του sir Taki Theodoracopulos
Πριν από δύο εβδομάδες συνάντησα στο St. Moritz τόσο τον Νικόλαο Νιάρχο όσο και τον Nicolai von Bismarck, δύο ταλαντούχους νεαρούς και απόφοιτους του Harrow, των οποίων οι γονείς τους είναι φίλοι μου. Αυτή την εβδομάδα ένιωσα περήφανος διαβάζοντας τη στήλη του πρώτου και βλέποντας τις φωτογραφίες του δεύτερου από την εμπόλεμη ζώνη της Ουκρανίας. Μπράβο τους, o Τύπος μπορεί να επιβιώσει καλύτερα με ταλαντούχους ερασιτέχνες παρά με «κουρασμένους» επαγγελματίες. Αλλά μην με παρεξηγήσετε. Λέγοντας ερασιτέχνες, εννοώ αυτούς που γράφουν και φωτογραφίζουν επειδή τους αρέσει και όχι επειδή είναι δουλειά τους. Πάντα επέμενα ότι ένας ερασιτέχνης είναι καλύτερος από έναν επαγγελματία γιατί αυτός ή αυτή δοξάζεται στην καταγραφή ενός εγκεφαλικού, ενός χορού, ενός αθλητικού γεγονότος ή μιας καλλιτεχνικής προσπάθειας. Ο επαγγελματίας υπολογίζει τις πιθανότητες, όταν ο ερασιτέχνης πάει για τη δόξα. Το ίδιο συμβαίνει και στο ρεπορτάζ εν καιρώ πολέμου. Ο επαγγελματίας ακολουθεί την ιδεολογική γραμμή του «πληρωτή», είτε στα δεξιά είτε στα αριστερά. Ο ερασιτέχνης γράφει και φωτογραφίζει με την καρδιά του.
Περιττό να πούμε ότι μερικά από τα δακρύβρεχτα ρεπορτάζ από την εμπόλεμη ζώνη της Ουκρανίας είναι αντίστοιχα με αυτά που κάλυπταν τους Συμμάχους ενάντια στη Ναζιστική Γερμανία. Το να προσποιείται κάποιος ότι συγχύζεται με τη βία είναι μερικές φορές αφόρητο. Ο πόλεμος είναι αυτό που είναι, ένα έγκλημα κατά των αθώων τις περισσότερες φορές, και πάντα βίαιο. Εμείς στη Δύση δικαιολογούμε τις εισβολές μας σε εδάφη άλλων εθνών και τον θάνατο αμάχων, ισχυριζόμενοι ότι το κάνουμε για τους σωστούς λόγους. Όταν το κάνει η άλλη πλευρά, είναι έγκλημα πολέμου. Αλλά αρκετά με τα κηρύγματα, ας περάσουμε στο θέμα του Νικόλαου και του Nicolai.
Οι δύο νεαροί ήταν φίλοι από το σχολείο και παρά το γεγονός ότι ο Νικόλαος είναι εξαιρετικά πλούσιος, ο Nicolai είναι ακόμη περισσότερο. Και οι δύο θα μπορούσαν εύκολα να σπαταλούν τη ζωή τους με Σαουδάραβες playboys αλλά προτιμούν να απεικονίζουν γραπτώς και φωτογραφικώς το δράμα που περνά η Ουκρανία. Ο Νιάρχος έχει γράψει παλιότερα για το Ιράκ και την Αφρική και ο Bismarck έχει εκδώσει δύο φωτογραφικά βιβλία και το τρίτο του είναι στα σκαριά. Και οι δύο είναι πολύ ταλαντούχοι με σπουδαίο μέλλον μπροστά τους. Ο Νικόλαος έκανε ρεπορτάζ για το «The Nation», ένα αριστερό περιοδικό της Νέας Υόρκης, με την αρχισυντάκτρια του οποίου, Katrina van den Heuvel, πήγα για φαγητό πριν πέντε χρόνια. Τη βρήκα ελκυστική και ευχάριστη και τα βρήκαμε. Αποδείχτηκε επίσης ότι μια θεία της, η οποία δεν ζει πια, είχε προσπαθήσει να με «αποπλανήσει» πριν από έναν αιώνα περίπου. Αυτό που μου έχει χαραχθεί στη μνήμη μου από ‘κείνη την ημέρα ήταν η πρόβλεψη ενός γόνου των Rockefellers για τη νίκη του Trump στις εκλογές του 2016, κάτι που η Katrina κι εγώ βρήκαμε διασκεδαστικό.
