της Μαριανίνας Πάτσα
Μεγάλωσε μέσα στα μοτίβα και στις υφές των κοτλέ, των βαμβακερών και των βελούδων, αφού ο πατέρας του ήταν χονδρέμπορος υφασμάτων και ίσως εκεί να οφείλει την καλλιτεχνική του κλίση. Ο Finn Juhl (1912-1989), από τους σημαντικότερους σύγχρονους βιομηχανικούς σχεδιαστές και αρχιτέκτονες της Δανίας, γεννιέται το 1912. Χάνει τη μητέρα του νωρίς και μεγαλώνει δίπλα στον πατέρα του, που ναι μεν τον αγαπά, όμως ο αυταρχικός του χαρακτήρας δεν συμμερίζεται καθόλου την επιθυμία του μικρού Finn να σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης – ούτε και την τάση του να ξημεροβραδιάζεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Έτσι ο Finn σπουδάζει στη Σχολή Αρχιτεκτονικής της Βασιλικής Σχολής Καλών Τεχνών της Δανίας, με μέντορά του τον κορυφαίο αρχιτέκτονα Kay Fisker. Για λίγο όλα δείχνουν τακτοποιημένα. Περνά μία δεκαετία εργαζόμενος για τη φίρμα at Vilhelm Lauritzen, μέχρι να ενδιαφερθεί για τον σχεδιασμό και το design. Σε στενή συνεργασία με τον Viggo Boesen (τον πιο κοντινό συνεργάτη του Lauritzen), ο Juhl αναλαμβάνει μεγάλο μέρος του εσωτερικού σχεδιασμού του εθνικού ραδιοφωνικού κτιρίου της Δανίας (μία από τις σημαντικότερες αρχιτεκτονικές αναθέσεις της εποχής).
Το ντεμπούτο του στον σχεδιασμό επίπλων το κάνει το 1937, με το κάθε σχέδιο να μην κυκλοφορεί σε πάνω από οκτώ κομμάτια (ωστόσο, σχεδόν όλες του οι δημιουργίες επανεκδίδονται αργότερα). Συνεργάζεται με τον Niels Vodder και παρουσιάζει τη δουλειά του σε εκθέσεις μικρών συντεχνιών, που δίνουν έμφαση στην έμπνευση και στην ποιότητα του τεχνίτη απέναντι στην ανερχόμενη μαζική βιομηχανία, που καλπάζει. Όπως και πολλοί από τους συγχρόνους του designers, ο Juhl αφήνει το περίτεχνο στην άκρη και κοιτά τις δημιουργίες του με μια πιο ανάλαφρη ματιά. Αν και στις πρώτες του προσπάθειες κατακεραυνώνεται από τους κριτικούς, σύντομα βρίσκει φανατικούς θαυμαστές σε μια αγορά διψασμένη για μοντέρνα σχέδια. Παρά την αρχική αρνητική κριτική, η δουλειά του Juhl επηρεάζει το στυλ των σπιτιών στο εξωτερικό, σε όλη τη δεκαετία του ’40. Στη Δανία, όμως, η δημοτικότητά του δεν φτάνει εκείνη των συνομηλίκων του Børge Mogensen και Hans Wegner, οι οποίοι είναι λιγότερο ριζοσπαστικοί στα σχέδιά τους και βασίζονται περισσότερο στον δρόμο που χάραξε ο Kaare Klint, ηγέτης του σχεδιασμού επίπλων εκείνη την εποχή. Αυτό αλλάζει το 1948, όταν ο Edgar Kaufmann, επικεφαλής του Τμήματος Βιομηχανικού Σχεδιασμού στο Merchandise Mart στη Νέα Υόρκη, περιοδεύει στη Σκανδιναβία. Εσκεμμένα δεν επισκέπτεται μόνο τις μεγάλες εκθέσεις κι έτσι ανακαλύπτει τον Juhl και εντυπωσιάζεται. Η πόρτα προς τις ΗΠΑ ανοίγει.
Το 1951 συμμετέχει στην έκθεση «Good Design» στο Σικάγο. «Δεν μπορεί κανείς να δημιουργήσει την ευτυχία μόνο με όμορφα αντικείμενα. Αλλά μπορεί να χαλάσει αρκετά μεγάλο μέρος της με άσχημα αντικείμενα», λέει καθώς βλέπει τα 24 κομμάτια της έκθεσης (από καρέκλες και τραπέζια μέχρι μονάδες αποθήκευσης, μπουφέδες και γραφεία) να περνούν από τη μικρή παραγωγή της Σκανδιναβίας στη μαζική των ΗΠΑ, χωρίς όμως να θυσιάζονται τα υψηλά πρότυπα της τέχνης του. Από την καρέκλα Pelican μέχρι τον εμβληματικό διθέσιο καναπέ Poet Sofa, τα πλέον εικονικά έπιπλα του Finn Juhl κυκλοφορούν αποκλειστικά από τη δανέζικη εταιρεία One collection και μοιράζονται «για πάντα» την αγάπη για τα οργανικά υλικά, μια παιχνιδιάρικη αισθητική, αλλά και μια επίμονη προσέγγιση στην άνεση και στην ποιότητα.