To 1968 που οι Ιταλοί φοιτητές έκαιγαν σημαίες, καταλάμβαναν πανεπιστήμια και διαδήλωναν κατά του καπιταλισμού και της πατριαρχίας, μια ομάδα γοητευτικών νεαρών ανδρών, επίσης από την Ιταλία, κατακτούσε την Γαλλική Ριβιέρα.
της Κέλλυς Σταυροπούλου
Θα τους αναγνώριζες από μακριά, από τα ξεκούμπωτα λινά πουκάμισα, τα vintage ρολόγια στους καρπούς τους, τα ποτήρια με σαμπάνια στο χέρι, την άνεση με την οποία κινούνταν στα πιο φημισμένα κλαμπ του Saint-Tropez. Ήταν οι «Les Italiens». H τετραμελής ομάδα των jet-set playboy που έκαναν την dolce vita δόγμα τους και κυκλοφορούσαν με όμορφες γυναίκες, από το Μιλάνο μέχρι το Saint Tropez, απαρτιζόταν από τον Beppe Piroddi, τον Franco Rapetti -γνωστός και ως Πρίγκηπας-, τον Rodolfo Parisi και βέβαια τον επικεφαλής κατά μία έννοια, τον Gigi Rizzi. Η Ιταλίδα σοσιαλιτέ Pilar Crespi Robert είχε πει σε μια συνέντευξη της στο Vanity Fair: «Αυτοί οι όμορφοι, ηλιοκαμένοι Ιταλοί ήταν ό,τι πιο glamour μπορούσες να συναντήσεις, από το Capri μέχρι το Saint Tropez. Φορούσαν δερμάτινα παντελόνια, ανοιγμένα μέχρι το στήθος πουκάμισα και χρυσές αλυσίδες στο λαιμό. Ήταν straight και τους ήθελε κάθε γυναίκα της εποχής».
Ο ίδιος ο Gigi Rizzi είχε σχολιάσει: «Έπρεπε να επικρατήσουμε των εκατομμυριούχων θαμώνων για να κατακτήσουμε μια γυναίκα, με μόνη περιουσία το πρόσωπο μας και το στυλ μας. Αυτό έκανε την πρόσκληση ακόμη πιο συναρπαστική!» όπως επίσης: «Χόρευα ξυπόλυτος πάνω στα τραπέζια για να απολαύσω κάθε βραδιά. Δεν μ’ ενδιέφερε ποτέ η επόμενη μέρα».
Η σαμπάνια και το χαβιάρι ομολογουμένως δεν ήταν συνήθειες που έμαθε από το σπίτι του ο Gigi Rizzi, το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά της πατρικής του οικογένειας, ο οποίος γεννήθηκε στην Piacenza το 1944. Πλησιάζονταςστην ενηλικίωση του, δηλαδή την δεκαετία του ‘60 που η Ευρώπη κλυδωνιζόταν, ο ίδιος δεν βρήκε λόγο να επαναστατήσει κατά του κατεστημένου της εποχής. Θεώρησε πιο χρήσιμο να πατάξει τον κομφορμισμό μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Στα τέλη του ‘60, στην Κυανή Ακτή, βρήκε το νόημα που αναζητούσε, το πεδίο στο οποίο αισθανόταν ο εαυτός του. Ο ίδιος δεν είχε Ferrari, ούτε Rolls Royce. Συνήθως έπαιρνε το τρένο για να βρεθεί στη γη της επαγγελίας του. Όταν έφτανε όμως, αν δεν του είχαν τελειώσει τα λεφτά του, τα επένδυε σ’ ένα Negroni. Ξεχώριζε μέσα στα μπαρ. Λίγοι ήταν αυτοί που δεν θα παρατηρούσαν το εκκεντρικό του στυλ με το χρυσό μενταγιόν στο στήθος που φαινόταν από το πουκάμισο με τα μόνιμα τρία ανοιγμένα κουμπιά, τις κομψές μαύρες κάλτσες, τα δερμάτινα loafers.
