Θυσίασε τα πάντα στον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας, υπήρξε μια αρχοντοπούλα, μια αριστοκράτισσα της ελληνικής Διασποράς. Η Μαντώ Μαυρογένους (1796-1848) με το πάθος, την ανιδιοτέλειά της, δίκαια βρίσκεται ανάμεσα στους ήρωες της επανάστασης του 1821. Η προσωπικότητά της ενέπνευσε την Βασιλική Πιτούλη στη συγγραφή του βιβλίου «Μαντώ Μαυρογένους: Μια μυκονιάτισσα στον βωμό της ελευθερίας» το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «24 γράμματα». Τα προαναφερθέντα συστατικά του χαρακτήρα της Μαυρογένους ήταν εκείνα που σύμφωνα με τη συγγραφέα την γοήτευσαν. Ένα όμως ιδιαίτερο στοιχείο ήταν εκείνο που της κέντρισε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον: η φήμη ότι υπήρξε άτυχη. Γεγονός που αποδείχτηκε όταν ερεύνησε τις ιστορικές πηγές. Η ίδια η συγγραφέας επισημαίνει ότι οι πρωταγωνιστές της επανάστασης την αντιμετώπιζαν με σεβασμό . Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι πολλοί ιστορικοί του αγώνα του 1821 δεν περιλαμβάνουν στα κείμενά τους τη δράση της. Όμως ο χρόνος την δικαίωσε.
Είναι ένα βιβλίο με στοιχεία μυθοπλασίας αλλά και τεκμηριωμένα ιστορικά δεδομένα. Ένα επιπλέον γεγονός που κίνησε το ενδιαφέρον της συγγραφέως προς το πρόσωπο της Μαντούς ήταν η καταγωγή της από τη Μύκονο, νησί το οποίο αγαπά και γνωρίζει πολύ καλά.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Η πρώτη γνωριμία του Υψηλάντη και της Μαντώς γρήγορα οδηγεί σε αρραβώνα. Αν δεχτούμε ότι πρωτογνωρίστηκαν στο Ναύπλιο το 1823, εκείνη ήταν είκοσι εφτά χρονών και εκείνος τριάντα. Η έλξη μεταξύ τους πρέπει να ήταν έντονη και αμοιβαία. Ήταν δυο προνομιούχα πλάσματα, με εξαιρετική καταγωγή από επιφανείς οικογένειες, μόρφωση, εκείνη μια καλλονή της εποχής και εκείνος ένας άνδρας αδύνατος, χωρίς εντυπωσιακή αρρενωπότητα, αλλά με φρόνημα και καρδιά «ανδρικωτάτη». Η σπίθα του έρωτα άναψε για τα καλά. Το ζευγάρι έγινε γνωστό και, όπως όλοι που ξεχωρίζουν, γρήγορα συγκέντρωσε πάνω του τα βέλη του φθόνου.
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το πού και το πότε της πρώτης γνωριμίας τους, και αξίζει σ’ αυτό να σταθούμε. Η Μαντώ δεν ήταν μια οποιαδήποτε γυναίκα, είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή για την συμμετοχή της στον Αγώνα, και κυρίως, να γίνεται γνωστή και διάσημη έξω από τα στενά ελλαδικά σύνορα, στην Ευρώπη. Με την γοητευτική της προσωπικότητα, την γλωσσομάθεια, την περίφημη επιστολή που είχε απευθύνει προς τις Παρισινές κυρίες, με την ανδρεία και την αφοσίωσή της στον Αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας της, είχε γίνει σύμβολο που φιγουράριζε σε ζωγραφικούς πίνακες και ακουγόταν σε τραγούδια.
Η λαϊκή μούσα λοιπόν, που περιέγραφε τα ηρωικά κατορθώματα των αγωνιστών του Εικοσιένα, ήθελε την Μαντώ Μαυρογένους να συμμετέχει στην υπεράσπιση του Κάστρου του Άργους, δίπλα στον Υψηλάντη. Έλεγαν ότι πολεμούσαν μαζί στις ψηλές πολεμίστρες τους Τούρκους, αγριεμένοι, μπαρουτοκαπνισμένοι και παρ’ όλα αυτά, με ένα τραγούδι στην καρδιά.
