του Γιάννου Κατσιμπάρου
Κατεβαίνω στο γκαράζ λοιπόν έχοντας αυτόν τον «άχαρο ρόλο» του δοκιμαστή που πρέπει να καβαλάει ό,τι υπάρχει, και η μοτοσικλέτα που έχω αυτή την εβδομάδα στα χέρια μου στέκεται σε μια γωνία και με κοιτάζει σαν να μου λέει «τι θες τέτοια ώρα εσύ εδώ;». Είναι μόνο 76 άλογα, αλλά η εμφάνισή της και μόνο σε παραπέμπει να την οδηγήσεις και να ταξιδέψεις μαζί της σε άλλη εποχή, να νιώσεις λίγο σαν αστέρας του Χόλιγουντ, την εποχή που ο Marlon Brando καβαλούσε ένα Triumph Thanderbird 650 στην ταινία «Ο ατίθασος», ο Steve Mcqueen ένα Boneville στην ταινία «Η απόδραση» και ο Richard Gere πρωταγωνιστούσε στην ταινία «Ιπτάμενος και τζέντλεμαν».
Αυτή τη στιγμή σημασία δεν έχουν τα άλογα και οι επιδόσεις, σημασία έχει μόνο ότι είναι εκεί, έτοιμη να με συντροφεύσει στη βραδινή μου περιπλάνηση. Φοράω κράνος, μπουφάν και γάντια και είμαι έτοιμος για βόλτα, πατάω το κουμπί της μίζας και το μοτέρ παίρνει μπροστά με έναν υπόκωφο, βαρύ θόρυβο, προερχόμενο από τα δύο τελικά των εξατμίσεων, να τραντάζει το υπόγειο γκαράζ του σπιτιού. Κουμπώνω την πρώτη και ξεκινάω να ρολάρω στους άδειους δρόμους της πόλης. Ο καιρός έχει καλμάρει από τα κρύα και τις βροχές των προηγούμενων ημερών και είμαι εγώ, η μηχανή μου και μια όμορφη νύχτα. Αφού περιπλανιέμαι σε μια άδεια Κηφισίας, κατευθύνομαι προς Αττική Οδό, ο υπάλληλος νυσταγμένος μού δίνει τα ρέστα ανοίγοντάς μου την μπάρα. Ανοίγω το γκάζι και η συνεδρία της ψυχοθεραπειας μου μόλις ξεκίνησε, το μυαλό μου με το σώμα μου αρχίζουν να συνεργάζονται αρμονικά, ο δρόμος είναι ανοιχτός μπροστά μου και νιώθω τόσο ελεύθερος, χρησιμοποιώ όλες μου τις αισθήσεις, μπορώ να γευτώ την αύρα του αέρα που περνάει μέσα από το κράνος μου και να οσφρανθώ όλες αυτές τις μυρωδιές μιας φύσης που κοιμάται ήσυχα ήσυχα και που το μόνο που την ταράζει είναι ο θόρυβος των 1.200 κυβικών.
Κατευθύνομαι προς περιφερειακό Υμηττού, γιατί, πώς να το κάνουμε, τις στροφές μου τις θέλω, τα μαρσπιέ μου αρχίζουν να γλείφουν την άσφαλτο πότε αριστερά και πότε δεξιά, νιώθω κυρίαρχος του εαυτού μου, δεν σκέφτομαι απολύτως ΤΙΠΟΤΑ, τα έχω αφήσει όλα πίσω μου και το μόνο που με νοιάζει είναι να προσπαθώ να προλάβω τις αντιδράσεις της μηχανής και να λειτουργήσω όπως ακριβώς πρέπει. Αν και οι ατομικές συνεδρίες κρατάνε μία ώρα περίπου, η δική μου αρχίζει να φτάνει προς το τέλος της έχοντας πάρει τη δόση μου, έχοντας γεμίσει τις μπαταρίες μου και έχοντας γλιτώσει και τα λεφτά του ψυχολόγου.