του Χρήστου Ζαμπούνη
Aς εκκινήσω με μία βεβαιότητα. Όσο και αν κινδυνεύω να φανώ μεροληπτικός, είμαι υποχρεωμένος να παραδεχθώ ότι οι «Sopranos» είναι η πιο καλογραμμένη τηλεοπτική σειρά που έχω παρακολουθήσει στην ζωή μου. Σχεδόν δύο δεκαετίες μετά την προβολή του πρώτου επεισοδίου στις Η.Π.Α. και ενώ είχα παρακολουθήσει επεισόδια κατ’ αποκοπήν σε διάφορες χώρες κατά την διάρκεια των ταξιδίων, κάθησα, επί τέλους, εντός του Μαρτίου να απολαύσω την σειρά καθ’ ολοκληρίαν. Μία μικρή παρένθεση για όσους σπεύσουν να συνδεθούν με το Netflix. Η σειρά διατίθεται μόνον από το Vodafone TV, το οποίο αντιπροσωπεύει στην Ελλάδα το Η.Β.Ο. (Home Box Office). Τι είναι το Η.Β.Ο.; Πρόκειται για ένα συνδρομητικό κανάλι που έγινε γνωστό χάρις στην παραγωγή πρωτότυπων τηλεοπτικών προγραμμάτων, όπως το «Sex and the City», το «The Wire», ή το «Game of Thrones».
Το 1999 είχε μία σχετική φήμη ποιότητος, η οποία εξετοξεύθη με τους «Sopranos». Και όχο μόνον η φήμη. Εάν παρατηρήσει κανείς τις στατιστικές των συνδρομών θα διαπιστώσει την ωφέλεια που είχε ο τηλεοπτικός σταθμός από τη προβολή της εν λόγω σειράς. Ακόμη και σήμερα, η τηλεθέασις από το νεανικό, κυρίως, κοινό είναι υψηλοτάτη. Οι λόγοι της επιτυχίας είναι αρκετοί. Ο πρώτος είναι η σύλληψις του θέματος. Το story, που λένε οι Αγγλοσάξωνες. Ένας αρχηγός της Μαφίας στο New Jersey, βιώνει κρίση πανικού και αναγκάζεται να καταφύγει στις υπηρεσίες μίας ψυχιάτρου. Τα υπόλοιπα επί της οθόνης. Ο δεύτερος λόγος είναι ο πρωταγωνιστής, ο James Gandolfini. Όπως στο «Lupin» με τον Omar Sy, ελκύει όλους τους προβολείς στο άτομό του. Είναι το «after image» όπως λένε οι Αμερικανοί, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι ανάξιοι επαίνων. Ο τρίτος λόγος είναι ότι δεν πρόκειται για μία απλή ή απλοϊκή, αν θέλετε, μαφιόζικη ιστορία.
Στους «Sopranos» τίθενται συνεχώς ηθικά, υπαρξιακά, κοινωνικά και φιλοσοφικά ζητήματα, τα οποία υποχρεώνουν τον τηλεθεατή να σκεφθεί και για τον ίδιο του τον εαυτό. Τέταρτος λόγος είναι ότι έσπασε το φράγμα που υπήρχε ανάμεσα στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, μετατρέποντας την μικρή οθόνη, σε μεγάλη. Θα μπορούσα να συνεχίσω αναφέροντας και άλλους λόγους, όμως ας μου επιτραπεί να σταματήσω εδώ, διότι είναι προτιμότερο ο αναγνώστης να τα ανακαλύψει μόνος του. Είπαμε, είναι μία σειρά για σκεπτόμενους αλλά και υπομονετικούς ανθρώπους, αφού οι έξη σαιζόν διαρκούν σχεδόν 86 ώρες.