Ο Παπαφλέσσας, όσο καιρό βρισκόταν η Μαντώ Μαυρογένους σε ένδεια στο Ναύπλιο, της έδινε τροφή και την στήριζε. Την ίδια χρονιά, το 1823, συνέβη μια μεγάλη ατυχία στην Μαντώ. Σε μια πυρκαγιά από τις πολλές που συνέβαιναν τότε, κάηκε το σπίτι της με όλη την προίκα που είχε φέρει από την Μύκονο στο Ναύπλιο. Η φωτιά δεν ήταν η μόνη καταστροφή, ακολούθησε και η ανθρώπινη ασυδοσία και κακουργία. Οι ίδιοι οι άντρες της αστυνομίας του Ναυπλίου έκλεψαν με πλιάτσικο ό,τι σώθηκε από τη φωτιά και το χειρότερο ήταν ότι έμειναν ατιμώρητοι. Η Μαντώ διαμαρτυρήθηκε, προσπάθησε να δράσει, μάταια. Επικρατούσε πολλή αυθαιρεσία την εποχή εκείνη, δεν υπήρχε νόμος και τάξη.
Από τη ληστεία αυτή η Μαντώ μπόρεσε να σώσει μόνο το φημισμένο σπαθί της, και αυτό μετά από τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Αυτό το ασημοκαπνισμένο και διαμαντοστόλιστο σπαθί ήταν ένα ανεκτίμητο οικογενειακό κειμήλιο που ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης είχε λάβει από την ίδια την αυτοκράτειρα Αικατερίνη της Ρωσίας. Υπήρχε η φήμη ότι το σπαθί προερχόταν από τον βασιλέα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Στην κόψη του σπαθιού έγραφε τα εξής: «Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων». Το σπαθί το είχε ο Κρανιδιώτης Κωνσταντίνος Κοντοβράκης και η Μαντώ το πήρε πίσω στα χέρια της μετά από τέσσερα χρόνια, το 1827. Η μητέρα της η Ζαχαράτη έλεγε ότι Άγγλοι περιηγητές πρόσφεραν στην κόρη της επτά χιλιάδες γρόσια για να το αγοράσουν, κι η Μαντώ αρνήθηκε, μη θέλοντας να ξεπουλήσει την ιστορία της πατρίδας της. Το πρόσφερε αργότερα η ίδια ως δώρο στον Καποδίστρια.
Παρά τις αντιξοότητες αυτές, παρά την φτώχια και τη φωτιά, τα δυο πρώτα χρόνια μετά την εγκατάστασή της στο Ναύπλιο ήταν τα καλύτερα στη σχέση της με τον Δημήτριο Υψηλάντη. Το 1823 και το 1824 τα πολεμικά γεγονότα ήταν πολλά και το χειρότερο ήταν ότι τα περισσότερα αποτελούσαν εμφύλιες συρράξεις. Το αιώνιο κακό της φυλής, η διχόνοια.
Και το 1825 τα πράγματα αλλάζουν προς το χειρότερο για το ζευγάρι, αλλά και για την ίδια την Ελληνική Επανάσταση. Το κακό για την Επανάσταση ήταν η επέλαση του Ιμπραήμ με τα γνωστά επακόλουθα. Το κακό για το ζευγάρι ήταν η εμφάνιση του Ιωάννη Κωλέττη….»
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
Η Βασιλική Πιτούλη γεννήθηκε στον Βόλο από πατέρα Ηπειρώτη. Είναι καθηγήτρια οικονομολόγος και γαλλικής φιλολογίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει διδάξει στη Ριζάρειο Σχολή, στα Εκπαιδευτήρια Καργάκου, σε ΙΕΚ, στα Τοσίτσεια-Αρσάκεια Λύκεια και έχει αποσπαστεί στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του δελτίου της Ένωσης Οικονομολόγων Εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση από τα γαλλικά στα ελληνικά για το Κέντρο Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ. Ήταν εισηγήτρια-συντονίστρια της έκδοσης με τίτλο Αγωγή του Καταναλωτή από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία τον Μάιο του ’99 στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος Εκπαίδευσης και Αρχικής Κατάρτισης, καθώς και υπεύθυνη βιβλιοπαρουσίασης-
Σε ηλικία 18 ετών βραβεύτηκε σε διαγωνισμό νεανικής ποίησης που διοργάνωσε η εφημερίδα Θεσσαλία. Άρθρα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά, είναι υπεύθυνη σελίδας βιβλίου στην εφημερίδα «Αμαρυσία», και μέλος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς και της Ενωτικής Πορείας Συγγραφέων. Έργα της: «Και το έρεβος να γίνεται φως», ποιητική συλλογή, «Η είσπραξη της ημέρας», συλλογή διηγημάτων, «Διάλογοι περί έρωτος και άλλων δαιμονίων», εκδόσεις Δωδώνη. Από την Εμπειρία Εκδοτική κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της «Να με λες Άννα», που βραβεύτηκε από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών και το «Δείπνο εκ προμελέτης».