Ο Τζέιμς Μποντ και το «γυάλινο μάτι»

του Χρίστου Χ. Λιάπη*

«Συνειδητοποίησα πως η μόνη ευτυχία στον κόσμο είναι το να παρατηρείς, να κατασκοπεύεις, να παρακολουθείς, να περιεργάζεσαι τον εαυτό σου και τους άλλους, να μην είσαι παρά ένας οφθαλμός, ένα μεγάλο, κάπως υαλώδες, κάπως κόκκινο και ερεθισμένο, ορθάνοιχτο μάτι» Όπως έγραψε ο Vladimir Nabukov, διάσημος συγγραφέας της «Λολίτας» αλλά και της «Άνοιξης στη Φιάλτα» στο σύντομο μυθιστόρημά του «Το μάτι».

Το μάτι, το οποίο ως αφηγηματικό κέντρο και ως τιτλοδοτούμενο αρχέτυπο της κατασκοπευτικής πλοκής και της περιπετειώδους αλληγορίας των ηρώων που πλαισιώνουν τον πράκτορα 007 του Ίαν Φλέμινγκ, απαντάται σε πολλές ταινίες της σειράς, όπως το «Για τα μάτια σου μόνο» και το «Επιχείρηση Goldeneye». Στο τελευταίο, όμως φιλμ της σειράς, το «μάτι», ως κομβικό σημείο εξέλιξης μιας μεταφορικής μυθιστορίας που προβάλλεται ελλειπτικά στην ιδιαίτερη σωματοεικόνα των ηρώων, δυο από τους οποίους είναι μονόφθαλμοι, αν και δεν εμφανίζεται στον τίτλο του “No time to die”, κατέχει την πλέον δεσπόζουσα θέση, από όλες τις άλλες ταινίες, στη διάρθρωση της ιστορίας. Το βιονικό μάτι του Ερνστ Σταύρο Μπλόφελντ που βλέπει τους πάντες και τα πάντα στο party της τρομοκρατικής οργάνωσης Spectre, παρότι ο ίδιος βρίσκεται στη φυλακή. «Αισθανότανε το μάτι να τον κατασκοπεύει, να τον παρατηρεί ακόμη και στις ιδιωτικές του στιγμές, να ελέγχει αυστηρά τον χώρο, ολόκληρο το σπίτι, σαν ένα παντοδύναμο γυροσκόπιο….», αντιγράφοντας από το διήγημα «Το γυάλινο μάτι».

Το μάτι του Μπλόφελντ, που μεταφέρεται από τους θαλαμηπόλους πάνω σε ένα βελούδινο μαξιλαράκι, περισκοπώντας ένα party πλήρως εναρμονισμένο, όπως και ολόκληρη η ταινία, με τις αγωνίες μιας πανδημικής εποχής και μιας μεταπανδημικής κοινωνίας η οποία ανησυχεί παρερμηνευτικά για την έκθεση του DNA της στα νέα mRNA εμβόλια, πανικοβάλλεται, καχύποπτα, μπροστά στο συσκοτισμένο ενδεχόμενο που εμφανίζει τον SARS-CoV-2 ως βιολογικό όπλο το οποίο εξαπολύθηκε από τα χειραγωγούμενα από τις μυστικές υπηρεσίες και συνωμοσίες βιολογικά εργαστήρια και απεχθάνεται τις μάσκες. Για αυτό και ο δολοφόνος της μητέρας της Μαντλίν, εμφανίζεται στην αρχή της ταινίας με μια πορσελάνινη μάσκα, σε ευθεία, αν και κρυφίως συμβολική, αντίστιξη με τις υφασμάτινες ή/και τις ιατρικές μάσκες που επιστρατεύουμε καθημερινά για την πρόληψη της Πανδημίας. Το πορσελάνινο υλικό της μάσκας παραπέμπει υπόρρητα στη χώρα παραγωγής και της πορσελάνης και του νέου Κορωνοιού, την Κίνα.