Όπως έχει περιγράψει χρόνια αργότερα: «Στα 24 μου, σ’ αυτή τη γαλλική γη, ένιωθα ότι κάνω τη δική μου επανάσταση, πίνοντας Cointreau με τον Johnny Halliday, παίζοντας ποδόσφαιρο με τον Gilbert Bécaud τα απογεύματα στην Place Delice. Κοιτάζω πίσω και βλέπω το Saint-Tropez, τις ατελείωτες νύχτες μεταξύ Escale και Papagayo, και τους θαμώνες να επιβραβεύουν τα κατορθώματα των Les Italiens». Όσο αλαζονική κι αν ακούγεται αυτή η περιαυτολογία, ο μύθος των Les Italiens στο Saint Tropez αποτελεί αδιαμφισβήτητο και καταγεγραμμένο γεγονός. Ήταν αυτοί οι γοητευτικοί άντρες που μπορούσαν να κατακτούν τις καρδιές των περιζήτητων γυναικών κρατώντας το πάρτι μέχρι το ξημέρωμα, παραθέτοντας ρομαντικά δείπνα σε εστιατόρια και εμφανιζόμενοι με τα πιο κομψά outfit.
Όσο για τον Rizzi, ήταν ο απόλυτος Ιταλός playboy, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, ο τύπος και οι γυναίκες για μια ολόκληρη δεκαετία. Δεν είναι να απορείς που σ’ αυτόν στράφηκε και η προσοχή της Brigitte Bardot. Εκείνη τότε ήταν 34 ετών, δέκα χρόνια μεγαλύτερη του, κουρασμένη από το διαζύγιο της με τον κληρονόμο της Opel, τον Gunter Sachs. O Gigi Rizzi δεν είχε τα οικονομικά μέσα του πρώην συζύγου της, είχε όμως τον τρόπο και ίσως την τύχη. Το πρώτο τους ραντεβού ήρθε όταν η ίδια η Bardot προσκάλεσε τον Rizzi να πάνε μαζί για θαλάσσιο σκι. Αγνοούσε ότι εκείνος τύχαινε να έχει διδαχθεί το σπορ από έναν πρώην παγκόσμιο πρωταθλητή που παρέδιδε μαθήματα θαλάσσιου σκι στο Portofino. Οι ικανότητες του την εξέπληξαν. Την πρώτη φορά δε που μπήκε στο διάσημο σπίτι της, το La Madrague, προσπερνώντας τους δεκάδες παπαράτσι που ήταν μόνιμα απ’ έξω, του προσέφεραν καφέ και αντί αυτού ο ίδιος ζήτησε δύο ποτήρια ροζέ σαμπάνια. Όσο για τον άβατο από τις κάμερες δρόμο μπροστά από την οικία της Γαλλίδας ντίβας, φρόντισε μια μέρα να τον στρώσει με κόκκινα τριαντάφυλλα, γεγονός που γράφτηκε σε αρκετά έντυπα με το όνομα του ίδιου να μπαίνει στη συνείδηση του κόσμου ακόμη περισσότερο.
Η ίδια δεν θεώρησε την κίνηση αυτοαναφορική ή ενοχλητική. Είχε ήδη τσιμπηθεί με το πηγαίο του μπρίο και την ηδονιστική προσέγγιση του. Και να σκεφτεί κανείς ότι μέχρι τότε η Bardot απέφευγε τα νυχτερινά μαγαζιά, το ποτό και τα φώτα της δημοσιότητας -μια τριπλέτα που αντίθετα για τον Rizzi έμοιαζε να είναι αυτοσκοπός. Δεν είναι λίγες οι φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν στα γαλλικά έντυπα με τους δυο τους να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται, υποθέτουμε λίγες σελίδες παρακάτω από τα πρωτοσέλιδα με τα οδοφράγματα στους παρισινούς δρόμους. Ήταν καλοκαίρι του 1968 βλέπεις. Λίγες αγκαλιές και κάποιες βουτιές αργότερα, χώρισαν, χωρίς καμία μνησικακία. Έτσι απλά. Το μόνο πράγμα που έχει πει η Bardot για τον ίδιο είναι αυτό: «Ο Gigi ήταν γλυκός. Δεν ζητήσαμε τίποτα ο ένας από τον άλλον παρά μόνο απόλαυση και απλότητα. Ήταν μια στιγμή στο χρόνο».
