένουν. «Εάν θέλετε να προκαλέσετε, θα πρέπει να προκαλέσετε κάποιον που είναι πιο ισχυρός από εσάς, αλλιώς είναι κατάχρηση εξουσίας». Μετά τη διαβόητη ρήξη με τις Κάννες, ο δημιουργός επέστρεψε στον «τόπο του εγκλήματος».
Αφορμή, η ταινία «The House that Jack Built» (2018), με πρωταγωνιστή τον Matt Dillon στον ρόλο του Jack, ενός πανέξυπνου κατά συρροή δολοφόνου. Σε στιλ αφήγησης που θυμίζει έντονα το «Nymphomaniac», ο Jack περιγράφει στον άγνωστό του Verge (Bruno Ganz) μερικές από τις τυχαία επιλεγμένες δολοφονίες που διέπραξε σε διάστημα δώδεκα ετών, κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Η υπέρμετρη βία και η γλαφυρότητα του πράγματος οδήγησαν πολλούς στο να απαυδήσουν με την ταινία. Προσπέρασαν όμως ένα σημαντικό γεγονός: ότι ο Jack φέρει πολλά από τα χαρακτηριστικά του δημιουργού του.
Ο Trier κοιτάζεται στον καθρέφτη. Χρησιμοποιεί ως άλλοθι τη ζωή ενός δολοφόνου για να προβάλει τα όσα εδράζουν μέσα του. Τραύματα, λάθη και εμμονές συναντιούνται με τη φαντασία. Το «Σπίτι» είναι μνημείο τέχνης και ιδεών του δημιουργού του, που θολώνει με μαεστρία τα όρια ανάμεσα στην ειλικρίνεια και στο τέχνασμα.
Ο Trier ήταν πολύ άσχημα ψυχολογικά μέχρι να τελειώσει η ταινία. Βουτηγμένος στην κατάθλιψη και σε διαρκή προσπάθεια απεξάρτησης από το αλκοόλ, οι δυνάμεις του εξαντλήθηκαν. «Δεν νομίζω πως θα είμαι σε θέση να ξανα κάνω ταινία για πολύ καιρό» λέει. Και όμως, κάπου εκεί στην αναμονή, ένα μικρό κύτταρο δημιουργίας, έστω και τραυματισμένο, πάλλεται.