Ένα νέο βιολογικό, όπλο, λοιπόν, τα nanobots που μεταδίδονται, ως άλλος φονικός Κορωνοιός, από τη στενή επαφή και σκοτώνουν μόνον εκείνους των οποίων το γενετικό υλικό έχουν προγραμματισθεί να στοχεύσουν. Νουκλεοτίδια πρακτόρων, ηγετών, ακόμη και ολόκληρων εθνοτικών ή φυλετικών ομάδων, αποθηκευμένα σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που θα οδηγούσαν πάραυτα σε «αυτοκτονία» όλους τους υπεύθυνους GDPR, παραβιάζοντας την πλέον ιδιοπρόσωπη έννοια ατομικού βιολογικού καταφυγίου, την παγκοσμίως μοναδική ακολουθία των νουκλεοτιδίων μας. Ένα party, στο οποίο παρεισφρύει ο 007, χωρίς να ξέρει πως πρόκειται για θανάσιμη παγίδα. Τελικώς, ως συνήθως, αντί για αυτόν, πεθαίνουν όλοι οι υπόλοιποι, από τα nanobots που έχει μεταδώσει ο ένας στον άλλο, με τις χειραψίες και τους αλληλοασπασμούς των διεθνών κακούργων, χωρίς να είναι διόλου αποτελεσματικά τα αντισηπτικά. Ένα κινηματογραφικό κοινό που αφήνεται να αναρωτιέται, κοιτώντας πίσω από τα πανδημικά συνδηλούμενα και τις συγχρονικές επιδημικές αναλογίες αποστασιοποίησης, για το πόσες φορές γίναμε αλήθεια αποδέκτες ή μεταδότες κοινωνικής και διαπροσωπικής τοξικότητας, αφήνοντας την επαφή μας να γίνει πιο στενή με λάθος ανθρώπους. Πόσες φορές ακόμη και η απλή αλλά άστοχη χειραψία με άτομα με τα οποία δεν υπήρχε λόγος γνωριμίας, πολλώ δε μάλλον συγχρωτισμού, μας μετέτρεψε σε ξενιστές «της καθημερινής ανοησίας, των σχέσεων και των συναναστροφών….μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου» όπως έγραψε ο Καβάφης, «ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική» η ζωή μας.

Μια ζωή την οποία, στο τέλος, χάνει ο Τζέιμς Μποντ. Πεθαίνοντας πάνω σε μια παλιά πυρηνική βάση, σε ένα αμφισβητούμενο νησί μεταξύ Ρωσίας και Ιαπωνίας. Σε μια σκηνή που φέρνει τον Ντάνιελ Κρεγκ σε αντιστροφική συγκριτική παραλληλία με έναν άλλο επίμονα γαλανομάτη ηθοποιό, τον Νίκολας Κέιτζ, στον «Βράχο», σε μια ταινία όπου συμπρωταγωνιστούσε με το αρχέτυπο του 007, τον Σον Κόνερι. Εκεί ο Νίκολας Κέιτζ γλιτώνει τελευταία στιγμή τον θάνατο, αποτρέποντας παράλληλα την εκτόξευση φονικών πυραύλων με θανατηφόρο αέριο από το νησάκι του Αλκατράζ στον Σαν Φρανσίσκο, κάτι που θα προκαλούσε τον θάνατο εκατομμυρίων αθώων, ανάμεσά τους και της εγκύου συντρόφου του. Στο “No time to die”, όμως δεν έχουμε το γλυκανάλατο ευτυχισμένο τέλος της γλυφής ερμηνείας του Κέιτζ που ενσαρκώνει τον ήρωα που σώζει τον κόσμο. Εδώ ο 007 πεθαίνει. Οι πύραυλοι αυλακώνουν τον ουρανό, βομβαρδίζοντας το νησί, στους κήπους του οποίου ανθούν τα χημικά «άνθη του κακού» του σατανικού Σάφιν, ο οποίος δεν απειλεί μόνον όλον τον πλανήτη αλλά και την αγαπημένη γυναίκα και την κόρη του Τζέιμς Μποντ. Την πεντάχρονη Ματίλντε, που έχει τα γαλανά μάτια του και μια ηλικία που ταιριάζει με την τελευταία επαφή του Μποντ με τη μητέρα της. Σωστά διαβάσατε, στην τελευταία ταινία, ο Τζέιμς Μποντ, όχι μόνον πεθαίνει, αλλά έχει και κόρη και μοναδική σύντροφο, τη Μαντλέν. Ο Λούτσιφερ Σαφιν, όμως, έχει φροντίσει να «μολύνει» τον Τζέιμς Μποντ με nanobots αβλαβή για αυτόν, αλλά προγραμματισμένα να στοχεύσουν στο DNA της Μαντλέν και της Ματίλντε. Μάνα και κόρη θα πεθάνουν, αν ο 007 ξεφύγει από το νησί και έρθει να της βρει και να ζήσει ευτυχισμένα τη σύνταξή του δίπλα τους. Για αυτό προτιμά να μείνει στο βομβαρδιζόμενο νησί. Όχι για να σιγουρέψει, ανοίγοντας τις πόρτες των σιλό την καταστροφή του, αλλά γιατί ξέρει πως αν ζήσει, δεν θα μπορέσει να πλησιάσει ποτέ αυτές που αγαπά και αυτό, όχι λόγω των nanobots και των γενετικών ακολουθιών. Αλλά γιατί είναι αιώνια καταδικασμένος να μείνει στον «κήπο του κακού». Γιατί ακόμη και αν δεν υπήρχε ο βιονικός ιός στα χέρια του, κάτω από το δέρμα του, στα δάχτυλά του, τα χάδια ενός ανθρώπου που δεν θυμάται τα ονόματα των γυναικών που έχουν περάσει από τη ζωή του, θα είναι πάντα τοξικά για αυτό που, υφάλμυρα, πάει να γίνει οικογένειά του.