Στ’ αλήθεια ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει για το ότι επωφελήθηκε στο μέγιστο από αυτή την σύντομη περιπέτεια του με την Brigitte Bardot; Η οποία μάλιστα εξελίχθηκε σε εθνικό τρόπαιο των Ιταλών τονώνοντας το ανδρικό εγώ κάθε γηγενή που καρπώθηκε το αφήγημα του αλέγκρο μεσογειακού εραστή που κατακτά την Γαλλίδα – σύμβολο του σεξ. Όσο για τον ίδιο τον Rizzi, χάρη σ΄ αυτό το ειδύλλιο κατάφερε να ανοίξει κάποιες πόρτες ώστε να κυνηγήσει το όνειρο του να γίνει ηθοποιός. Αναπόφευκτα μπόρεσε απλώς να υποδυθεί τον playboy σε κάποιες λίγες ταινίες, όπως το Roma Bene (1972) του Carlo Lizzani. Μπόρεσε επίσης να μπει στο ραντάρ διάσημων μοντέλων και ηθοποιών και να κυκλοφορήσει με πολλές από αυτές όπως την Veruschka, τη Jacqueline Bisset, τη Dominique Sanda, τη Cynthia Lennon και τη Nathalie Delon (πρώην σύζυγο του Alain). Τέλος κατάφερε να εξαργυρώσει την συνολική του εμπειρία στη νυχτερινή ζωή του Saint Tropez, ανοίγοντας με τους υπόλοιπους Les Italiens, την πρώτη ντίσκο στο Μιλάνο, το 1969, την περιβόητη Number One.
Κάπου τότε άρχισε η πτώση των Les Italiens. Οι Ιταλικές αρχές εντόπισαν κοκαΐνη στα μπάνια της Number One και καταδίκασαν τους ιδιοκτήτες της οι οποίοι κρίθηκαν τελικά ως χείριστη επιρροή για την Ιταλία. Ο Rizzi θεώρησε ήττα να κρυφτεί σπίτι του, οπότε αποφάσισε να μετακομίσει στη Νότια Αμερική για μια νέα αρχή. Ωστόσο το Μπουένος Άιρες, στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, δεν εξελίχθηκε σε καλή επιλογή για έναν βαρύ χρήστη κοκαΐνης, όπως ήταν ο ίδιος, οπότε κατέληξε σε κλινική απεξάρτησης. Ο εξαγνισμός του ήρθε μόνο χάρη στην υποστήριξη της Αργεντινής Dolores Mayol, της γυναίκας που έγινε σύζυγός του και μητέρα των τριών παιδιών του. Μαζί μετακόμισαν στην Πάμπα της Αργεντινής για τις επόμενες δύο δεκαετίες ζώντας αγροτική ζωή, εκτρέφοντας ζώα και καλλιεργώντας λαχανικά. Τα τελευταία χρόνια του τα έζησε με την οικογένεια του στη Λιγυρία της Ιταλίας. Μέχρι το 2013 που έφυγε από τη ζωή, επισκεπτόταν που και που Ιταλικές τηλεοπτικές εκπομπές και αφηγούνταν ιστορίες από την χρυσή εποχή των Les Italiens, τότε που ήταν εφικτό ένας γοητευτικός άσημος Ιταλός να κερδίσει την καρδιά της πιο ποθητής γυναίκας του κόσμου.