του sir Taki Theodoracopulos
Eίναι φυσιολογικό στους καιρούς της υπερβολής που ζούμε να αποκαλούμε εικονικούς ή θρυλικούς ορισμένους ανθρώπους. Τόσο το «υπερβολικό» όσο και το «εικονικό» είναι ελληνικές λέξεις και δημιουργήθηκαν για να ξεχωρίζουν το κανονικό από το θρυλικό. Το πρόβλημα είναι ότι σήμερα η λέξη «θρυλικό» έχει χρησιμοποιηθεί υπερβολικά. Ατάλαντοι καλλιτέχνες, τραυματισμένοι ποδοσφαιριστές, ακόμα και αδίστακτοι, διεφθαρμένοι πολιτικοί αναφέρονται ως θρύλοι από τους σπεσιαλίστες των δημοσίων σχέσεων. Οι θρύλοι, φυσικά, γίνονται μνημεία της μεγαλοπρέπειάς μας.
Ο πρώτος μεγάλος και διαχρονικός θρύλος δεν είναι άλλος από τον Όμηρο, του οποίου η ποίηση ανυψώνει ακόμη και τα πιο καταστροφικά ανθρώπινα γεγονότα στη σφαίρα της ομορφιάς και δείχνει πόσο απέραντο και γαλήνιο μπορεί να είναι το μυαλό, ακόμη και όταν εξετάζει τη φρίκη του πολέμου. Ο Γκαίτε αποκάλεσε τον Όμηρο «τον πιο εκπληκτικό άνθρωπο που υπήρξε ποτέ».
Aλλά οι μύθοι δεν είναι τέλειοι. Ακόμη και ο Όμηρος θεωρείται ότι ήταν τυφλός. Ο Ναπολέων ήταν πολύ κοντός και δεν ήταν «προικισμένος» ή έτσι έλεγαν οι στρατηγοί του, οι οποίοι τον είχαν δει γυμνό ενώ πλενόταν μετά από μια μάχη, και είχαν γελάσει με αυτό. Η μεγαλύτερη μουσική μεγαλοφυΐα ποτέ, ο Μότσαρτ, πολλά λέγονταν για τις σεξουαλικές του διαστροφές, αλλά η ζήλια για το εκπληκτικό ταλέντο του μπορεί να είχε να κάνει με αυτές τις άσχημες φήμες. Ο Μπετόβεν ήταν επίσης γνωστός για τη φοβερή ιδιοσυγκρασία του και για τις σκοτεινές του διαθέσεις, ενώ η ευγενική φύση του Ρόμπερτ Σούμαν λέγεται ότι τον μετέτρεπε σε αποδέκτη ακραίων αστείων μεταξύ των κακών γλωσσών της εποχής. Όπως και να είναι, στο επάγγελμά μου ως δημοσιογράφος έχω συναντήσει πολύ λίγους θρύλους και αυτοί τους οποίους θεωρώ ως τέτοιους το οφείλουν σε στιγμιαίες πράξεις ή αντιδράσεις που είχαν υπό πίεση και ειδικά στη μάχη. Ο στρατηγός Christian de Castries, υπερασπιστής του Dien Bien Phu στο Βιετνάμ, ήταν γόνος μιας γαλλικής, πολύ παλιάς αριστοκρατικής στρατιωτικής οικογένειας. Οι πρόγονοί του πολέμησαν για τον Λουδοβίκο ΙΕ΄, τον Λουδοβίκο ΙΣΤ΄, τον Ναπολέοντα και ούτω καθεξής. Όταν ο στρατηγός Navarre τού ανέθεσε τη χαμένη υπόθεση υπεράσπισης του Dien Bien Phu, ο De Castries έδωσε στα φυλάκια της αμυντικής γραμμής ονόματα από τις πολυάριθμες ερωμένες του. Υπήρχαν δύο Κατερίνες, δύο Ελιάνες και ούτω καθεξής· και τα έντεκα φυλάκια πήραν το όνομά τους από τις ερωτικές κατακτήσεις του. Λίγο πριν από την παράδοση στους εχθρούς, ο Cogny, ο ανώτερος αξιωματικός του, τηλεφωνεί από το Ανόι και καταφέρνει να συνδέσει τον De Castries με τη σύζυγό του στο Παρίσι. Ακούστηκε πολύ χαρούμενη και εκείνος τη ρώτησε γιατί. Εκείνη απάντησε: «Γιατί ξέρω πού θα είσαι τους επόμενους μήνες». Ο Christian de Castries, με τον οποίο μοιράζομαι την ημέρα γενεθλίων, 11 Αυγούστου, έγινε μύθος για μένα γι’ αυτό το γεγονός και μόνο.
