Οι James Bond που γνώρισα

του sir Taki Theodoracopulos

H «θεσπιανο-φοβία» είναι μια πολύ σπάνια ασθένεια που προσβάλλει πολύ λίγους ανθρώπους. Κυριολεκτικά, είναι η υπερβολική αντιπάθεια προς τους ηθοποιούς, και φοβάμαι ότι είμαι από τους λίγους που πάσχει από αυτή. Ευτυχώς στην περίπτωσή μου, περιορίζεται αποκλειστικά στους άνδρες ηθοποιούς. Οι αναμνήσεις μου από τις γυναίκες ηθοποιούς που γνώρισα είναι από τις πιο εντυπωσιακές και αξιομνημόνευτες της νεαρής μου ηλικίας. Η αιτία που πάσχω από αυτήν, είναι η δυσανάλογη επίδραση που έχουν οι ηθοποιοί-σχολιαστές στα πολιτικά πράγματα. Αυτό κυρίως συμβαίνει στις ΗΠΑ. Πλήρως ανίδεοι και ανεκπαίδευτοι, σολίστες ηθοποιοί παπαγαλίζουν κλισέ της Αριστεράς, όπως ακριβώς και τα αξιαγάπητα πτηνά που έχουμε στα κλουβιά για διασκέδαση. Η ειρωνεία είναι ό,τι σε αυτό το τεύχος (Shaken not Stirred-αφιέρωμα στον James Bond), δύο από τους πιο διάσημους πράκτορες και ένας διαβόητος κακός, ήταν πολύ καλοί μου φίλοι. «Εκπληκτικοί τύποι!», όπως συνήθιζαν να λένε στο Brooklyn.

Θα ξεκινήσω με τον Louis Jourdan, τον Γάλλο κινηματογραφικό σταρ, είδωλο για την αρρενωπή ομορφιά του, πρωταγωνιστή των «Gigi», «The Swan», και του αξέχαστου «Letter from an Unknown Woman.» Ο Louis έπαιξε τον «κακό» Kamal Khan στην ταινία του 007 «Octopussy» σε μεγάλη ηλικία, όταν δεν υπήρχαν πια ρομαντικοί ρόλοι για εκείνον. Τον συνάντησα όταν ήμουν νέος, στο Hotel du Cap στη γαλλική Ριβιέρα, καθώς η καμπάνα του ήταν δίπλα στη δική μου. Ο Louis διάβαζε ποιήματα του Baudelaire και διατυμπάνιζε το πόσο υπέροχα ήταν, όσο η αξιαγάπητη γυναικά του, Quique, τον παρακαλούσε να διαβάσει τα σενάρια. «Κανείς δεν θα κάνει ταινία το Les Fleur du Mal φέτος Louis…». Το άλλο του πάθος ήταν η κλασική μουσική και αρκετές φορές ανταγωνιζόμασταν για το ποιος θα βρει τη νότα. Ο Louis και η Quique μου παρέθεσαν δείπνο στο σπίτι τους στο Hollywood, όταν επέστρεφα από το Βιετνάμ, έχοντας προσκαλέσει ειδικά για μένα και μερικούς διάσημους σταρ. Τα χρόνια που ακολούθησαν, συνήθιζα να τους επισκέπτομαι στην Κόστα, απέναντι από τις Σπέτσες, όπου ο Louis κάθε καλοκαίρι διατηρούσε σπίτι και συνήθιζε να παίζει τένις. Ήταν ένας ευγενικός και καλός φίλος μέχρι και το τέλος της ζωής του, στα 94 του.

Έτσι ήταν και ο Roger Moore, το ίδιο ευγενικός και καλόκαρδος όπως και ο Louis, τον οποίο συνάντησα στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν μετακόμισε στο Gstaad – ένα τότε μικρό αλπικό χωριό που όλοι γνώριζαν όλους. (Αυτό δεν συμβαίνει σήμερα). Ο Roger ήταν καλός φίλος του άνδρα για τον οποίο δούλευα, του William Buckley, ενός συντηρητικού συγγραφέα και ιδιοκτήτη του National Review. Ο Roger ήταν συντηρητικός στις πολιτικές απόψεις αλλά δεν τολμούσε να πει κουβέντα, καθώς οι δεξιοί τότε έμπαιναν αυτομάτως στη μαύρη λίστα του Hollywood. Του άρεσε να πίνει και να αστειεύεται και ποτέ δεν συνάντησα άλλον άνθρωπο που να γνωρίζει περισσότερα αστεία απ’ αυτόν. Παρόλο που ο πατέρας του ήταν αστυνομικός, ο Roger διδάχθηκε από μικρή ηλικία το πώς να μιλάει σωστά αγγλικά από τους γονείς του, και σίγουρα έδειχνε ξεχωριστός, κομψός και ανώτερης τάξης. Απολάμβανε να λέει ιστορίες για τον πατέρα του όταν βρισκόταν σε αστυνομική υπηρεσία. Κάποτε μου είπε το πόσο πολύ του έλειπε ο «Atticus», η στήλη μου στους London Times. «Τόσο πολύ όσο μου λείπει και εμένα ο James Bond;», του απάντησα. Έπινε καλό κρασί και γευμάτιζε με κομψό τρόπο μέχρι το τέλος. Τα τρία του παιδιά είναι καλοί μου φίλοι και γείτονες στο Gstaad. Μια ωραία ανάμνηση είναι όταν ο Roger και εγώ επιστρέφαμε από το Μιλάνο – είχαμε επισκεφθεί τον ράφτη μας- και χαθήκαμε. Τότε, ένα περιπολικό της Polizia Stradale μας έκανε νόημα να σταματήσουμε. ( Ο Roger οδηγούσε στο αντίθετο ρεύμα). Όταν ο αστυνόμος τον είδε, άρχισε αμέσως να τραγουδάει “Madonna, e zero, zero sette…” που έπαιζε στο ράδιο. Έπειτα, μας συνόδευσε μέχρι να βγούμε στον αυτοκινητόδρομο και μας έδειξε το δρόμο για την Ελβετία.

