Του Χρήστου Ζαμπούνη
Ο όρος έχει επικρατήσει στην ελληνική γλώσσα ως νατουραλιζέ, ιδίως στο μπάσκετ, όπου προσφάτως είχαμε την «ελληνοποίηση» του καλαθοσφαιριστού Thomas Walkup, με το αιτιολογικό ότι «δύναται να προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στη χώρα, συνεισφέροντας στις διακρίσεις της εθνικής ομάδος καλαθοσφαίρισης». Η διαδικασία ήτο fast track και ο πρώην αστήρ του Ν.Β.Α. απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια, υπογεγραμμένη από τον υπουργό Εσωτερικών και την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ενδιαφέρουσα ήτο η ανάρτησις του διευθυντού Επικοινωνίας του Παναθηναϊκού, Δημητρίου Κοντού, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτυώσεως: «Σε 19 μήνες (σ.σ.: όσο παίζει στον Ολυμπιακό) Έλληνας, την ίδια ώρα που άλλοι παλεύουν για χρόνια για να πάρουν το διαβατήριο της χώρας που φοιτούν στα σχολεία της, κρατάνε την σημαία της και αναπνέουν από μωρά τον αέρα της».
Η στήλη ενεθυμήθη μία άλλη υπόθεση πολιτογραφήσεως, η οποία εκκρεμεί εδώ και δεκαετίες, και ήλθε στην επικαιρότητα ύστερα από την συνέντευξη στην εκπομπή «365 στιγμές», της Σοφίας Παπαϊωάννου, των δύο μεγαλυτέρων υιών του βασιλέως Κωνσταντίνου, πριγκήπων Παύλου και Νικολάου. Εκεί, η πλειονότητα των τηλεθεατών επληροφορήθη ότι τα μέλη της ελληνικής βασιλικής οικογενείας δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια, και για να την αποκτήσουν θα πρέπει να δηλώσουν ένα όνομα, εκτός του δικού τους. Επειδή αυτό είναι δύσκολο να συμβεί, αφού ποιος εξ ημών θα απαρνείτο την ιστορία και την καταγωγή του, ίσως μία ενδιάμεσος λύσις να έλυνε τον γόρδιο δεσμό. Τι εννοώ; Μετά το πρίγκηπας ή πριγκίπισσα να προσέθεταν το όνομα Walcup.