Ο μεγαλύτερος Γερμανός πιλότος πολεμικού αεροσκάφους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν επίσης ο πιο όμορφος άνδρας που πέταξε ποτέ, με εξαίρεση τον Charles Lindbergh. Ο ιπτάμενος άσος Σμηναγός Hans-Joachim Walter Rudolf Siegfried Marseille (1919-30 Σεπτεμβρίου 1942) ήταν ένας βιρτουόζος χωρίς αντίπαλο. Δημιούργησε το σκορ του με 158 καταρρίψεις σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, και μάλιστα εναντίον της RAF στους ουρανούς της Βόρειας Αφρικής, και έγινε γνωστός ως «Star of Africa». Ήταν σπουδαίος γυναικοκατακτητής και πολύ δυνατός πότης, ο οποίος πολέμησε συχνά σε αερομαχίες μεθυσμένος. Μετά την 100ή νίκη του επέστρεψε στο Βερολίνο, όπου ο Herman Goering τον ρώτησε αν θα πάει τώρα για 200 νίκες. «Εννοείτε αεροπλάνα ή γυναίκες, επειδή έχω περάσει αυτόν τον αριθμό όταν πρόκειται για το τελευταίο», απάντησε ο Marseille. Σκοτώθηκε όταν, βγαίνοντας από το JG 27, χτύπησε στην ουρά του και έπεσε. Το αεροπλάνο του είχε πιάσει φωτιά, αλλά όχι από τον εχθρό. Αυτό, για μένα, τον κατέταξε στους θρύλους.
Ο Peter Arno ήταν ένας άνδρας που γνώρισα όταν εκείνος ήταν μεσήλικας και εγώ ήμουν νέος. Ήταν ένας γελοιογράφος και ένας πολύ όμορφος, σκληρός τύπος. Με αριστοκρατική καταγωγή, τα σχέδιά του δημοσιεύονταν στον New Yorker σε όλη τη δεκαετία του ’30 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Τα σκίτσα του δημιουργήθηκαν –έχω πολλά απ’ αυτά– με αυτοπεποίθηση, με τολμηρές γραμμές μελάνης, πειράζοντας τους αναγνώστες. Απεικόνιζαν τα παιχνίδια γάτας και ποντικού ανάμεσα σε συζύγους, συζύγους και εραστές, διεφθαρμένους πολιτικούς, υπουργούς όχι και τόσο ηθικούς, τον κοινό άνθρωπο, τον δειλό άνθρωπο, τους πλούσιους, την αγάπη, τη βαριεστημένη πόρνη, τους sugar daddies, τα κορίτσια των κολεγίων και τους ανίδεους πρεσβύτερους. Η ειδικότητά του ήταν οι κυρίες και οι κύριοι της υψηλής κοινωνίας που παραδίδονταν σε ένοχες απολαύσεις. Καθώς και οι πολύ πλούσιοι ηλικιωμένοι άνδρες που προσελκύουν πολύ νεαρές γυναίκες με δώρα. Ήταν πολύ ψηλός, πολύ όμορφος και φημισμένος για φασαρίες σε νυχτερινά κέντρα και άλλα τέτοια μέρη. Όλοι οι άνδρες που απεικόνιζε φορούσαν λευκή γραβάτα και φράκο ή tuxedo και στα χέρια τους κρατούσαν πάντα ένα ποτήρι σαμπάνια. Ζήσαμε μαζί μια θρυλική βραδιά στο El Morocco, όταν εκείνος ήταν 61 και εγώ 20 ετών.