Ο αυθεντικός Bond ήταν βέβαια ο Sean Connery και ο Sean ήταν ο τελευταίος Bond που συνάντησα, σε μια αστεία περίσταση θα έλεγα. Βρισκόμουν σε ένα ιταλικό εστιατόριο της Νέας Υόρκης κατά τη διάρκεια του Yom Kippur, της Εβραϊκής ημέρας της Εξιλέωσης. Στο χώρο υπήρχαν μόνο δύο ζευγάρια- η γυναίκα μου και εγώ ήμασταν το δεύτερο. Κάποια στιγμή, η μικροκαμωμένη γυναίκα από το άλλο τραπέζι με πλησίασε και με ρώτησε εάν ήμουν ο Taki. Σηκώθηκα και της έδωσα τη συνηθισμένη μου απάντηση, τις λίγες φορές που τύχαινε να με αναγνωρίσουν δημόσια: «Δυστυχώς, ναι». Έπειτα συστήθηκε ως Micheline Connery και μου είπε ότι είναι μεγάλη φαν του Spectator. Δεν κουνήθηκα καν μέχρι η Micheline να επιστρέψει στο τραπέζι της. Καθώς φεύγαμε, είδα το άτομο που καθόταν μαζί της. Ήταν ψηλός και σκληρός , ο πρώτος Bond με σάρκα και οστά, δίνοντάς μας ένα πικρόχολο χαμόγελο σαν να μας έλεγε: «μπορεί να είσαι φίλος της γυναίκας μου αλλά εγώ είμαι Σκωτσέζος και δεν μιλάω σε αγνώστους».

Περιττό να πω, λίγο καιρό μετά – πρέπει να ήταν δεκαπέντε χρόνια πριν – οι Connerys μετακόμισαν σε ένα χωριό κοντά στο δικό μου στην Ελβετία. Τους συνάντησα ένα βράδυ και τους κάλεσα για δείπνο. Η Micheline εξακολουθούσε να διαβάζει τη στήλη μου μανιωδώς και να συμφωνεί με τις μη-ορθές πολιτικά απόψεις μου. Ο Sean μου έριχνε αυτό το σκληρό βλέμμα, με τη στιβαρή αύρα, μια αξιόπιστη ένδειξη για τις γυναικείες κατακτήσεις του. Πολύ σύντομα γίναμε φίλοι. Την τελευταία φορά που τον είδα δεν ήταν και στα καλύτερά του, λόγω γηρατειών και όλα τα σχετικά. Ωστόσο, κατάφερε να μου πει μια αστεία ιστορία για τον συγγραφέα Noël Coward: « Ήταν την εποχή όταν γυρνούσαμε το Dr. No το 1962, και ο Sir Noël κατέβηκε από τη βίλα του για να επισκεφθεί το set της ταινίας. Ήμουν ένας άγνωστος αλλά με κάλεσε για δείπνο. Το δέχθηκα με ευγένεια. Όταν έφθασα εκεί, δεν είδα κανέναν παρά μόνο ένα τραπέζι για δύο άτομα. Χρίστε μου την πάτησα, είπα. (Ο Sir Noël ήταν φανερά ομοφυλόφιλος). Κατά τη διάρκεια ενός εξαιρετικού δείπνου, με ρώτησε αν είμαι gay. Όχι, σε καμία περίπτωση, του απάντησα. Αλλά ήσουν στο ναυτικό, επέμεινε. Είσαι ηθοποιός. Δεν είμαι και ποτέ δεν ήμουν, του απάντησα. Από τότε, μείναμε πολύ καλοί φίλοι μέχρι το θάνατό του. Ένας σπουδαίος άνδρας και φίλος».

Μία τυπική ιστορία του Sean Connery, μπλόφα, σκληρή και πολύ συγκινητική.

Photo Credit: Alamy | Visual Hellas

Opinions