Η παρουσία των δύο αυτών νεαρών φίλων στην Ουκρανία μου ξύπνησε μνήμες. Όταν έμαθα να δακτυλογραφώ με σκοπό να στείλω επιστολές στην «Ακρόπολη», τη νούμερο 1 καθημερινή πολιτική εφημερίδα της εποχής, ο πατέρας μου τρόμαξε λέγοντας ότι οι περισσότεροι Έλληνες εκδότες ήταν εκβιαστές και χαμηλού επιπέδου. Όταν ανέφερα τις απόψεις του πατέρα μου για τους δημοσιογράφους στον εκδότη μου Charles Moore, η αντίδρασή του ήταν: «Οι δημοσιογράφοι είναι χειρότεροι από τους παιδεραστές». Δεν πειράζει. Οι Έλληνες δημοσιογράφοι ήταν αποφασισμένοι να αποδείξουν ότι είχα άδικο, και να αποκαλύψουν ποιοι μου έγραφαν τα κείμενα. Όταν παραπονέθηκα στον Γιάννη Ρήγο, προϊστάμενο του γραφείου της UPI, μου είπε ότι κάτι τέτοιο ήταν φυσιολογικό: «Δεν γίνονται πολλοί γιοι εφοπλιστών δημοσιογράφοι». Και χειροτέρεψε. Μια αριστερή εφημερίδα, η Ελευθεροτυπία, ανέφερε ότι οι φωτογραφίες με τα τανκς στα οποία είχα φωτογραφηθεί δίπλα στη μάχη της Kuneitra, όπου o Nick Tomalin (Βρετανός δημοσιογράφος) σκοτώθηκε το 1973, ήταν ψεύτικες και βγήκαν στην πίσω αυλή του σπιτιού του πατέρα μου.
Έχετε υπόψιν σας ότι οι Έλληνες δημοσιογράφοι έχουν βελτιωθεί αρκετά από τότε, αφού τα πολιτικά πάθη πλέον έχουν ψυχρανθεί και ο εμφύλιος πόλεμος σε μεγάλο βαθμό έχει ξεχαστεί. Αλλά όταν πρωτοξεκίνησα πριν από 50 χρόνια, η Αθήνα ήταν μια εμπόλεμη ζώνη παραπληροφόρησης, φημών και συκοφαντιών. Πάρα πολλοί παντογνώστες, αμειβόμενοι των κομμουνιστών, των σοσιαλιστών και των συντηρητικών δεν ανέφεραν τις ειδήσεις, απλά τις επινοούσαν. Μια ιστορία που μου έχει μείνει στο μυαλό ήταν όταν έγραψα ένα ανθρωποκεντρικό άρθρο από το Βιετνάμ για τον Willy Shawcross, τώρα Sir William, ενός άνδρα που δεν ήξερα τότε, για το πώς είχε αδειάσει το κατάστημα American PX από τα φιστίκια του, στη Saigon. Ένας συντηρητικός δημοσιογράφος της εποχής το θεώρησε προκλητικό, ένας πλούσιος Αμερικάνος στερεί τα φιστίκια από τους Βιετναμέζους, παρόλο που ο Willy είναι Βρετανός και Βιετναμέζοι δεν επιτρέπονταν στο κατάστημα. Ένας αριστερός δημοσιογράφος θεώρησε ότι τον ζήλευα επειδή ο Willy ήταν ένας γνωστός δημοσιογράφος ενώ εγώ προσποιούμουν ότι βρισκόμουν στην εμπόλεμη ζώνη. Οι Έλληνες τότε ήταν σκληροί.
Είχα κάποια υποχρέωση τότε απέναντι στη δεξιά και έγραφα ιδεολογικά; Όχι, αλλά είχα δει την αριστερά, να δολοφονεί τους εργάτες του πατέρα μου, να καίει τα εργοστάσιά του και για ποιον λόγο; Είχε υπηρετήσει την πατρίδα του και χρηματοδότησε κάποια αντιστασιακή εφημερίδα; Τότε, τα πράγματα ήταν «όλα ή τίποτα» και για τις δύο πλευρές, κανείς δεν έδειχνε έλεος. Ευτυχώς, ο Νικόλαος Νιάρχος και ο Nicolai von Bismarck δεν θα χρειαστεί να ζήσουν τέτοιες τρέλες, παρόλο που οι «αφυπνισμένες» ταξιαρχίες κάνουν τους παλιούς Έλληνες αντιπάλους μου να φαίνονται τόσο θανατηφόροι όσο ο Μίκυ Μάους. Οι «αφυπνισμένοι» σήμερα είναι ένας συνδυασμός των Savonarola και Torquemada. Έχουν αντικαταστήσει την κοινή λογική με τρελές θεωρίες όσον αφορά τη φυλή και τα προνόμια. Οι βαθιά ανόητοι το έχουν χάψει αυτό το αφήγημα. Έχουμε πλέον εμμονή με την κάθε σελίδα ενός βιβλίου. Σίγουρα δεν ζηλεύω τον Νιάρχο και τον Bismarck που ξεκινούν τώρα.