Ο Βύρωνας του καιρού μας, ο πρώτος αστέρας της pop πριν εφευρεθεί η λέξη, ο ήρωάς μου όλων των εποχών ήταν ο λογοτεχνικός θρύλος Ernest Hemingway. Ο Papa Hemingway έγραψε για την ενεργό ζωή, την ήρεμη ευθυμία της αλιείας, αλλά και για τη βιαιότητα του κυνηγιού μεγάλων θηραμάτων, των ταυρομαχιών και του πολέμου. Η αρσενική πεζογραφία του είχε το αποτέλεσμα της απόλυτης λεπτότητας. Ήταν ο πιο δύσκολος τρόπος να γράψει, γιατί φαινόταν τόσο εύκολος και φυσικός. Ο Papa επέμεινε ότι «δεν υπάρχει λίπος, δεν υπάρχουν επίθετα, δεν υπάρχουν επιρρήματα, δεν υπάρχουν μεταφορικές ρωγμές, κλισέ ή λογοτεχνικά ερεθίσματα. Τίποτε άλλο από το ωμό. Όπως ο Byron, ο Hemingway προτιμούσε να πεθάνει «αντί να σπρώχνει μια ύπαρξη με δυσκολία, εξασθενημένη και με αίσθημα αμβλύτητας». Τον είδα κάποτε στην 5η Λεωφόρο και τον ακολούθησα στο El Borracho, ένα εστιατόριο όπου πήγαιναν οι γονείς μου, στη Madison και στην 54th Street. Βρισκόταν στο μπαρ και με το 15χρονο θάρρος μου τον πλησίασα. Με κέρασε τρία ουίσκι sours και μιλήσαμε για γραφή. Πήγα πίσω στο σπίτι και η μητέρα μου με είδε μεθυσμένο. «Ήμουν με τον Hemingway», της είπα. «Και όσοι είναι με τον Papa πίνουν». Τρεις μέρες αργότερα, στην πρώτη σελίδα της Post διάβασα ότι ο άνδρας με τον οποίο έπινα τα ποτά ήταν ένας απατεώνας υποδυόμενος τον Papa. Δεν συνάντησα ποτέ τον πραγματικό.
Και τώρα μια θρυλική γυναίκα, μια λαμπερή ομορφιά που θα μπορούσε εύκολα να προκαλέσει τον Τρωικό Πόλεμο, μια σύγχρονη Ελένη της Τροίας, αν και ήταν λίγο πιο επιπόλαιη από τη βασίλισσα της Σπάρτης. Ο καλύτερος τρόπος για να περιγράψουμε τη γοητεία της θα ήταν να αναφέρουμε τον Raymond Chandler, τον σπουδαίο συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων: «Είχε το είδος της σεξουαλικής έλξης που θα έκανε έναν επίσκοπο να περάσει μέσα από ένα παράθυρο με βιτρό του καθεδρικού ναού». Ο τελευταίος σύζυγός της, ο Frank Sinatra, τον οποίο έδιωξε, είπε ότι το πρόβλημα με την Ava ήταν ότι «θα μπορούσε να “πίνει” εκείνον και οποιονδήποτε άλλο άνδρα κάτω από το τραπέζι». Τη συνάντησα μια φορά στην Ισπανία, όπου η ομάδα της Ελλάδας έπαιζε στο Davis Cup. Πήγα σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης και μου τη σύστησαν. Με ρώτησε στα ισπανικά: «Toreador»; «Όχι, είμαι τενίστας», είπα εγώ. «Puto;» (Ομοφυλόφιλος;) «Όχι». Τότε της είπα στα αγγλικά: «Δεσποινίς Gardner, θα μπορούσα να είμαι κάποιος, ένας σπουδαίος τενίστας, αν δεν σας είχα δει ως Πανδώρα στην ταινία “Barefoot Contessa”». Στη συνέχεια έκανα με το χέρι μου μια… αυνανιστική χειρονομία. Ξέσπασε σε γέλια και μου ζήτησε να καθίσω για ένα ποτό. Τότε είχε σχέση με τον σπουδαιότερο και ομορφότερο ταυρομάχο, τον matador Juan Miguel Dominguin. Έγραψα ότι ήταν το ομορφότερο ζευγάρι από την εποχή του Πάριδος και της Ελένης, αλλά ο Juan και η Ava ήταν πραγματικοί. Ο θρύλος πέθανε το 1990, σε ηλικία 67 ετών και αλκοολική, τρεις πόρτες παρακάτω από εμένα, στο Λονδίνο.
Photo: GettyImages/ideal Image