Γιατί για κάποιον που κουβαλά το ναρκισσιστικό βάρος των απωλειών και των κατακτήσεων του 007, το νερό της προσωπικής ευτυχίας θα είναι, πλέον, πάντοτε γλυφό. Το ξέρει αυτό και εκείνος και η Μαντλίν, άλλωστε και αυτή κόρη πράκτορα-δολοφόνου ήταν, για αυτό έκανε παιδί με τον 007. Έτσι τα δάκρυα αυλακίζουν τα μάγουλα και του Τζέιμς Μποντ και της αγαπημένης του στην τελευταία σκηνή. Δάκρυα και για τους δυο τους, αλλά και για τις εσωτερικές απώλειες του παρελθόντος τους. Δάκρυα για τους γονείς τους που χάθηκαν από αποκοτιά της τύχης ή από τη δίνη της αντεκδίκησης των κατασκόπων και των πληρωμένων δολοφόνων. Για τον πατέρα και τη μητέρα του Τζέιμς Μποντ που τους έψαχνε μέσα σε κάθε αποστολή του, σε κάθε σύγκρουση, σε κάθε φόνο, σε κάθε ερωμένη. Με τη ναρκισσιστική αποστέρηση να κρύβεται κάτω από το δέρμα του και κάτω από τα ατσαλάκωτα κουστούμια του 007, πιο φονική και πιο επίφοβη σε κάθε χάδι ή φιλί του, από κάθε υποδορίως η επιδερμικώς παρασιτούντα μεταδοτικό ιό. Με το γυάλινο μάτι του Μπλόφελντ ή του Κύκλωπα (ενός άλλου εμβληματικού κακού που συμπληρώνει το δαιμονικό κάστινγκ στο “No time to die”) να τον κατασκοπεύουν σε κάθε φάση της ζωής και της αποστολής του. Με τα αδειανά τους βλέφαρα να κοροϊδεύουν την άδεια από ευτυχία ζωή του. Μέχρι που πεθαίνει, ψάχνοντας τον δρόμο για τους γονείς του, τον δρόμο για τη μάνα του….Και έτσι, ο επόμενος 007, σε πείσμα και σε απαλλοτρίωση όλων των σεξιστικών και ιμπεριαλιστικών στερεοτύπων που ενσάρκωσε ο Τζέιμς Μποντ «Στην Υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητας», θα είναι γυναίκα και μάλιστα μαύρη. Και ο Τζέιμς Μποντ του Ντάνιελ Κρεγκ και όλων των υπολοίπων, ωραίων όπως ο Νάρκισσος, ανδρών ηθοποιών που τον υποδύθηκαν στη μεγάλη οθόνη, κάπου σε ένα νησί στη μέση του Ωκεανού, πλάι στον κήπο της γνώσης του καλού και του κακού, θα ψάχνει ακόμη τον δρόμο προς τους νεκρούς του. Γιατί είναι λάθος, να αναζητάς τη λύτρωση σε εκείνους που έφυγαν, ούτε καν στη λήθη τους, όταν είσαι δίπλα σε αυτούς που είναι διατεθειμένοι να μείνουν πλάι σου. Αυτό το λάθος έκανε, ο Ντάνιελ Κρεγκ, στην αρχή της ταινίας, όταν σε μια σκηνή βγαλμένη μέσα από τον «Σικελικό Εσπερινό» πήγε, στη νότια Ιταλία, στον τάφο της Βέσπερ, ψάχνοντας, ουσιαστικά, τη μάνα του. Όπως ο λογοτεχνικός Νίκος, στο «Γυάλινο μάτι», που ως άλλος Περσέας κλέβει το μάτι της γιαγιάς του για να του φανερώσει εκείνη τον δρόμο προς τη νεκρή μητέρα του: «Μονάχα δυο μικρές ρυτίδες αυλάκιζαν, από εκείνο το πρωί, κάτω απ’ τα μάτια του. Όσο για το μάτι της γιαγιάς αναγκαστήκανε να πάρουνε καινούριο, μια και ο Νίκος δεν επέστρεψε το παλιό, αφού η κυρά-Ζωή δεν του φανέρωσε τον δρόμο για τη Μέδουσα…».

* Ο Χρίστος Χ. Λιάπης MD, PhD, MSc είναι Ψυχίατρος, Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών και Πρόεδρος του ΚΕΘΕΑ.

Opinions