Tender is the Night

του sir Taki Theodoracopulos

Η Γαλλική Ριβιέρα στη δεκαετία του ‘60.

Ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος Gore Vidal, που δεν είναι πια μαζί μας, κάποτε ρωτήθηκε για το ποια περίοδο της ιστορίας θα επέλεγε να ζήσει. «Τον 17ο αιώνα με την πενικιλίνη» ήταν η απάντησή του. Δεν θα πάω τόσο πίσω όσο πήγε ο σαρκαστικός Gore, καθώς τότε η προσωπική υγιεινή ισούταν με ένα μπάνιο ετησίως, τα δόντια ήταν τόσο σπάνια όσο και τα χορτοφάγα λιοντάρια, και είχαμε και την πανούκλα του 1665 που κάνει τον Covid-19 να μοιάζει με ένα ελαφρύ κρυολόγημα.

Όχι, εάν μπορούσα να πάω πίσω στο χρόνο, θα επέλεγα να ξαναζήσω τις ημέρες και τις νύχτες που πέρασα στη Γαλλική Ριβιέρα, ξεκινώντας το 1958 και τελειώνοντας δέκα χρόνια ακριβώς αργότερα, το 1968. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα οικονομικά θαύματα της Ιταλίας και Γερμανίας, η Ριβιέρα έγινε μία από τις πιο πολυπόθητες αποδράσεις, πρώτα για τους Ευρωπαίους αριστοκράτες και τους επιχειρηματικούς μεγιστάνες και έπειτα για το αμερικανικό «smart set», όπως αποκαλούνται αυτοί οι νέοι, πλούσιοι και εκλεπτυσμένοι Αμερικανοί. Μην ξεχνάτε ότι μετά από μια σύγκρουση ακολουθεί μια έκρηξη ελευθερίας και μια σχεδόν μανιώδη αναζήτηση να ζήσεις μια όμορφη στιγμή, όπως ακριβώς και οι υπερβολές των Roaring Twenties που ακολούθησαν μετά τις κακουχίες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

 

Όπως όλοι γνωρίζουν, η Ριβιέρα ανακαλύφθηκε ως χειμερινό θέρετρο από τους Άγγλους που ήθελαν απεγνωσμένα να ξεφύγουν από τους βροχερούς και σκληρούς χειμώνες της Βρετανίας. Το «La Promenade des Anglais» στη Νίκαια πήρε το όνομά του από τους παραπάνω, με τους ευγενείς να καταφθάνουν μαζικά ανυπόμονοι να δοκιμάσουν το γαλλικό φαγητό και να απολαύσουν τα «χαλαρά» γαλλικά σεξουαλικά ήθη. Αλλά η Ριβιέρα που εγώ γνωρίζω είναι αυτή που οι Gerald και Sarah Murphy ανακάλυψαν όταν αποφάσισαν στις αρχές της δεκαετίας του ’20 να χτίσουν ένα σπίτι στο Cap dAntibes με το όνομα Villa America, και να το γεμίσουν με καλοκαιρινούς επισκέπτες όπως οι Picasso, Hemingway, Fitzgerald, και τις γυναίκες και ερωμένες τους. Στο «Tender is the Night», το καθηλωτικό μυθιστόρημα του Fitzgerald που αφορά μια καταδικασμένη ομάδα πλούσιων αλλά όμορφων ανθρώπων, το Hotel du Cap αποτελεί το κεντρικό σημείο της πλοκής και σύντομα μετά την έκδοση του βιβλίου, το ξενοδοχείο άνοιξε για τους καλοκαιρινούς επισκέπτες και έκτοτε έμεινε ανοιχτό.

Η Florence Gould, μια Γαλλίδα γυναίκα παντρεμένη με έναν από τους πιο πλούσιους Αμερικανούς βιομήχανους, ακολούθησε σύντομα χτίζοντας μια τεράστια κατοικία στο Juan- les- Pins και χρηματοδοτώντας εικαστικά φεστιβάλ τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι Gerald και Sarah Murphy ξεκίνησαν μια τάση που συνεχίστηκε και πολύ μετά από τον θάνατό τους, 50 χρόνια αργότερα. Τα μεγάλα σπίτια δίπλα στη θάλασσα έγιναν το σύμβολο status, αντικαθιστώντας τα σκάφη και ακόμη και τους τίτλους.

Ο Βασιλιάς Λεοπόλδος του Βελγίου, ο πλουσιότερος από τους μονάρχες λόγω του Κονγκό, έχτισε τη «La Leopolda» στους λόφους πάνω από το VillefranchesurMer, τη μεγαλύτερη βίλα στην περιοχή που αργότερα πωλήθηκε στον Gianni Agnelli, που σύντομα έγινε ο βασιλιάς χωρίς στέμμα της Ιταλίας. Καταφθάνοντας στην περιοχή στα 22 μου, η κοινωνική ζωή στη Ριβιέρα περιστρεφόταν γύρω από τις βίλες και τους ιδιοκτήτες τους. Η κατοικία «La Fiorentina», που πρόσφατα πωλήθηκε για 450 εκατομμύρια δολάρια σε έναν γκάνγκστερ, ξεχώριζε στο Cap Ferrat και άνηκε σε μια όμορφη Αυστραλή γυναίκα που «βαπτίστηκε» από τον Somerset Maugham ως «Lady Killmore», έχοντας επιβιώσει από τρεις πολύ πλούσιους συζύγους. Η κυρία Kinmare ήταν πολύ καλή με εμένα και κάθισε δίπλα μου κατά τη διάρκεια του πρώτου μου καλοκαιριού στη Ριβιέρα, μη γνωρίζοντας απολύτως κανέναν στο πάρτι της. Διοργάνωνε καθημερινά γεύματα και δείπνα και μια φορά την εβδομάδα ένα χορό στην κατοικία Fiorentina, ίσως το πιο όμορφο σπίτι στην ακτή. H πιο αποκλειστική πρόσκληση βέβαια, η πράσινη και μπλε κάρτα του Agnelli, ήταν αυτή που αναζητούσε ο κάθε κοινωνικός αριβίστας στην Κυανή ακτή. Η κατοικία «La Leopolda» ήταν στην ουσία ένα μεγάλο πάρτι που φιλοξενούσε Αμερικανούς μεγιστάνες, Γάλλους αριστοκράτες σαν τους de Ganay, Ιταλούς πρίγκιπες, ποδοσφαιριστές και έμενα τον «φτωχό». Το σπίτι ήταν πάντα γεμάτο αλλά οι φιλοξενούμενοι άλλαζαν εβδομαδιαίως. Εκτός από ‘μενα που έμεινα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, μέχρι που οι ιδιοκτήτες μετακινήθηκαν στο Vilar Perosa για λίγο βουνίσιο αέρα.

Αυτό που μου έχει μείνει όμως στο μυαλό είναι το πόσο λαμπερό, κομψό και πολυτελές ήταν αυτό το διάστημα, όταν η Ριβιέρα ήταν ουσιαστικά μια μεγάλη παιδική χαρά για τους προνομιούχους. Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω στην ακτή, στην Antibes, το Château de la Croë ένα νεοκλασικό αριστούργημα που άνηκε στον Σταύρο Νιάρχο, νοικιάζονταν συχνά σε επισκέπτες όπως ο Δούκας και η Δούκισσα του Windsor (που είχαν πάει για μήνα του μέλιτος εκεί πριν από 20 χρόνια), ενώ το σπίτι κοντά στην πισίνα το χρησιμοποιούσε ο ίδιος για τη διασκέδασή του στη διάρκεια της ημέρας. Το βράδυ προτιμούσε να μένει στην Creole, την τρικάταρτη σκούνα του. Δυτικά, κοντά στο JuanlesPins, η σύγχρονη και όμορφη κατοικία του Jack Warner φιλοξενούσε τις «ταξιαρχίες» από το Hollywood, και ακόμη πιο δυτικά βρισκόταν το Château de lHorizon του Aly Khan, εκεί που ο «playboy» γιος του, Aga Khan, αργότερα παντρεύτηκε τη Rita Hayworth.

Στην Antibes υπήρχε και άλλη μία κατοικία που επισκεπτόμουν συχνά επειδή ο ιδιοκτήτης της και εγώ είχαμε γίνει φίλοι στο Παρίσι, όταν πέσαμε ό ένας πάνω στον άλλο περιμένοντας και οι δύο έξω από το σπίτι μιας συγκεκριμένης γυναίκας το βράδυ. Το σπίτι ονομαζόταν «DuDubonDubonnet,» και άνηκε στον γοητευτικό Γάλλο André Dubonnet, ιδιοκτήτη της αυτοκρατορίας ποτών Dubonnet. Όπως προείπα, η κοινωνική ζωή στρεφόταν γύρω από αυτά τα μεγάλα σπίτια, και σε αντίθεση με σήμερα όπου κοινωνικοί αριβίστες συναντιούνται με άλλους κοινωνικούς αριβίστες σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, τότε τα «σπίτια» ανταγωνίζονταν μεταξύ τους μόνο όσον αφορά τις λίστες επισκεπτών.

Ένα σπίτι που αρνήθηκε όλες τις προσκλήσεις και δεν έστειλε ποτέ σε άλλα, ακόμη και στους γείτονες, ήταν το «La Mauresque», το οποίο άνηκε στον Somerset Maugham και είχε πολύ περιορισμένο αριθμό ατόμων στις λίστες του. Αρνούνταν να αναμειχθεί με το νεοεμφανιζόμενο jet set, και κάτι το οποίο είναι από τα πράγματα που έχω μετανιώσει περισσότερο στη ζωή μου είναι ότι κάποτε προσκλήθηκα στο σπίτι από έναν περιβόητο ομοφυλόφιλο φίλο μου αλλά δεν παραβρέθηκα σκεπτόμενος ότι ο παλιός συμφοιτητής μπορεί να με «προσέγγιζε» με τρόπο που δεν θα ήθελα.

Περιττό να πω ότι το εντυπωσιακό τοπίο με τα απότομα βουνά, τα βραχώδη λιμάνια και τις μεγάλες παραλίες, προστίθεντο στη γοητεία των εντυπωσιακών βιλών που είναι χτισμένες με εκθαμβωτικό, μεσαιωνικό, νεοκλασικό και Louis XVI στιλ. Κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, όταν τα «Vacances Payé» πλήθη έρχονταν νότια, στο St. Tropez γινόταν το αδιαχώρητο όπως και στο JuanlesPins. Κατευθυνόμασταν προς το Monte Carlo, ένα θέρετρο της Ruritania(φανταστική χώρα) ακόμη και όταν ο Ωνάσης έχασε τη μάχη με τον Rainier όσον αφορά το μέλλον του πριγκιπάτου. Ο Rainier ήθελε να το κάνει σαν το Las Vegas, o Ωνάσης να το κρατήσει μικρό και αποκλειστικό. Ο Αύγουστος στο Monte Carlo ήταν διαφορετικός. Όλοι ζούσαμε σε ξενοδοχεία, συναντιόμασταν στο παραθαλάσσιο κλαμπ κάθε πρωί, παίζαμε τένις στο κλαμπ από πάνω, γευματίζαμε κάθε βράδυ στο Rampoldi και μετά πηγαίναμε στο Maona, το υπαίθριο κέντρο διασκέδασης που πήρε το όνομά του από τη Μαρία Κάλλας και τον Ωνάση. Οι Agnelli, Νιάρχος, Ωνάσης, Gunter Sachs, Porfirio Rubirosa, Andre Dubonnet, Dado Ruspoli, Henry Ford, Γιάννης Ζωγράφος, Daryl Zanuck, και τα αδέρφια Γουλανδρή ήταν κάποιες από τις σπουδαίες προσωπικότητες που γνώρισα στη Ριβιέρα. Ήταν εκλεπτυσμένοι αστοί που αφήνουν τους εαυτούς τους να πηγαίνουν σε ένα συγκεκριμένο μέρος που ποτέ δεν θα αντιγραφτεί επειδή δεν υπάρχουν πια λαμπεροί άνθρωποι στη γη. Τότε οι συζητήσεις στο δείπνο αφορούσαν πολιτικούς, σταρ του σινεμά, συγγραφείς και κουτσομπολιά. Τώρα οι άνθρωποι μιλούν για το χρήμα, το sex και τον ρατσισμό. Αν έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στο σήμερα και τον 17ο αιώνα, θα πήγαινα στον 17ο, μαζί με τις ελλείψεις στα δόντια, τις μυρωδιές και την πανούκλα. Απλά σκεφτείτε: Η κατοικία «La Leopolda» τώρα ανήκει σε μια γυναίκα που έχει παντρευτεί έναν Ιρακινό τραπεζίτη που κάηκε μυστηριωδώς μέχρι θανάτου, όσο η «Fiorentina» έχει αγοραστεί από μερικούς άγνωστους γκάνγκστερ που σκοπεύουν να την ανακαινίσουν. Κατά κάποιο τρόπο είναι καλό. Η πλήρως οικοδομημένη και πολυσύχναστη Ριβιέρα σήμερα είναι πλέον τόσο απαίσια που την τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί πριν από 10 χρόνια, δεν κοίταξα καν έξω από το παράθυρο. Καλύτερα η παραλία με πετρέλαιο στον Πειραιά.

Opinions